Η επέμβαση των πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών εσωτερικού της Ιταλίας (Divisione Investigazioni Generali e Operazioni Speciali – Digos) για τηνεκκένωση της επί 35 ημέρες κατειλημμένης Σχολής Καλών Τεχνών της Νάπολης στις 30 Μαρτίου, αποδεικνύει περίτρανα ποια είναι η κοινή απάντηση της πολιτείας σε κάθε διεκδίκηση των νέων: κρατική καταστολή και εκκένωση των ακαδημαϊκών χώρων.
Με πρακτικές που θύμιζαν τους συναδέλφους τους στις χιλιανές μυστικές υπηρεσίες της Dina επί δικτατορίας Πινοτσέτ, οι πράκτορες της Digos εισέβαλαν στις 6 τα ξημερώματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης, πιάνοντας κυριολεκτικά στον ύπνο τους φοιτητές, στην πλειονότητά τους μέλη της “Συλλογικότητας Αμπάνε” (Collectivo Abane), που κοιμόντουσαν στις αίθουσες της κατειλημμένης σχολής. Συγκλονίζει η περιγραφήενός από τους πρωτεργάτες της κατάληψης, του Έλια Γκαρτζούλο, που ξύπνησε από τις φωνές των πρακτόρων και με την κάννη του πιστολιού κολλημένη στο πρόσωπό του. Κίνηση ανώφελη, που αποσκοπούσε προφανώς στον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης, καθώς, όπως υπογραμμίζουν οι φοιτητές, οι αρχές είχαν τα κλειδιά της Σχολής. Επομένως ήταν μάλλον περιττή η εισβολή στο κτήριο, καθώς και η διακοπή της κυκλοφορίας σε ολόκληρη την οδό Κονσταντινόπολι, περιμετρικά του κτηρίου. Ανούσια ήταν, επιπλέον, και η κινητοποίηση τόσο μεγάλης αστυνομικής δύναμης για την απομάκρυνση των μόλις 17 φοιτητών της συλλογικότητας που κοιμόντουσαν στη σχολή, η οποία τελούσε υπό κατάληψη από τις 18 Φεβρουαρίου.
Πολύ σοβαρές είναι οι τρεις κατηγορίες με τις οποίες βαρύνονται οι φοιτητές: παράνομη κατοχή δημόσιας περιουσίας, ακατάλληλη χρήση πολιτιστικής ιδιοκτησίας και φθορές. Κατηγορίες που οι ίδιοι οι φοιτητές αντικρούουν, και δηλώνουν ότι μπορεί να αποδειχθεί πως “φροντίσαμε μια κατά τα άλλα εγκαταλελειμμένη περιουσία, πραγματοποιώντας καλλιτεχνικές δραστηριότητες και ανοιχτά εργαστήρια. Δεν υπάρχει η παραμικρή ζημιά”. Είναι εμφανές πως το έγκλημά τους έγκειται ακριβώς στο γεγονός πως επεδίωξαν να ξαναδώσουν πνοή σε μία σχολή που είχε αφεθεί να ρημάζει, εξελισσόμενη σε μαυσωλείο.
Μέσα στις οριοθετημένες συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού και με πρόσχημα την πανδημία, κάθε νεολαιίστικη διεκδίκηση καταπνίγεται, ιδιαίτερα όταν αφορά στον χώρο της παιδείας. Έναν χώρο που σχετίζεται άμεσα με το δικαίωμα στη μόρφωση ανεξαρτήτως ταξικών εμποδίων και με την κοινωνικοποίηση και την ανάπτυξη πολιτικής συνείδησης των εμπλεκομένων, μέσα από την ανταλλαγή απόψεων, γνώσης και κριτικής ανάλυσής τους.
Άλλωστε, αιχμή του δόρατος των διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων δεν αποτελεί ο αποκλεισμός και εγκλεισμός που επέφερε η πανδημία, καθώς η φοιτητική κινητοποίηση αφορμάται από μακρού χρόνου και αναφέρεται μόνο εν μέρει στα οξυμμένα από την πανδημία προβλήματα. Οπως τονίζουν οι φοιτητές στα κείμενά τους, “τα προβλήματα είναι πολλά. Η Τέχνη δεν μπορεί να εξασκηθεί εξ αποστάσεως και μετά από ένα χρόνο δεν υπάρχει ακόμη σχέδιο για την επανέναρξη των μαθημάτων. Οι εξεταστικές έχουν μειωθεί μόλις σε δύο τον χρόνο. Οι ώρες λειτουργίας της βιβλιοθήκης είναι μόλις λίγες ώρες την εβδομάδα. Έχουμε ζητήσει συνάντηση από τον πρύτανη, όμως εκείνος αρνήθηκε κατ’ επανάληψη”. Εξίσου αρνητικός στον διάλογο με τους φοιτητές ήταν ο πρύτανης, ακόμη και όταν επανήλθε μετά την εκκένωση, για να διαπιστώσει τις φερόμενες ζημιές… που εν τέλει δεν υπήρχαν. Μολαταύτα, εκείνο στο οποίο δεν στάθηκε εμπόδιο ο πρύτανης (αλλά και οικαθηγητές που στις αρχές Μαρτίου ψήφισαν όχι στην κατάληψη) ήταν η βίαιη εισβολή των πρακτόρων και η σύλληψη των φοιτητών με βαριές κατηγορίες.
Ανερυθρίαστα δε ήσαν και τα ψεύδη που επικαλέσθηκε για την απονομιμοποίηση της κατάληψης, ισχυριζόμενος ότι οι φοιτητές παρεμπόδιζαν την λειτουργία της Γραμματείας, καθώς και τη διδασκαλία του μαθήματος της Συντήρησης και Αποκατάστασης. Παρέλειψε, ωστόσο, να αναφέρει ότι η διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος διεξαγόταν κανονικά, μέχρι που διακόπηκε λόγω του νέου διατάγματος των αρχών για τα μέτρα κατά της πανδημίας. Η Γραμματεία της σχολής, επίσης, λειτουργεί μέσω τηλεργασίας τον τελευταίο χρόνο και ουδείς βρίσκεται στα γραφεία!
Καθοριστικό ρόλο στην κλιμάκωση, που οδήγησε την πρυτανεία και τις αρχές στην απόφαση για την εκκένωση, διαδραμάτισε, φυσικά, η στάση των “υπεύθυνων” και “επιμελών” φοιτητών. Με επιστολή τους προς τους καταληψίες, ζητούσαν την διακοπή της κατάληψης, ώστε να διευκολυνθεί το άνοιγμα της σχολής και η επιστροφή στα μαθήματα, πράγμα εκ προοιμίου αδύνατο λόγω των κρατικών διαταγμάτων για την πανδημία.
Η συλλογικότητα επιβεβαιώνει πως ακόμη και μετά την επιχείρηση της εκκένωσης ουδέποτε η πρυτανεία έκανε λόγο για επιστροφή στη διδασκαλία, παρά τις συνεχείς εκκλήσεις των φοιτητικών συλλόγων. Επιπλέον, με πρόσχημα τα υγειονομικά μέτρα παραγκωνίζονται οι πάγιες διεκδικήσεις, που αφορούν στην έλλειψη αιθουσών, την πρόσβαση στην ονομαστή και ιστορική βιβλιοθήκη της σχολής, αλλά και επίκαιρα αιτήματα, για την δημιουργία γραφείου για θέματα παρενόχλησης, ένα φλέγον ζήτημα που συνταράσσει τον πανεπιστημιακό κόσμο.
Μπορεί η εκκένωση της Ακαδημίας υπό την απειλή όπλων να επιτεύχθηκε, όμως οι φοιτητές αρνούνται να παραιτηθούν και παραμένουν στην περίμετρο της Σχολής Καλών Τεχνών με τα σακκίδιά τους. Παρ’ όλο που η περιοχή έχει χαρακτηριστεί “κόκκινη” τουλάχιστον μέχρι και τη βδομάδα μετά το Πάσχα των Καθολικών, οι φοιτητές συνεχίζουν τη διαμαρτυρία τους. Γιατί το δικαίωμα στη μόρφωση και την κοινωνικοποίηση μέσα από τον διάλογο, και όχι τον πειθαρχικό εξαναγκασμό, είναι αναφαίρετο παντού.