Η χρήση από τον πρόεδρο των ΗΠΑ του όρου “Γενοκτονία” για την Σφαγή των Αρμενίων το 1915 έχει προφανή πολιτική σημασία. Οι ηγέτες πράγματι δεν συντάσσουν την ιστοριογραφία, αλλά την αξιοποιούν κατά το δοκούν – και σε αυτό έχει δίκιο η τουρκική πλευρά. Το δυστυχές για την Τουρκία σε αυτήν την περίπτωση είναι πως η καθυστερημένη αναγνώριση από αμερικανικής πλευράς, παρότι εξυπηρετεί πολιτικούς στόχους της Ουάσιγκτον, είναι και ιστορικά ακριβοδίκαιη. Η Άγκυρα απλώς αρνείται να αναγνωρίσει το παρελθόν της, όπως και να αλλάξει το παρόν της, ως η μία από τις δύο μείζονες κατοχικές και αναθεωρητικές δυνάμεις (μαζί με το κράτος του Ισραήλ) στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Εν προκειμένω, ο Τζο Μπάιντεν σαφώς προέβη στην εν λόγω αναγνώριση, όχι μόνο εξαιτίας της σχέσης του με τα αρμενικά λόμπι αλλά και προκειμένου να στείλει ένα μήνυμα στην Τουρκία του Ερντογάν: η επιλογή της (ή μάλλον του προέδρου της) να μην πειθαρχεί στις ΗΠΑ απολύτως έχει συνέπειες. Οι συνέπειες βέβαια εν προκειμένω και σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων είναι μόνο ηθικού χαρακτήρα. Άλλωστε μια σειρά κρατών, τα οποία κατά τα λοιπά διατηρούν έως και συμμαχικές σχέσεις με την Τουρκία, έχουν προβεί σε αντίστοιχες αναγνωρίσεις.
Η κίνηση του προέδρου Μπάιντεν, παρότι συνάντησε την αντίδραση από όλα τα κόμματα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης πλην HDP, θα αξιοποιηθεί από την αντιπολίτευση προς τον Ερντογάν εν καιρώ, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, προκειμένου να καταδείξουν ότι ο νεο-οθωμανισμός του σε ευρασιατικό πλαίσιο ωθεί την Τουρκία στην απομόνωση, σε αντίθεση με τον νεο-οθωμανισμό σε δυτικό πλαίσιο που η κεμαλική αντιπολίτευση προωθεί.
Μετά την πρόσκαιρη επίπλαστη εθνική ενότητα γύρω από το ζήτημα, οι εσωτερικές αντιθέσεις στην Τουρκία θα συνεχίσουν να δίνουν τον τόνο.
Επιπλέον τα γεγονότα στην Ουκρανία και το γεγονός ότι η Τουρκία εξοπλίζει με όπλα τους Ουκρανούς, ώστε οι τελευταίοι να τα χρησιμοποιούν εναντίον του Ντονμπάς δεν χαροποιούν ιδιαιτέρως τη Ρωσία. Σαφώς, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα κάνει τίποτα για να ανατρέψει τον Ταγίπ Ερντογάν – μάλλον δεν επιθυμεί μια τέτοια ανατροπή μέχρι νεωτέρας. Αλλά με τον τυχοδιωτικό τρόπο που κινείται η Τουρκία, δεν θα κάνει αν χρειαστεί (και πολύ πιθανώς θα χρειαστεί) και ό,τι περνάει από το χέρι του για να τον βοηθήσει να κρατηθεί στην θέση του.
Ο Τούρκος πρόεδρος πληρώνει δύο μεγάλα σφάλματα και αυτά δεν είναι (σε αντίθεση με όσα λέγονται από τους διεθνολογούντες στην πατρίδα μας) το γεγονός ότι κατέστησε πιο πολύπλευρη την εξωτερική πολιτική της πατρίδας του ή ότι αξιοποιεί τις αντιθέσεις ισχυροτέρων δυνάμεων.
Το πρώτο λάθος του είναι ότι έπραξε τα παραπάνω χάριν μιας τυχοδιωκτικής, αναθεωρητικής πολιτικής, θεωρώντας μάλιστα ότι θα έχει αξιόπιστα τις “πλάτες” των ΗΠΑ σε αυτήν. Η επέμβασή του στην Συρία, η μεγάλη πληγή της διεθνούς πολιτικής του, έλαβε χώρα στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των ΗΠΑ και με την καθοδήγησή τους. Στράφηκε προς την Ρωσία όταν είδε αυτές τις “πλάτες” να τον αδειάζουν ή σε κάθε περίπτωση να μην του προσφέρουν εκείνα που ήθελε. Το ίδιο και στην περίπτωση της Ουκρανίας: θεωρεί ότι ανεβάζει τις μετοχές του με το να ενισχύει ένα αγκάθι στα δυτικά πλευρά της Ρωσίας. Ωστόσο αυτό από μόνο του δεν του προσφέρει όλα όσα θα ήθελε από πλευράς των ΗΠΑ.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν θα υπάρξει βελτίωση των διμερών σχέσεων και επί Ερντογάν. Η θέση της Τουρκίας ως αιχμής του δόρατος κατά της Ρωσίας θα εκτιμηθεί δεόντως – εν ευθέτω χρόνω βεβαίως. Επιπλέον η Τουρκία έχει κατορθώσει να διαθέτει προνομιακές σχέσεις με μέρος του πολιτικού Ισλάμ, δηλαδή με ομάδες τζιχαντιστικές, τις οποίες οι ΗΠΑ θα αξιοποιήσουν στην κεντρική Ασία.
Εδώ όμως έρχεται το δεύτερο σφάλμα του Ερντογάν: έχει αναμορφώσει την Τουρκία αλλά δεν είναι ο ίδιος η Τουρκία. Στο βαθμό που θα υπάρξουν ρωγμές στο δικό του σύστημα εξουσίας (και μάλλον θα υπάρξουν, αν δεν υπάρχουν ήδη) οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να κρατήσουν ό,τι έχτισε ο νεο-οθωμανισμός του Ερντογάν αλλά σε αυστηρά δικό τους πλαίσιο.
Δεν είναι φυσικά καθόλου βέβαιο ότι θα το πετύχουν και μάλιστα εύκολα. Ο Ερντογάν είναι ένας σημαντικός ηγέτης και σίγουρα δεν θα πέσει εύκολα – όσο μένει ζωντανός και αρκετά υγιής. Οι δε ΗΠΑ δεν είναι τόσο ισχυρές όσο θέλουν να δείχνουν. Επιπλέον, η Τουρκία του Ερντογάν διαθέτει ακόμα δυνατότητες και συμμαχίες προκειμένου να διαχειριστεί την οικονομική της κρίση, χωρίς να καταρρεύσει. Οι διανομές πατατών στο δρόμο δεν αποτελούν άλλωστε άγνωστο θέαμα, ούτε στην δική μας πατρίδα. Όσο δε για τους νομισματολάγνους-ευρωλάγνους, ναι, η υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος προκαλεί οικονομικό πόνο αλλά και οικονομικά οφέλη, απορρόφησης ενός μεγάλου μέρους των κραδασμών.
Ωστόσο, ο τυχοδιωκτισμός του Ερντογάν και οι εσωτερικές κρίσεις τον φθείρουν και προϊόντος του χρόνου τον αποσταθεροποιούν. Το παιχνίδι της αξιοποίησης αντιθέσεων άλλων δυνάμεων προϋποθέτει πολιτική αρχών, σταθερές, και δεν συγχωρεί εύκολα αρπακτικούς αναθεωρητισμούς.
Εν κατακλείδι: θεμιτή και θετική η δήλωση Μπάιντεν για την γενοκτονία των Αρμενίων. Και πράγματι προδίδει κατά ένα μέρος την διάθεσή του απέναντι στον Ερντογάν. Δε νομίζουμε ωστόσο ότι η όποιας έκτασης αντιπαράθεση Μπάιντεν-Ερντογάν σηματοδοτεί και συνολική ανατροπή σε ό,τι αφορά τις προθέσεις των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε, είναι και οι ΗΠΑ που μας στέλνουν στην καταστροφική πενταμερή του Κυπριακού – για να μην ξεχνιόμαστε ως προς τι πραγματικά διακυβεύεται στην περιοχή μας.