Στο μάτι του κυκλώνα βρίσκεται εδώ και κάποιους μήνες ο μεγαλύτερος φιλανθρωπικός οργανισμός της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, η “αλυσίδα” Γηροκομείων και Κέντρων Φροντίδας Ηλικιωμένων “Η Βασιλειάς” (St Basil’s Aged Care, όπως είναι ο επίσημος τίτλος του Οργανισμού στην Αυστραλία).
Ένας οργανισμός, με ιστορία δεκαετιών, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, που επί ημερών του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού Χαρκιανάκη (1975 – 2019), αναπτύχθηκε από ένα φτωχικό οίκημα για απόρους ηλικιωμένους στο Σίδνεϊ σε ένα στιβαρό δίκτυο με εγκαταστάσεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Αυστραλίας. Ιδίως στο Σίδνεϊ (που είναι και η κεντρική έδρα της Αρχιεπισκοπής), όπου η “Βασιλειάδα” διαθέτει έξι ιδιόκτητες μεγάλες εγκαταστάσεις για ηλικιωμένους ελληνικής και μη καταγωγής.
Ανώτατος υπεύθυνος και εποπτεύων όλου του οργανισμού “Η Βασιλειάς” ανά την Αυστραλία είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ως πρόεδρός της (ex officio president). Τα κατά τόπους ιδρύματα διοικούνται από ένα διοικητικό συμβούλιο (Board of Directors), όπου συμμετέχει και ο Αρχιεπίσκοπος ή επισήμως ορισμένος αντιπρόσωπός του, και από τον διευθύνοντα σύμβουλο με απεριόριστα σχεδόν εκτελεστικά καθήκοντα.
Οι “Βασιλειάδες” είναι υπολογίσιμοι οικονομικοί οργανισμοί φιλανθρωπικού χαρακτήρα, με φοροαπαλλαγές και σημαντικές κατ’ έτος κυβερνητικές επιδοτήσεις, που λειτουργούν είτε με απευθείας δεσμούς με την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας είτε υπό την αιγίδα της ως “αυτόνομοι”. Οι ετήσιοι προϋπολογισμοί τους κυμαίνονται μεταξύ 12 και 60 εκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας (περίπου από 8 έως 40 εκατ. ευρώ).
Έως τον περασμένο Ιούλιο και Αύγουστο, όταν η πανδημία του κορονοϊού “χτύπησε” σκληρά τη Μελβούρνη, τα πράγματα στην “Βασιλειάδα” εμφανίζονταν ομαλά και διαχειρίσιμα. Όμως, αφενός ο βαρύς φόρος αίματος που πλήρωσε η “Βασιλειάδα” της Μελβούρνης στη διάρκεια του εν λόγω διμήνου και αφετέρου η αναπάντεχη κι ανεξήγητη “αλλαγή φρουράς” στα ανώτατα κλιμάκια διοίκησης της “Βασιλειάδας” του Σίδνεϊ, την ίδια πάνω κάτω περίοδο, άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου.
Τα ονόματα της “Βασιλειάδας” και της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας (συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του νυν Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γρινιεζάκη) εμφανίστηκαν κατ’ επανάληψιν έκτοτε στα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της χώρας, σε καθόλου κολακευτικούς τόνους. Ακριβώς το αντίθετο: η “Βασιλειάδα” και η “μητέρα” Αρχιεπισκοπή πρωταγωνίστησαν (και εξακολουθούν να το κάνουν) με αρνητικό πρόσημο, επιφέροντας απογοήτευση στις τάξεις των ομογενών μας και οργή και ειρωνείες στην αυστραλιανή κοινωνία γενικότερα…
Η τραγωδία στη “Βασιλειάδα” Μελβούρνης
Τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 202, με όλο τον πλανήτη στη δίνη της πανδημίας, τα γηροκομεία της Μελβούρνης (στην πολιτεία Βικτώρια της Αυστραλίας) δοκιμάστηκαν οικτρά από τον κορονοϊό. “Θλιβερός πρωταθλητής” στα θύματα αποδείχθηκε το γηροκομείο “Βασιλειάς” της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, στο προάστιο Fawkner, δυναμικότητας 120 τροφίμων με σχεδόν ισάριθμο προσωπικό.
Όπως απέδειξε κρατική έρευνα που διατάχθηκε αμέσως μετά τα τραγικά περιστατικά (προ εξαμήνου περίπου), αν και το γηροκομείο είχε πληγεί ήδη από τον κορονοϊό στις 9 Ιουλίου, ο διοικητικός μηχανισμός του (παρά τις σχετικές αυστηρές οδηγίες από το υπουργείο Υγείας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Αυστραλίας) ούτε ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως (καθυστέρησαν τουλάχιστον ένα πενθήμερο) ούτε και έλαβε κάποια ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας για την αποτροπή διάδοσης του ιού εντός των εγκαταστάσεων. Με αποτέλεσμα να ξεφύγει η μετάδοση του ιού και να οδηγηθούν σχεδόν όλοι οι τρόφιμοι και τα μέλη του προσωπικού εσπευσμένα τις αμέσως επόμενες εβδομάδες σε διάφορα νοσοκομεία της Μελβούρνης ή σε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ειδικότερα, νόσησαν από κορονοϊό 92 τρόφιμοι και 91 μέλη του προσωπικού, με τραγικό απολογισμό 45 τροφίμους νεκρούς είτε εντός του γηροκομείου είτε (κυρίως) στα νοσοκομεία της Μελβούρνης όπου μεταφέρθηκαν εσπευσμένα με την φροντίδα των κρατικών αρχών. Δηλαδή, πάνω από το ένα τρίτο των τροφίμων (στην πλειονότητά τους ελληνικής καταγωγής) έχασαν τη μάχη με τον κορονοϊό: ποσοστό που κατατάσσει τη “Βασιλειάδα” στην κορυφή των απωλειών σε μία και μόνο εγκατάσταση, σε παναυστραλιανό επίπεδο!
Στο γηροκομείο εξελίχθηκε μια πραγματική τραγωδία από τα μέσα Ιουλίου έως και τα τέλη Αυγούστου: επικρατούσε για μέρες χάος, οι τρόφιμοι εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους (αφού το σχετικά εξειδικευμένο και ελληνόφωνο προσωπικό είχε υποχρεωτικά οδηγηθεί σε κατ’ οίκον καραντίνα) και με ευθύνη των κρατικών αρχών ανέλαβαν την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων άλλοι εργαζόμενοι, που ούτε ιδιαίτερη εμπειρία φροντίδας ηλικιωμένων αποδείχθηκε πως είχαν ούτε έστω και στοιχειώδη γνώση της ελληνικής γλώσσας για να επικοινωνούν. Οι οικογένειες προσπαθούσαν με δραματικούς τρόπους να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους, χωρίς να τους δίνεται δυνατότητα πρόσβασης λόγω “μέτρων αποστασιοποίησης”, οπότε οι άτυχοι ηλικιωμένοι αργοπέθαιναν στα κρεβάτια τους χωρίς επαρκή καθαριότητα, φροντίδα ή φαγητό ή μεταφέρονταν άρον άρον στα νοσοκομεία (εν αγνοία των οικογενειών τους συνήθως, που τους έψαχναν απεγνωσμένα) για να πεθάνουν εκεί.. Τις επόμενες εβδομάδες το γηροκομείο άδειασε εντελώς από τροφίμους, αφού και οι ελάχιστοι υγιείς που απέμειναν “απήχθησαν” από μέλη των οικογενειών τους και οδηγήθηκαν πίσω στα σπίτια τους για να τους φροντίσουν με περισσότερη ασφάλεια οι δικοί τους.
Ηχηρή απουσία της Αρχιεπισκοπής
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό απόγνωσης, η “ιδιοκτήτρια” του γηροκομείου Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και το διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος κράτησαν (κατά γενική ομολογία και βάσει δημοσίων καταγγελιών των οικογενειών των τροφίμων) ουσιαστικά παθητική στάση, για να μην πούμε ότι “έλαμψαν διά της απουσίας τους”. Με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, από το Σίδνεϊ, απλώς να απευθύνει τρισάγιο στον Ύψιστο για την ανάπαυση των ψυχών των πρώτων 9-10 Ομογενών μας που είχαν πεθάνει στη “Βασιλειάδα” της Μελβούρνης και χωρίς κανέναν υπεύθυνο (συμπεριλαμβανομένων του Αρχιεπισκόπου και των υψηλόβαθμων στελεχών της “Βασιλειάδας” Μελβούρνης) διαθέσιμο να απαντήσει στα εύλογα και πιεστικά ερωτήματα είτε των οικογενειών των τροφίμων είτε του αυστραλιανού Τύπου. Και, φυσικά, κανείς δεν ανέλαβε ευθέως και ευθαρσώς την ευθύνη για όλη αυτή την ανεπανάληπτη στα χρονικά της ομογένειας καταστροφή.
Λίγο πριν από τα μέσα Σεπτεμβρίου μόνο, η Αρχιεπισκοπή εδέησε επιτέλους να ανακοινώσει την παραίτηση του έως τότε (και για πολλά χρόνια ήδη) ομογενειακού παράγοντα και προέδρου του Δ.Σ. της “Βασιλειάδας” Μελβούρνης και Βικτώριας Κωνσταντίνου Κόντη και την αντικατάστασή του από τον Αρχιεπισκοπικό Επίτροπο Νόρθκοτ Μελβούρνης, αρχιμανδρίτη π. Ευμένιο Βασιλόπουλο, προαναγγέλλοντας και την αναδιάρθρωση της διοίκησης και του εσωτερικού συστήματος του γηροκομείου.
Εν τω μεταξύ η οργή των ομογενών, που είχαν χάσει σωρηδόν τους δικούς τους (ανθρώπους ακόμα και γύρω στα 70 τους χρόνια), κατά της διοίκησης του οργανισμού και της Αρχιεπισκοπής ξεχείλιζε, μέσω του αυστραλιανού Τύπου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μάλιστα, δεν άργησαν και οι πρώτες ομαδικές νομικές προσφυγές κατά της “Βασιλειάδας” από στενούς συγγενείς των θυμάτων. Έως τώρα έχουν γίνει γνωστές δύο ομαδικές κινήσεις (class actions) κατά της “Βασιλειάδας” Μελβούρνης, ενώπιον του Πρωτοδικείου (Supreme Court) της Βικτώριας, μέσω των δικηγορικών γραφείων Carbone (κατέθεσαν την πρώτη ομαδική αγωγή στις 21 Οκτωβρίου 2020) και Arnold, Thomas & Becker, για τη διεκδίκηση μεγάλων αποζημιώσεων λόγω ψυχικής οδύνης για τους θανάτους δεκάδων τροφίμων του εν λόγω γηροκομείου.
(Βάσει ανάλογων δικαστικών προηγουμένων στην Αυστραλία, σε τέτοιου είδους υποθέσεις επιδικάζονται υπέρ των οικογενειών των θυμάτων (εφ΄όσον αποδειχθεί ευθύνη ή βαριά αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου οργανισμού) ποσά της τάξης του μισού έως και δύο εκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας (περίπου 300.000 με 1.200.000 ευρώ) για κάθε θύμα. Αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει για το μέλλον της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας ένα τέτοιο οικονομικό φορτίο, μόλις εκδοθούν οι δικαστικές αποφάσεις στα επόμενα χρόνια…).
Παράλληλα, στα μέσα Αυγούστου, ξεσηκώθηκε σάλος στα έντυπα και ηλεκτρονικά αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης από την αποκάλυψη ότι μέσα στην τελευταία οκταετία η “Βασιλειάδα” της Μελβούρνης φέρεται να κατέβαλλε τεράστια ποσά ως ετήσιο ενοίκιο για τις εγκαταστάσεις του γηροκομείου (ιδιοκτησίας της Αρχιεπισκοπής): από δύο έως τρεισήμισι εκατομμύρια δολάρια. Ποσά τουλάχιστον διπλάσια για ανάλογες εγκαταστάσεις στην περιοχή Fawkner, σύμφωνα με εκτιμήσεις ντόπιων κτηματομεσιτών. Και όλα αυτά, τη στιγμή που υπήρχαν (όπως διατείνονταν τα εν λόγω δημοσιεύματα) διαπιστωμένες σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό εντός του γηροκομείου, που ένα μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού του καλυπτόταν από κρατικές (ομοσπονδιακές) επιδοτήσεις (χρήματα των Αυστραλών φορολογουμένων, δηλαδή) και απολάμβανε επίσης φορολογικών απαλλαγών.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα τραγικά γεγονότα στη “Βασιλειάδα” της Μελβούρνης, που συντάραξαν την τοπική Ομογένεια των περίπου 250.000 Ελληνο-Αυστραλών αλλά και την ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία, ελάχιστα απασχόλησαν τον ελλαδικό Τύπο. Μετά βίας αναφέρθηκαν τα ελλαδικά μέσα ενημέρωσης στο βαρύ τίμημα που πλήρωσε ο αυστραλιανός Ελληνισμός μέσα σε ένα δίμηνο. Συνολικά περίπου 200 ομογενείς μας, μαζί με τα ελληνικής καταγωγής θύματα από τους 45 νεκρούς της “Βασιλειάδας”, έχασαν τη ζωή τους από κορωνοϊό: περίπου το ένα τρίτο των συνολικών θυμάτων του κορωνοϊού στη Μελβούρνη και την Βικτώρια ήταν ελληνικής καταγωγής! Έλειπε, βλέπετε, παραδόξως εκείνη την περίοδο και η πληθώρα των Δελτίων Τύπου που εκδίδει καθημερινά το Γραφείο Επικοινωνίας της (κατά τα άλλα λαλίστατης) Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας και προωθεί συστηματικά και καταιγιστικά στα ομογενειακά και τα ελλαδικά μέσα ενημέρωσης.
Η “Βασιλειάδα” Νέας Νότιας Ουαλίας
Και ενώ αυτή η τραγωδία εξελισσόταν στη Μελβούρνη, ο “αδελφός οργανισμός” στην πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Περιφέρειας Πρωτευούσης/Καμπέρας, η “Βασιλειάς” με τις έξι εγκαταστάσεις στη μητροπολιτική περιφέρεια του Σίδνεϊ, απέφυγε μεν τους κραδασμούς από την πανδημία (λαμβάνοντας εγκαίρως μέτρα και προστατεύοντας τις εκατοντάδες των τροφίμων της), “κατέκτησε” όμως αρνητική δημοσιότητα για διοικητικούς λόγους.
Εν μέσω του δευτέρου κύματος της πανδημίας στην Αυστραλία (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2020), ανακοινώθηκε επισήμως στις 7 Αυγούστου 2020 από τον πρόεδρο (chairman) του Δ.Σ. του οργανισμού, ομογενή δικηγόρο Ιορδάνη Ιορδανίδη/James Jordan, ότι ο ισχυρός άνδρας στη διοίκησή της επί 12 χρόνια (2008-2020), ο διευθύνων σύμβουλός της π. Νικόλαος Σταυρόπουλος, παραιτήθηκε. Χωρίς να δοθούν στη δημοσιότητα οι λόγοι αυτής της αιφνίδιας κίνησης, η παραίτηση έγινε αποδεκτή και το Δ.Σ. διά του προέδρου του ευχήθηκε εγγράφως στον π. Σταυρόπουλο “καλή τύχη στις επόμενες δράσεις του”.
Η παραίτηση του έως τότε διευθύνοντος συμβούλου συνοδεύτηκε από διάφορες φήμες στο εσωτερικό του οργανισμού, περί “αδυναμιών” σε θέματα οικονομικής διαχείρισης και όχι μόνο, καθώς και για διενέργεια εσωτερικού ελέγχου στη “Βασιλειάδα” Νέας Νότιας Ουαλίας. Όμως όλα καλύφθηκαν από πέπλο σιωπής και τίποτα δεν ήλθε στο φως της δημοσιότητας έως τώρα, τόσο για τις πραγματικές αιτίες της ξαφνικής παραίτησης του π. Σταυροπούλου, όσο και για το αποτέλεσμα του τυχόν εσωτερικού ελέγχου (αν έγινε πράγματι).
Κατηγορίες για “σοβαρή συμπεριφορά διαφθοράς”
Στη “Βασιλειάδα” του Σίδνεϊ, που διαθέτει, όπως προαναφέραμε, συνολικά έξι εγκαταστάσεις σε διάφορα σημεία της αυστραλιανής μεγαλούπολης, από τα τέλη του 2016 προσλήφθηκε ως διευθυντής ακίνητης περιουσίας ο ομογενής πολεοδόμος Σπύρος Στάβης (φωτογραφία).
Ο κ. Στάβης, σύμφωνα με το βιογραφικό του, είχε 28 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, και βρέθηκε στη “Βασιλειάδα” προερχόμενος από τον δήμο Κάντερμπέρι (Canterbury) του Σίδνεϊ, όπου υπηρέτησε για περίπου ενάμιση χρόνο (αρχή 2015 έως περίπου τα μέσα του 2016) ως διευθυντής Πολεοδομίας.
Από τα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου, μάλιστα, αυτός είναι ο άνθρωπος που κλήθηκε να καλύψει το κενό του παραιτηθέντος π. Νικολάου Σταυροπούλου ως ο νέος διευθύνων σύμβουλος της “Βασιλειάδας”, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας (το ανώτατο συμβουλευτικό Σώμα της Αρχιεπισκοπής, βάσει του Καταστατικού Χάρτη της), που συνεδρίασε υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2020.
Μόνο που στην ανακοίνωση αυτή δεν υπήρχε η παραμικρή μνεία ότι ο Σπύρος Στάβης ήδη από τις αρχές του 2018 ερευνάτο διεξοδικά από την Ανεξάρτητη Επιτροπή κατά της Διαφθοράς (Νέας Νότιας Ουαλίας) ως ένας από τους κυρίους υπόπτους για εμπλοκή σε “σύστημα εκτεταμένης διαφθοράς” στον δήμο Κάντερμπέρι, μαζί με τον προϊστάμενό του γενικό διευθυντή του δήμου, δύο δημοτικούς συμβούλους κι έναν πολιτειακό βουλευτή (πρώην ερωτικό σύντροφο της πολιτειακής πρωθυπουργού), προς όφελος συγκεκριμένων εργολάβων-μεγαλοκατασκευαστών στην περιοχή ευθύνης του.
Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, που διήρκεσε πάνω από δύο χρόνια (2018 – 2021), αποδείχθηκε, σύμφωνα με την ανακοίνωση του επισήμου πορίσματός της προ τριών εβδομάδων (22 Μαρτίου 2021), ότι ο Σπύρος Στάβης είχε προσληφθεί κατόπιν σωρείας παρατυπιών και εκβιαστικών τακτικών των δύο δημοτικών συμβούλων, που “έσπρωχναν” και απειλούσαν με κάθε τρόπο προκειμένου να προσληφθεί ως διευθυντής Πολεοδομίας ο “εκλεκτός” τους, φτάνοντας στο σημείο μάλιστα αφενός να συμμετάσχουν οι ίδιοι στο πάνελ που εξέταζε τον ομογενή πολεοδόμο στην κρίσιμη συνέντευξη για την πρόσληψή του και αφετέρου να του προωθήσουν προκαταβολικά τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που θα του έκαναν στη συνέντευξη (όπως αποδείχθηκε από την εξέταση του κινητού τηλεφώνου του κ. Στάβη, που κατέσχεσαν και εξέτασαν τα όργανα της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς).
Ο ίδιος ο Σπύρος Στάβης παραδέχθηκε εξεταζόμενος ενώπιον της Επιτροπής ότι “δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα για τη θέση”, αλλά “ήταν διατεθειμένος να δοκιμάσει τις δυνάμεις του”. (Για τον διορισμό πάση θυσία του κ. Στάβη στη Διεύθυνση Πολεοδομίας παραμερίστηκε “η πιο κατάλληλη υποψήφια” (ήδη διευθύντρια Πολεοδομίας άλλου δήμου του Σίδνεϊ), με απαίτηση των δύο δημοτικών συμβούλων που τον υποστήριζαν, όπως παραδέχθηκε ο Γενικός Διευθυντής του δήμου Κάντερμπέρι Jim Montague ενώπιον της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς.
Αμέσως μετά τον διορισμό του έναντι παχυλού ετήσιου μισθού 250.000 δολαρίων, σε μία περίοδο που ο ίδιος αντιμετώπιζε (όπως παραδέχθηκε ενώπιον της Επιτροπής) σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο Σπύρος Στάβης “άσκησε τα επίσημα καθήκοντά του ανέντιμα και μεροληπτικά”, προωθώντας τα συμφέροντα συγκεκριμένων εργολάβων στην περιοχή ευθύνης του και προκαλώντας “οικοδομικό χάος” γύρω από τον κυριότερο οδικό άξονα της περιοχής, ακόμα και αφαιρώντας κρίσιμο υλικό από φακέλους που θα εξέταζε η αρμόδια επιτροπή του δήμου Κάντερμπέρι προκειμένου να εγκρίνει την έκδοση οικοδομικών αδειών ή αλλαγές στις αρχικές άδειες σε κατασκευαστές! Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς, μεταξύ των κατασκευαστών αυτών που επιχείρησε να ευνοήσει ως διευθυντής Πολεοδομίας ο κ. Στάβης ήταν και γνωστός ομογενής μεγαλοεργολάβος.
(Τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης της Αυστραλίας, όπως η κρατική ραδιοτηλεόραση ABC, το μεγαλύτερο ιδιωτικό κανάλι Channel 9, η μεγάλης κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα Sydney Morning Herald κ.α. δημοσίευσαν κατ’ επανάληψιν τα τρία περασμένα χρόνια εκτεταμένα ρεπορτάζ και αναφορές στις συνεδριάσεις της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς για τη συγκεκριμένη υπόθεση και ειδικότερα για όσα βαραίνουν τον κ. Στάβη, με ονομαστικές αναφορές. Τα εν λόγω δημοσιεύματα είναι διαθέσιμα σε πρώτη αναζήτηση στο διαδίκτυο).
Η εισβολή στελεχών της Ανεξάρτητης Επιτροπής κατά της Διαφθοράς στα γραφεία του δήμου Κάντερμπέρι (με κατασχέσεις εγγράφων, φακέλων, υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων κ.ο.κ.), τον Ιούνιο του 2016, και η έναρξη εκτεταμένης έρευνας εις βάρος των εμπλεκομένων δημοτικών συμβούλων και στελεχών του δήμου οδήγησαν σε πρόωρη λήξη της καριέρας του Σπύρου Στάβη εκεί. Αλλά, όταν υπάρχουν οι καλές διασυνδέσεις, κανένας δεν χάνεται…
Αμέσως μετά ο κ. Στάβης προσλήφθηκε στη “Βασιλειάδα” και τέσσερα χρόνια αργότερα, παρότι οι δοσοληψίες του με την Επιτροπή κατά της Διαφθοράς ως υπόπτου τέλεσης πράξεων “σοβαρής διαφθοράς” κορυφώνονταν και είχαν επανειλημμένα δημοσιευθεί, προήχθη σε διευθύνοντα σύμβουλο του μεγαλύτερου φιλανθρωπικού οργανισμού της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, τη “Βασιλειάδα” που βρίσκεται υπό την άμεση εποπτεία του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας.
Στο προσφάτως δημοσιευθέν πόρισμά της (που αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της και αναδημοσιεύθηκε σε διάφορα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης), η Ανεξάρτητη Επιτροπή κατά της Διαφθοράς Νέας Νότιας Ουαλίας καταγράφει άνευ ουδεμίας επιφύλαξης και αμφιβολίας τις πράξεις διαφθοράς που διαπίστωσε εις βάρος του κ. Στάβη, χαρακτηρίζοντάς τις ως “σοβαρή διαγωγή διαφθοράς”, παραπέμποντάς τον, μαζί με τα άλλα μέλη του “κυκλώματος”, στον πολιτειακό Εισαγγελέα (Διαφθοράς), τον μόνο αρμόδιο για την άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον τους. Βάσει της συνήθους πρακτικής στην Αυστραλία, είναι ζήτημα χρόνου η άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος ατόμων που παραπέμπονται με τόσο σοβαρές κατηγορίες από την Επιτροπή κατά της Διαφθοράς.
Για την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, όμως, πρόκειται για… business as usual, καθώς δεν αξιολογεί, βάσει “απόψεών της” που διοχετεύθηκαν “ανώνυμα” στα φίλα προσκείμενά της ομογενειακά μέσα, ότι ο διευθύνων σύμβουλος του μεγαλύτερου οργανισμού της έχει διαπράξει κάτι μεμπτό και ικανό να προβληματίσει τους νυν εργοδότες του, αφού “η (σ.σ. επιλήψιμη) συμπεριφορά του είχε επιδειχθεί εκτός της “Βασιλειάδας”, στον προηγούμενο εργοδότη του” (δημοσίευμα “Νέου Κόσμου” Μελβούρνης – Στήλη “Διάλογος”, 9 Απριλίου 2021).
Εξέλιξη των τελευταίων ωρών
Καθώς έκλεινε η εβδομάδα στην Αυστραλία, η εκεί κρατική ραδιοτηλεόραση ABC τάραξε τα νερά ξαναφέρνοντας στο επίκεντρο την Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, τα γηροκομεία της και την «πολυτελή» -όπως χαρακτηρίζεται στο σχετικό ρεπορτάζ του σταθμού- ζωή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Συγκεκριμένα, το ABC δημοσιοποίησε (αρχικά ως podcast και σε εθνικό «ανοιχτό» δίκτυο ραδιοφωνικά το πρωί της Κυριακής 18/4/2021) ένα ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ, στα πλαίσια της εκπομπής Background Briefing, σε παραγωγή και (εξαντλητική) έρευνα της έμπειρης δημοσιογράφου της Ασλυν ΜακΓκη (Ashlynne McGhee). Στόχος του εκτεταμένου ρεπορτάζ (σύντομη εκδοχή του προβλήθηκε επανειλημμένα και ως τηλεοπτικό ρεπορτάζ αργότερα μέσα στην ημέρα από την τηλεόραση ABC, στις 16 Απριλίου) ήταν η ανάδειξη ενός «οικονομικού σκανδάλου» πολλών εκατομμυρίων δολαρίων στα Γηροκομεία της Αρχιεπισκοπής μέσω των κρατικών επιδοτήσεων που ελάμβαναν κάθε χρόνο, με αφορμή τις ελλείψεις στη «Βασιλειάδα» της Μελβούρνης που οδήγησαν στον θάνατο 45 τροφίμους της τον περασμένο Ιούλιο – Σεπτέμβριο, λόγω κορωνοϊού.
Η δημοσιογράφος, με τη βοήθεια και ειδικών, καταγγέλλει βάσει αδιάψευστων στοιχείων ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων -περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια συνολικά- που εισπράττονταν κάθε χρόνο από τα Γηροκομεία «Βασιλειάδα» (συμπεριλαμβανομένων των κρατικών επιδοτήσεων συνολικού ύψους 73 εκατομμυρίων δολαρίων τα τελευταία οκτώ χρόνια) τελικά διοχετευόταν παράτυπα (ως ενοίκια, τέλη κ.α.) στα ταμεία της Αρχιεπισκοπής -και όχι στα ταμεία των ίδιων των Γηροκομείων για βελτίωση της καθημερινότητας των τροφίμων τους.
Στο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ εργαζόμενοι και συγγενείς τροφίμων στο Γηροκομείο της Μελβούρνης εξομολογούνται το δράμα των δικών τους ή άλλων που προσβλήθηκαν από κορωνοϊό και «έσβησαν» μόνοι κι αβοήθητοι, σε εξευτελιστικές συνθήκες, είτε μέσα στη «Βασιλειάδα» είτε σε νοσοκομεία όπου εκ των υστέρων μεταφέρθηκαν, κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας στην Αυστραλία (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2020). Ακόμα, θίγεται η υπόθεση του νέου Διευθύνοντος Συμβούλου της «Βασιλειάδας» Σίδνεϊ Σπύρου Στάβη, που εμπλέκεται από την Ανεξάρτητη Επιτροπή κατά της Διαφθοράς σε καλά οργανωμένη υπόθεση «σοβαρής διαφθοράς» και διορίστηκε με την έγκριση του Αρχιεπισκόπου και του δ.σ. του φιλανθρωπικού Οργανισμού στη νέα του θέση προ εξαμήνου, ενώ κατά πάσα πιθανότητα γνώριζαν ότι εκκρεμούσε η έκδοση τελικού πορίσματος για την περίπτωσή του, όπως αναφέραμε και παραπάνω.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις «πολυτελείς συνήθειες» του κ. Μακαρίου, που «πιθανώς χρηματοδοτούνται μέσω των χρηματικών ποσών που καταθέτουν οι κατά τόπους «Βασιλειάδες» στα ταμεία της Αρχιεπισκοπής», και ιδίως στο πανάκριβο ολοκαίνουργιο διαμέρισμα 238 τ.μ. στην κορυφή ενός ουρανοξύστη με εκπληκτική θέα στο λιμάνι του Σίδνεϊ, που του αγόρασε η Αρχιεπισκοπή για να διαμένει μόνιμα, λίγο μετά την άφιξή του στην Αυστραλία, έναντι συνολικά σχεδόν επτά εκατομμυρίων δολαρίων (με τους φόρους και τα τέλη) και επιπλέον δαπάνης τριών εκατομμυρίων για την εκ νέου ανακαίνισή του, στα ακριβά αρχιερατικά άμφια που διαθέτει για τις τελετουργικές εμφανίσεις του, «αξίας έως και 30.000 δολαρίων έκαστο» κ.α.
Παρ’ ότι κλήθηκαν να απαντήσουν στα αναφερόμενα στο ρεπορτάζ, η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας ή/και ο Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος απέφυγαν να έλθουν σε επαφή με το κανάλι και τη δημοσιογράφο Ashlynne McGhee.
Περίληψη του ραδιοφωνικού ντοκιμαντέρ δημοσιεύθηκε επίσης ως ένα από τα κύρια θέματα της Ιστοσελίδας του ABC, ενώ το εν λόγω δημοσίευμα αναπαράχθηκε την Παρασκευή 16 Απριλίου και σε ιστοσελίδες της Ελλάδας.
Παρακάτω οι σύνδεσμοι για την εν λόγω έρευνα (στις διάφορες μορφές της: έντυπη, ραδιοφωνική και τηλεοπτική) –για όσους ενδιαφέρονται και καταλαβαίνουν Αγγλικά.
Το σχετικό δημοσίευμα στην ιστοσελίδα του ABC, www.abc.net.au θα το βρούν εδώ
Το ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ του ABC (διάρκειας 38.13’) θα το βρούν εδώ
Και το τηλεοπτικό ρεπορτάζ του ABC (διάρκειας 3.40’) θα το βρουν εδώ
Σημείωση: Η «Βασιλειάδα» πήρε την ονομασία της από το ομώνυμο κοινωφελές ίδρυμα (πτωχοκομείο) που είχε πρωτο-ιδρύσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας ο Μέγας Βασίλειος.