Αν υπάρχει μια χρονιά-ορόσημο για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο, μια χρονιά μεταιχμιακή που χώρισε το παρελθόν από το μέλλον, αυτή είναι το 1974. Τότε, ο Βραζιλιάνος πολιτικός μηχανικός και εργολάβος δημοσίων έργων, Ζοάο Χαβελάνζε ανέλαβε πρόεδρος της FIFA. Στις πανηγυρικές δηλώσεις του, ο δισεκατομμυριούχος με τις πλάτες της χούντας στη Μπραζίλια, Χαβελάνζε τόνιζε ότι αναλάμβανε τα ηνία της παγκόσμιας ομοσπονδίας “για να πουλήσω στον κόσμο ένα προϊόν που λέγεται ποδόσφαιρο”. Η ολοκληρωτική εμπορευματοποίηση του αθλήματος που προϋπήρχε κάπως δειλά και αργόστροφα άρχισε να ανεβάζει ρυθμούς και το πάλαι ποτέ άθλημα των φτωχών μεταμορφώθηκε σε μια από τις κορυφαίες επιχειρήσεις με πραγματικά παγκόσμια εξάπλωση και κέρδη από κάθε γωνιά του πλανήτη, με εξαίρεση ίσως την Ανταρκτική, όπου οι αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι δε δείχνουν διάθεση να μάθουν ή να δουν μπάλα.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, η FIFA άνοιξε τον δρόμο για την εντελώς καπιταλιστική άλωση, παραμόρφωση και διάβρωση του ποδοσφαίρου. Όλα τα Μουντιάλ, ως διοργανώσεις δόθηκαν στις χώρες εκείνες που άνοιξαν τα κρατικά και επιχειρηματικά τους ταμεία και δωροδόκησαν θεούς και δαίμονες μέσα στη FIFA, με εξαίρεση το Μουντιάλ του Μεξικού που διοργανώθηκε στη χώρα λόγω του τρόμου ο οποίος είχε προκληθεί από τις εμφυλιοπολεμικές συγκρούσεις στην αρχικώς υποδεικνυόμενη Κολομβία. Με αποκορύφωμα τα Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006, της Νότιας Αφρικής το 2010 και του Κατάρ που επίκειται την επόμενη χρονιά, το μαύρο χρήμα, οι εκβιασμοί, οι απειλές και οι δωροδοκίες καθόρισαν το ποια χώρα θα αναλάμβανε την ποδοσφαιρική και επιχειρηματική διοργάνωση και κατά επέκταση από ποια χώρα η FIFA θα αποσπούσε μυθώδη κέρδη της τάξης των 5,6 έως 7,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων (απολογισμοί 2014 και 2018, Μουντιάλ Βραζιλίας και Ρωσίας, αντίστοιχα). Το 1982, το χρυσό τρόπαιο του Μουντιάλ πωλήθηκε στην πλειοδότρια αμερικανική εταιρεία εμφιάλωσης ποτών, Coca-Cola για διαφημιστικούς λόγους και έκτοτε είναι ιδιοκτησία της, ενώ την ίδια χρονιά επίσημος χορηγός αθλητικής ένδυσης και υπόδησης της ομοσπονδίας αναγορεύτηκε ηγεμονικά η γερμανική Adidas.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε η επιθετική εκστρατεία για την εξάπλωση του ποδοσφαίρου στην Αφρική από την οποία ο Χαβελάνζε και ο προσωπικός δικηγόρος του και μετέπειτα διάδοχος του στην ηγεσία της FIFA, Ελβετός Ζεπ Μπλάτερ προσδοκούσαν να αντλήσουν “νέα ταλέντα”, κοινώς προικισμένους και σίγουρα φθηνούς παίκτες που θα ξεζουμίζονταν στα γήπεδα κυρίως της τότε πιο επιδραστικής διεθνούς αγοράς του ποδοσφαίρου, εκείνης της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κορυφαίοι σύγχρονοι Αφρικανοί παίκτες προέκυψαν κατά κανόνα όχι από τις αλάνες όπως θέλει ο βολικός μύθος, αλλά από τις επιδοτούμενες ακαδημίες της FIFA, όπως για παράδειγμα συνέβη με την εθνική ομάδα της Γκάνας. Η Ευρώπη του ’80 και του ’90 κατανάλωνε ποδόσφαιρο στα γήπεδα και τις τηλεοράσεις, όπως κατανάλωνε κάθε είδους προϊόν από αυτοκίνητα έως οδοντόκρεμες, επειδή το σύνθημα “καταναλώνω άρα υπάρχω” είχε γίνει το μοτίβο της ολοφάνερα παρακμασμένης αλλά ακόμα φαντασιακά θαλερής χρυσής τριακονταετίας του κεϋνσιανικού καπιταλισμού που λαθροβιούσε με τραπεζικά δανεικά, πιστωτικές κάρτες και μια κυβερνητικά ανεκτή και υποδαυλισμένη μικρή και μεσαία φοροδιαφυγή της κοινωνίας των ιδιοκτητών που ακολουθούσε το φαιδρό και αυτοκτονικό παράδειγμα των ολιγαρχών και των μαφιόζων κάθε χώρας, από την Ιταλία έως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο χώρες υπήρξαν κομβικές τη δεκαετία του 1990 για την αόρατη, διαρκή αντεπανάσταση που εγκαινίασε ο Χαβελάνζε.
Στην Ιταλία, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αγόραζε τη Μίλαν, γινόταν ο εμπνευστής του Τσάμπιονς Λιγκ μετά τον περιπετειώδη αποκλεισμό της Νάπολι από τη Ρεάλ Μαδρίτης το 1987, στον πρώτο κιόλας γύρο των τότε νοκ-άουτ αγώνων, και μετέπειτα εκλεγόταν και πρωθυπουργός πάνω και στις δάφνες των αλλεπάλληλων εγχώριων και διεθνών θριάμβων της ροσονέρι πλευράς του Μιλάνου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μουντιάλ του 1994, άνοιγε εκ νέου και πιο επιτυχημένα, την παρθένα αμερικανική αγορά στο σόκερ, μπας και έβγαζε περισσότερη μονέδα η FIFA και από τους Αμερικανούς θεατές και καταναλωτές που ήταν οπαδοί κυρίως και παραδοσιακά του μπάσκετ, του μπέιζμπολ και του αμερικανικού φούτμπολ. Όλα γίνονταν στον βωμό του χρήματος, της δύναμης, της εξουσίας και του καταναλωτικού επηρεασμού δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Οι πρώτοι που το κατάλαβαν καλύτερα από όλους ήταν (ποιοι άλλοι;) οι Άγγλοι.
Η Πρέμιερ Λιγκ είχε τις πρώτες ομάδες με πραγματικά παγκόσμιο κύρος και εμβέλεια, λόγω και του αποικιοκρατικού παρελθόντος της Βρετανίας, τις πλέον λαοφιλείς στην Ευρώπη λόγω της φοβερής δεκαετίας του 1970, όταν σχεδόν κάθε τρόπαιο γινόταν αγγλικό μπροστά στα ενθουσιασμένα μάτια των τηλεθεατών που έβαζαν συνήθως για πρώτη φορά τηλεόραση στο σπίτι τους, και την ευχέρεια τα αγγλικά να είναι η πρώτη και ουσιαστικά παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας, εμπορίου και συναλλαγών, κατανοητή σε όλες τις θάλασσες και τις ηπείρους. Οι Άγγλοι ήταν και οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν την αλλαγή των παγκόσμιων οικονομικών συσχετισμών: η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Άλεξ Φέργκιουσον ξεκίνησε τις τάχα αθώες καλοκαιρινές προετοιμασίες στην Ασία και συγκεκριμένα την Κίνα μόλις έγινε αντιληπτή η δυναμική οικονομική άνοδος και το συνεπαγόμενο εκρηκτικό καταναλωτικό ενδιαφέρον των Κινέζων και για ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Όλα τα άλλα μετά, ήταν ένας κατηφορικός δρόμος σπαρμένος με αγκάθια για τους οπαδούς και χαρτονομίσματα για τους μετόχους των ποδοσφαιρικών εταιρειών.
Η FIFA και η UEFA (ΟΥΕΦΑ) έγιναν άντρα διαφθοράς για τα στελέχη τους, με τον Ζεπ Μπλάτερ και τον Μισέλ Πλατινί να εκπαραθυρώνονται καταξεφτιλισμένοι και λοιδωρούμενοι για τα πολλά δάχτυλα μέσα στο βάζο με το μέλι. Οι ποδοσφαιριστές, η μεγάλη πλειοψηφία που παίζει για βασικούς μισθούς και σχετικά μικρά μεροκάματα, ξεζουμίζονται συνεχώς κυρίως πια για τα φανερά κέρδη από τα τηλεοπτικά συμβόλαια και για τα κρυφά offshore κέρδη από τον νόμιμο και τον παράνομο στοιχηματισμό που συνδέεται με τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων. Τα περισσότερα πρωταθλήματα στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική (του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου) είναι σαπισμένα μέχρι το μεδούλι και εντελώς ανυπόληπτα από κάθε άποψη παρά το “πλούσιο” θέαμα που προσφέρουν. Στη Βραζιλία το 2014, αποκαλύφθηκε ότι την ενδεκάδα της εθνικής ομάδας υπαγόρευαν στον προπονητή-γραμματοκομιστή Φελίπε Σκολάρι, η Nike και δέκα ατζέντηδες που ήθελαν να πουλήσουν ακριβά τους ποδοσφαιριστές-πραμάτεια τους, εξού και η “σελεσάο” έφαγε και μια ξεγυρισμένη επτάρα από τους Γερμανούς στον ημιτελικό. Πριν από τρία χρόνια, η διοίκηση της Ρεάλ Μαδρίτης και η αντίστοιχη της Μπαρτσελόνα, σε μια στιγμή διόλου ξαφνικής σύμπνοιας ανάμεσα στα αφεντικά του ποδοσφαίρου, αποφάσισαν και διέταξαν την ισπανική Liga να προγραμματίσει το “κλάσικο”, καταμεσήμερο Σαββάτου, εργάσιμη ώρα, επειδή τους απασχολούσε η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση στην Κίνα και όχι η προσέλευση των Ισπανών και Καταλανών οπαδών τους στο γήπεδο ή στον καναπέ του σπιτιού τους. Παρά τον ξεσηκωμό των Ισπανών (μέχρι και το ανήκουστο, μια κοινή πορεία διαμαρτυρίας μπλαουγκράνα και μαντριδίστας έγινε στη Βαρκελώνη!) ο προγραμματισμός δεν άλλαξε. Ήταν και είναι πολλά τα λεφτά από την Κίνα, Άρη…
Μέσα σε αυτό το νοσηρό, διεφθαρμένο, ανυπόληπτο και παρακμασμένο κλίμα ανακοινώθηκε η αντεπανάσταση των “12” που είναι σίγουρο ότι θα πλασαριστεί επικοινωνιακά και ως “πλαίσιο εξυγίανσης” μιας ούτως ή άλλως αυτοκαταστροφικής και βαλτωμένης κατάστασης. Οι “12” βαρέθηκαν, κουράστηκαν, απηύδησαν και με την ΟΥΕΦΑ και με τις λίγκες της κάθε χώρας. Το ποδόσφαιρο, το σύγχρονο εταιρικό ποδόσφαιρο, δεν αρέσει πια και είναι λάθος να υπερασπιζόμαστε μια πραγματικότητα που έχει προ πολλού ξεγυμνωθεί ακόμη και στα μάτια των μικρών παιδιών. Οι “12” κάνουν την οικονομική, καταρχάς, αντεπανάσταση τους γιατί ό,τι είχε να τους δώσει το μέχρι σήμερα διαμορφωμένο πλαίσιο είτε στα εγχώρια πρωταθλήματα είτε στις διεθνείς διοργανώσεις, τους το έδωσε. Ήδη έχει ξεκινήσει η ελεύθερη πτώση σε έσοδα και κέρδη στην Ευρώπη εξαιτίας της πασιφανούς οικονομικής αδυναμίας της πλατιάς μάζας των οπαδών και του υπερκορεσμού σε τηλεοπτικό και διαδικτυακό ποδοσφαιρικό θέαμα με περίπου τέσσερα παιχνίδια κάθε μέρα στην Ευρώπη να γίνονται για διάφορες διοργανώσεις σε όλα τα επίπεδα: τραγέλαφος, καταστροφικός πρώτα και κύρια για τους ίδιους τους εργαζόμενους, τους απλούς ποδοσφαιριστές που έχουν καταπονηθεί πέρα από τα ανθρώπινα όρια και ελάχιστοι τολμούν να θίξουν αυτή τη φυσική, σωματική και ψυχολογική, εξόντωση, μεταξύ αυτών και κάπως πρόσφατα, ο προπονητής της Λίβερπουλ, Γιούργκεν Κλοπ.
Οι “12” είναι μακράν οι πιο δημοφιλείς ποδοσφαιρικοί σύλλογοι όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, ενδεχομένως μαζί με τη Μπάγερν Μονάχου, τη Σέλτικ, τη Ρέιντζερς και την Μπόκα Τζούνιορς. Η αποσκίρτηση τους είναι ένα πλήγμα, οικονομικό και κοινωνικό, για την Ευρώπη, την Αγγλία, τις διοργανώσεις που συμμετέχουν. Αλλά είναι και ένα έναυσμα αναστοχασμού και περισυλλογής. Αυτή η αντεπανάσταση που γίνεται για τις τράπεζες, τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, την παγκόσμια ηλεκτρονική αγέλη, τα κέρδη και τα έσοδα από κάθε διαθέσιμη πηγή και αγορά και τα δυναμικά ακροατήρια της Κίνας και της Αραβικής Χερσονήσου, τη μεσαία τάξη που μπήκε σχετικά εσχάτως στο τρελό πανηγύρι της άκρατης κατανάλωσης, μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη από πολλές απόψεις. Κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές.
Η αντεπανάσταση παίρνει απάντηση από μια επανάσταση, όχι από την υπεράσπιση της FIFA και της ΟΥΕΦΑ ή της Πρέμιερ Λιγκ και της Λα Λίγκα, των χρεοκοπημένων γυμνών βασιλισσών της προηγούμενης, καταστροφικής εποχής και περιόδου. Ένα “βιολογικό”, ταξικό ποδόσφαιρο κόντρα στο τραπεζικό, εταιρικό και παγκοσμιοποιημένο: αυτό χρειαζόμαστε, ακόμη και με όρους διεθνοποίησης. Ίσως ήρθε η ώρα ομάδες, όπως η Ράγιο Βαγιεκάνο ή η Ζανκτ Πάουλι και η Αταλάντα (κι αυτή με έναν κάπως “ιδιόμορφο” ιδιοκτήτη) να βρουν την κοινωνική και οπαδική θέση που τους αξίζει. Τότε, το πικρό και τόσο προφητικό μοιρολόι για τη χαμένη αθωότητα του ποδοσφαίρου στα κείμενα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν και του Εδουάρδο Γκαλεάνο να μπορεί να αντιστραφεί με όρους συνειδητοποίησης και σύγκρουσης.
Με άλλα λόγια, οι “12” ας πάνε στο καλό, και ας αναχωρήσουν και για Κίνα και για Ανταρκτική και για τα χρηματοκιβώτια της JP Morgan. Τους κουνάμε το μαντήλι, τους αποχαιρετάμε. Οι οπαδοί-καταναλωτές-πελάτες τους ας επιλέξουν τη μάχη και ας αφήσουν πίσω το παρελθόν για να κοιτάξουν κατάματα και να αντιπαλέψουν γόνιμα το μέλλον. Ακόμη και αλλάζοντας ομάδα, κάτι έως προχθές αδιανόητο για κάθε πραγματικό φίλο του ποδοσφαίρου. Οι “12” έχουν προ πολλού προσκυνήσει και ανέβει στον Όλυμπο του χρήματος. Ας μην τους ακολουθήσουν και οι Ευρωπαίοι οπαδοί τους.