Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας αυξάνει κατά 20 δολάρια την ώρα (σ.σ. 17,05 ευρώ) τον κατώτατο μισθό και αυξάνει και τον φορολογικό συντελεστή κατά 39% για τους πιο εύπορους πολίτες της χώρας. Οι αλλαγές θα ανακοινωθούν αύριο Πέμπτη από την κυβέρνηση της πρωθυπουργού Τζασίντα Άρντερν μαζί με μικρές σε επιδόματα, όπως αυτό της ανεργίας και της ασθενείας. Το κυβερνητικό επιτελείο εκτιμά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει τις απολαβές περίπου 175.500 εργαζομένων και θα αυξήσει τις αποδοχές σε όλη την οικονομία της χώρας κατά 216 εκατομμύρια δολάρια.
Οι αλλαγές στους φορολογικούς συντελεστές αφορούν τα άτομα με ετήσιες αποδοχές άνω των 180.000 δολαρίων τον χρόνο, δηλαδή περίπου το 2% του πληθυσμού της Νέας Ζηλανδίας. Η εν λόγω αύξηση στη φορολογία αναμένεται να αποφέρει το ποσό των περίπου 550 εκατομμυρίων δολαρίων ανά έτος στα δημόσια ταμεία της χώρας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ο κατώτατος μισθός στη Νέα Ζηλανδία, όπως αυτός είχε καθοριστεί από το 2019, ήταν ανάμεσα στους πέντε υψηλότερους στον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν πολλοί εργαζόμενοι τέθηκαν σε αναστολή και πληρώνονταν με τον κατώτατο μισθό. Το 2020 τα συνδικάτα της Νέας Ζηλανδίας εισηγήθηκαν στην κυβέρνηση αύξηση του κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους σε κλάδους που είτε επλήγησαν από την πανδημία είτε βρίσκονται στην πρώτη γραμμή άμυνας κατά του νέου κορονοϊού. “Έχει μεγάλη σημασία για αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων αλλά και αξιοπρέπειας, ένα είδος ανταμοιβής για τις θυσίες του απέναντι στην κοινωνία”, δήλωσε ο γενικός γραμματέας της Ενωμένου Συνδικάτου της Νέας Ζηλανδίας, Τζον Κρόκερ στο τηλεοπτικό δίκτυο TVNZ μιλώντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Από την πλευρά της, η πρωθυπουργός Τζασίντα Άρντερν, υπενθύμισε ότι αυτές οι αυξήσεις ήταν μια προεκλογική δέσμευση και αντιπροσωπεύουν “τις πραγματικές και καθυστερημένες βελτιώσεις για τη στήριξη των πιο ευάλωτων”. Και πρόσθεσε, “έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε, όπως να χτίσουμε περισσότερα σπίτια, να βελτιώσουμε το σύστημα υγείας, να επενδύσουμε στην παιδεία και στην κατάρτιση για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας”.
Πηγή: The Guardian