ΑΘΗΝΑ
04:47
|
07.11.2024
Αντιστρέφοντας το γνωστό σύνθημα του ανταγωνιστικού κινήματος, θα μπορούσαμε να πούμε πως “βελτιώνονται οι άλτες, βελτιώνονται και οι φράχτες”…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Σε ένα αρκετά νηφάλιο, και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, δοκίμιό του το 1970, ο Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ κατηγορούσε τη Νέα Αριστερά της δεκαετίας του ’60 για το γεγονός πως διατηρούσε ακόμη μια “αντι-διαλεκτική” άποψη σχετικά με τα τότε νεοεμφανιζόμενα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας. Για τον Γερμανό συγγραφέα η δυνατότητα ενός ολοκληρωτικού ελέγχου των νέων συστημάτων επικοινωνίας και πληροφόρησης δεν ανήκε στο μέλλον, αλλά στο παρελθόν. Η εξ αριστερών καταγγελτική έμφαση στους αναβαθμισμένους τρόπους χειραγώγησης της κοινής γνώμης καθίστατο έτσι άγονη και αναχρονιστική. Ένα από τα κύρια επιχειρήματα του Έντσενσμπέργκερ ήταν πως στα νέα ηλεκτρονικά μέσα υπάρχει εγγενώς η δυνατότητα άρσης της αντίθεσης ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή του επικοινωνιακού αγαθού. Ως εκ τούτου εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία η δημοκρατική δυναμική μιας “πληροφοριακής επανάστασης”, παραγόμενης από τις ίδιες τις μάζες. Ο Έντσενσμπέργκερ δεν παρέλειπε να σημειώσει, ωστόσο, πως, αν και η αντίθεση ανάμεσα σε παραγωγό και καταναλωτή δεν είναι “έμφυτη” στα νέα μέσα, αυτή μπορεί κάλλιστα να επιβληθεί τεχνητά, με διοικητικά και οικονομικά μέτρα.

Μισόν αιώνα μετά από αυτές τις πρωτοποριακές συζητήσεις στους κόλπους της γερμανικής Αριστεράς, η πραγματικότητα φαίνεται να δικαιώνει και τις δύο πλευρές. Την ίδια στιγμή που, πράγματι, μέσω των κοινωνικών δικτύων και των εναλλακτικών ενημερωτικών ιστοσελίδων οι πολίτες έχουν (πολλές φορές τον πρώτο) λόγο στην παραγωγή της πληροφορίας, η εμπλοκή του κράτους και των οικονομικών συμφερόντων στο αχανές σύγχρονο πληροφοριακό δίκτυο είναι πιο έντονη, αλλά και πιο εμφανής, από ποτέ. Αντιστρέφοντας το γνωστό σύνθημα του ανταγωνιστικού κινήματος, θα μπορούσαμε να πούμε πως “βελτιώνονται οι άλτες, βελτιώνονται και οι φράχτες”…

Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως η σημερινή, εν μέσω δομικής κρίσης αναπαραγωγής του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, οι επικοινωνιακοί “φράχτες” που έρχονται να ελέγξουν τη ροή της πληροφόρησης και να χειραγωγήσουν τις πολιτικές συμπεριφορές μπορεί να είναι πιο εύκολα παρατηρήσιμοι από παλιότερα, παραμένουν ωστόσο λειτουργικοί και παράγουν αποτελέσματα. Το εγχώριο παράδειγμα της “Λίστας Πέτσα” θέτει σίγουρα τον πήχη αρκετά ψηλά, όμως για ακόμη μια φορά τα πραγματικά “φώτα” μάς έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Τον περασμένο Ιούνιο, οι New York Times δημοσίευσαν ένα άρθρο που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση διεθνώς. Σύμφωνα με “Αμερικανούς αξιωματούχους”, το Κρεμλίνο επέστρεφε θριαμβευτικά στο ψυχροπολεμικό μέτωπο του Αφγανιστάν, προσφέροντας μέσω επικηρύξεων μεγάλα χρηματικά ποσά σε πολέμαρχους συνδεόμενους με τους Ταλιμπάν, και εισπράττοντας ως αντάλλαγμα πολλούς νεκρούς Αμερικανούς στρατιώτες. Η είδηση αναπαρήχθη από όλα τα μεγάλα διεθνή δίκτυα, αλλά σε μεγάλη έκταση και εντός Αμερικής, όπου συνέβαλλε στην πίεση από μεριάς Δημοκρατικών προς τον Ντόναλτ Τραμπ να αναλάβει άμεση δράση ενάντια στον προαιώνιο εχθρό, με τον οποίο άλλωστε επίσης κατηγορούνταν ότι είχε ανάρμοστες σχέσεις. Ο ηθικός και πολιτικός πανικός που προκάλεσε το ρεπορτάζ των New York Times συνετέλεσε επίσης στο να αδρανοποιηθεί ουσιαστικά η τότε σχεδιαζόμενη από τον Τραμπ επιχείρηση απόσυρσης μέρους των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από βάσεις στο Αφγανιστάν, αλλά και τη Γερμανία.

Την προηγούμενη Πέμπτη, o Τσάρλι Σάβατζ, ένας εκ των τριών συγγραφέων του άρθρου του Ιουνίου, δήλωσε μέσω της ίδιας εφημερίδας ότι το αρχικό ρεπορτάζ που αναφερόταν στις ρωσικές “επικηρύξεις” βασίστηκε εξολοκλήρου σε πληροφορίες της CIA. Έτσι λοιπόν, οι ανώνυμοι “Αμερικανοί αξιωματούχοι” αποδείχθηκαν πράκτορες της διαβόητης Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που η CIA εμπλέκεται σε επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης για την χειραγώγηση της κοινής γνώμης προς τα συμφέροντα του βιομηχανικού-στρατιωτικού συμπλέγματος. Η μεγάλη έρευνα του Καρλ Μπέρνστιν, που δημοσιεύθηκε στο Rolling Stone στις 20 Οκτώβρη του 1977, απέδειξε με αδιάσειστα στοιχεία πως πάνω από 400 Αμερικανοί δημοσιογράφοι (ανάμεσά τους πολλοί αρχισυντάκτες, αλλά και βραβευμένοι με Pulitzer) ήταν “συμβεβλημένοι” με την υπηρεσία και έφερναν εις πέρας συγκεκριμένα καθήκοντα, μοιραζόμενοι πληροφορίες, αναπαράγοντας “ειδήσεις” και λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι για την στρατολόγηση στη CIA πολιτών από ξένες χώρες.

Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά το θέτει η ανεξάρτητη δημοσιογράφος Κέιτλιν Τζόνστον, ενώ παλιότερα, και εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, η CIA προσπαθούσε να επηρεάσει τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης από μια θέση έξω από αυτά, στις σημερινές ΗΠΑ δεν υπάρχει πλέον κανένας διαχωρισμός: η CIA είναι τα μίντια. Η συγκεκριμένη δήλωση μπορεί να μοιάζει ακραία. Δεν απέχει όμως πολύ από την αλήθεια. Είναι πάρα πολύ μεγάλος ο αριθμός των mainstream μέσων που προσλαμβάνουν βετεράνους της CIA και τους αναθέτουν συνήθως στήλες που σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική και τις γεωστρατηγικές αναλύσεις, προωθώντας έτσι με άνεση στην κοινή γνώμη τις απόψεις του βαθέος κράτους.

Παλιότερα γνωρίζαμε ότι όταν ο τύπος μιας χώρας ελέγχεται από τις μυστικές υπηρεσίες, έχουμε να κάνουμε με ένα δικτατορικό καθεστώς. Η Αμερική άλλωστε, όπως και ευρύτερα το δυτικό στρατόπεδο, έχει διαχρονικά εξαπολύσει χωρίς φειδώ ανάλογες κατηγορίες για αρκετά κράτη, στα οποία, λίγο αργότερα, δεν παρέλειψε να επιτεθεί και με υλικούς-στρατιωτικούς όρους. Φαίνεται λοιπόν πως και σήμερα η ελευθερία του τύπου σε χώρες όπως οι ΗΠΑ καθίσταται τίποτα περισσότερο από μια τυπική ελευθερία, και το πολιτικό καθεστώς τους μεταλλάσσεται σε απολυταρχικό, αυτοδικαίως.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Υπό κατάρρευση ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία

Συγκροτημένα, δημοκρατικά και αποφασιστικά θα γίνει το συνέδριο, λέει η Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ

Δύο νέα πυροσβεστικά οχήματα απέκτησε η Ρόδος

Προεδρικές Εκλογές 2024: Επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα