Όλη η ελληνική ιστορία, κατεξοχήν όμως η τελευταία δεκαετία, των Μνημονίων και των Δανειακών, απέδειξε πέραν αμφιβολίας ότι είναι αδύνατον να αγωνιστεί κάποιος για τα κοινωνικά δικαιώματα του ελληνικού λαού, αν δεν αγωνιστεί και για τα θεμιτά και νόμιμα εθνικά του δικαιώματα και τα δικαιώματα του κράτους του. Όπως βέβαια ισχύει και το αντίστροφο, δεν μπορεί κάποιος να λέει ότι ενδιαφέρεται για το “έθνος”, όχι όμως για τον ελληνικό λαό που είναι ο φορέας του, ισοπεδώνοντας κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα.
Το Kυπριακό δεν είναι μόνο το σημαντικότερο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και αυτό που αφορά τα πιο ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού λαού στο σύνολό του. Το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το κυπριακό, το κυπριακό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το ελληνικό. Το Κυπριακό υπήρξε το θέμα που καθόρισε όσο κανένα άλλο την ελληνική πολιτική ιστορία (περιλαμβανομένης της επιβολής και κατάρρευσης της δικτατορίας), υπήρξε η βασική αιτία που πήγαμε σε ψυχρό πόλεμο με την Τουρκία για μισό αιώνα και μπορούμε να πάμε στο μέλλον σε θερμό πόλεμο με την Άγκυρα, πόλεμο που θα καταστρέψει και τις δύο χώρες.
Δεν είναι μόνο ο κ. Δένδιας που εμφανίζεται τελευταία ως νεο-πατριώτης και νεο-εθνικόφρων. Παρόλο που τα “εθνικά” δεν είναι ασφαλώς η σπεσιαλιτέ του Πρωθυπουργού, δεν παρέλειψε και αυτός να τονίσει ότι πάμε στην Πενταμερή της Γενεύης για το Κυπριακό, ώστε να καταργήσουμε τις εγγυήσεις και τα ξένα στρατεύματα στην Κύπρο.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Με τη συμμετοχή της στην Πενταμερή της Γενεύης για το Κυπριακό, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, νομιμοποιεί και μονιμοποιεί και τις εγγυήσεις και την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Και το χειρότερο δεν είναι καν αυτό. Με τη συμμετοχή της στην παράνομη αυτή Διάσκεψη, η Αθήνα θέτει υπό αίρεση, ναι, καλά διαβάσατε, την ίδια τη νομιμότητα της ύπαρξης του κυπριακού κράτους! Ούτε βέβαια, κάνοντάς τα αυτά, δημιουργεί όρους για μια έστω, κάπως άδικη, εις βάρος των Ελληνοκυπρίων, κάπως υποφερτή όμως λύση του Κυπριακού. Δημιουργεί, αντίθετα, προϋποθέσεις μεγάλης αστάθειας και συνθήκες για νέες αιματηρές διαμάχες στο νησί, ενδεχομένως, στην πιο ακραία περίπτωση, αν συντρέξουν και άλλες συνθήκες, και για πόλεμο Ελλάδας και Τουρκίας.
Αν έχετε τώρα τυχόν αμφιβολίες για το πως γίνεται ο πρωθυπουργός της χώρας να δηλώνει κάτι ενώ κάνει το ακριβώς αντίθετο, σας παραπέμπουμε στο τι ακούσατε από τους πολιτικούς σας την τελευταία δεκαετία. Όλα όσα σας είπαν στα πιο σημαντικά ζητήματα ήταν το αντίθετο όσων έκαναν τελικά. Κορυφαία παραδείγματα το “λεφτά υπάρχουν” που σήμαινε “λεφτά δεν υπάρχουν, χρεωκοπήσαμε” και το “δεν θα κουρέψουμε ποτέ τις καταθέσεις στην Κύπρο” που σήμαινε “θα τις κουρέψουμε οπωσδήποτε”.
Πάμε όμως στο προκείμενο. Προειδοποιούμε προκαταβολικά τους αναγνώστες μας να μην κάνουν το λάθος να νομίσουν ότι αυτά είναι νομικές λεπτομέρειες. Οι νομικές “λεπτομέρειες” έχουν τεράστια σημασία στις διεθνείς σχέσεις, που είναι κατ’ εξοχήν ο τομέας που ισχύει το “πρόσεξε που βάζεις την υπογραφή σου”, γιατί είναι οι υπογραφές που νομιμοποιούν και διευκολύνουν μετά την ανάληψη στρατιωτικής δράσης και κάθε είδους διεκδικήσεις. Οι “λάθος υπογραφές” για το Κυπριακό το 1960 δεν οδήγησαν στην ειρήνη στην Κύπρο, αλλά στην έκρηξη της διαμάχης με τους Τουρκοκυπρίους και στην τουρκική εισβολή του 1974. Οι “λάθος υπογραφές” του Γέλτσιν στη συμφωνία διάλυσης της ΕΣΣΔ, το 1991, ακολουθώντας την εσωτερική υποδιαίρεση της ΕΣΣΔ, σε αντίθεση με το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, προκάλεσαν δέκα πολέμους στην πρώην Σοβιετική Ένωση, περιλαμβανομένου του πολέμου στην Ουκρανία που απειλεί τώρα την παγκόσμια ειρήνη.
“Εκλείπει” το κυπριακό κράτος
Εδώ και καιρό, η Τουρκία υποστηρίζει επισήμως την εξωφρενική θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν υφίσταται ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και έχει εκλείψει. Και καλά να υποστηρίζει μια τέτοια θέση η Άγκυρα. Την ίδια θέση την αναγνωρίζουν όμως στην πράξη ο Αναστασιάδης και η ελληνική κυβέρνηση, αφού έχουν συμφωνήσει και αποδεχθεί ο Γ.Γ. να μην προσκαλέσει στη Γενεύη τον Αναστασιάδη ως πρόεδρο της Κύπρου, αλλά ως εκπρόσωπο μιας εθνικής κοινότητας. Και μάλιστα, αν και ξ κοινότητα αυτή συνιστά την συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού πληθυσμού (82%) εκπροσωπείται σε απόλυτη ισοτιμία με τη μειοψηφία του. (Σημειωτέον ότι ούτε καν αυτό δεν συμβαίνει. Ο κ. Τατάρ δεν θα είχε ασφαλώς εκλεγεί αν δεν τον ψήφιζαν οι εκ Τουρκίας έποικοι και αν δεν παρενέβαινε υπέρ αυτού η Τουρκία. Στην Κύπρο υπάρχουν επίσης τρεις ακόμα αναγνωρισμένες κοινότητες, οι Λατίνοι, οι Αρμένιοι και οι Μαρωνίτες. Δεν εκλήθησαν όμως στη Γενεύη, παρά τον “κοινοτικό” χαρακτήρα της κυπριακής εκπροσώπησης, γιατί αυτό δεν διευκόλυνε τον πραγματικό σκοπό της Διάσκεψης, δηλαδή την κατάργηση του κυπριακού κράτους).
Η ελληνική κυβέρνηση και ο Κύπριος Πρόεδρος έχουν επίσης αποδεχθεί να μην εκπροσωπηθεί ούτε η Ε.Ε., μέλη της οποίας είναι η Κυπριακή και η Ελληνική Δημοκρατία, ούτε και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Κατά τρόπο μάλιστα εξευτελιστικό, απηγορεύθη, κατόπιν απαίτησης της Άγκυρας, στην παρατηρήτρια της Ε.Ε. να παρευρεθεί στις εργασίες της διάσκεψης. Θα έχει μόνο το δικαίωμα να μεταβεί στην πόλη της Γενεύης και να συναντηθεί με όποιον θέλει να τη δει. Πάλι καλά που επιτρέπεται δηλαδή σε ευρωπαίους αξιωματούχους να βρίσκονται στο καντόνιο της Γενεύης, όσο συνεχίζεται η Διάσκεψη. Ίσως, αν ξαναγίνει τέτοια πενταμερής, να μην επιτραπεί ούτε και αυτό.
Με άλλα λόγια, ο Αναστασιάδης και η ελληνική κυβέρνηση έχουν αποδεχθεί να επιστρέψει η Κύπρος σε νομικό καθεστώς μη κράτους, αποικίας δηλαδή, όπως ήταν πριν το 1960 και οι πολίτες της να μετατραπούν σε είδος ιθαγενών που διαπραγματεύονται τη νομική μορφή της ύπαρξής τους με τρία άλλα κράτη, των οποίων η Διάσκεψη αναγνωρίζει τον ρόλο επί της Κύπρου, δηλαδή την Βρετανία, την Τουρκία και την Ελλάδα.
Η νομική μορφή δεν σημαίνει και αυτόματη πρακτική υλοποίηση, την επιτρέπει όμως όταν εμφανισθούν οι αναγκαίες πολιτικές συνθήκες. Το 1955 έγινε η πρώτη Διάσκεψη για την Κύπρο με συμμετοχή της Τουρκίας και το 1960 υπεγράφησαν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Οι κάτοικοι της Κύπρου χρειάστηκε να περιμένουν ακόμα 14 χρόνια για να δουν στον ουρανό του νησιού το υλικό αποτέλεσμα των “λάθος διασκέψεων” και των “λάθος υπογραφών” με τη μορφή των Τούρκων αλεξιπτωτιστών και να ακούσουν τις σειρήνες του αντιαεροπορικού συναγερμού και τον ήχο από τις εκρήξεις των βομβών.
Φοβόμαστε ότι, υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες και στην κατάσταση που βρίσκονται το ελληνικό και κυπριακό κράτος, μπορεί να μην χρειαστούν καν 14 χρόνια.
“Πάμε για να καταργήσουμε τις εγγυήσεις”
Πρόκειται για το δεύτερο μεγάλο ψέμα αναφορικά με τη Διάσκεψη της Γενεύης. Οι εγγυήσεις και τα εξ αυτών επεμβατικά δικαιώματα Βρετανίας και Τουρκίας δεν ισχύουν. Η Διάσκεψη της Γενεύης δεν τις καταργεί, τις αναβιώνει! Διότι η μόνη νομική βάση για την πρόσκληση Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας σε αυτή τη Διάσκεψη είναι το καθεστώς εγγυητριών δυνάμεων που απέδωσαν στα τρία κράτη οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου το 1960 και οι συνθήκες που υπεγράφησαν επί τη βάσει αυτών.
Οι συμφωνίες και οι συνθήκες όντως αναγνωρίζουν στη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία το καθεστώς εγγυητριών δυνάμεων με δικαίωμα επέμβασης στην Κύπρο. Αυτές επικαλέστηκε η Άγκυρα για να πραγματοποιήσει την εισβολή το 1974. Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια γιατί οι συμφωνίες και οι συνθήκες αυτές είναι πλήρως ανυπόστατες, στην ολότητά τους, με εξαίρεση τα δικαιώματα που δημιουργούν για την Κυπριακή Δημοκρατία. Προς το παρόν περιοριζόμαστε να επισημάνουμε ότι, μετά το 1964, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δηλώσει επισήμως στον ΟΗΕ (έγγραφο Γενικού Εισαγγελέα Τορναρίτη) ότι δεν ισχύουν οι εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα των “εγγυητριών δυνάμεων”. Ανάλογες δηλώσεις έκανε τότε στον τύπο και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου.
Η μόνιμη θέση Ελλάδας και Κύπρου όλες αυτές τις δεκαετίες μετά το 1964, πολύ περισσότερο μετά το 1974, το ίδιο το θεμέλιο της πολιτικής τους στο Κυπριακό ήταν ότι αυτά τα πράγματα δεν ισχύουν και είναι αδιανόητα. Είναι άλλωστε ηλίου φαεινότερο ότι είναι εντελώς ασύμβατες τέτοιες ρυθμίσεις με την Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην Ε.Ε. και με τις συνθήκες που προσδιορίζουν τη σύσταση και λειτουργία της Ε.Ε.
Αποδεχόμενη τη σύγκληση της Πενταμερούς και συμμετέχοντας σε αυτή, η ελληνική κυβέρνηση, όπως και ο Πρόεδρος της Κύπρου, κάνουν κάτι αδιανόητο επί μισό και πλέον αιώνα για οποιονδήποτε Έλληνα και Κύπριο πολιτικό, αδιανόητο επίσης για οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: νομιμοποιούν δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων και των εξ αυτών επεμβατικών δικαιωμάτων δήθεν για να τα καταργήσουν. (Επικαλούμενη αυτά τα δικαιώματα η Τουρκία επενέβη στην Κύπρο, συνέχισε την προέλασή της και όταν ακόμα είχε αποκατασταθεί η συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν διέτρεχαν κίνδυνο οι Τουρκοκύπριοι, πραγματοποίησε εθνοκάθαρση εκατοντάδων χιλιάδων Ελληνοκυπρίων και παραμένει εκεί πάντα ως κατοχική δύναμη).
Ακόμα και έτσι όμως πόσες είναι οι πιθανότητες να καταργηθούν όντως αυτές οι εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα στη Γενεύη; Αν κρίνουμε από την πολιτική και τις δηλώσεις του Ερντογάν και της Τουρκίας, που, ό,τι κι αν της προσάψει κανείς, είναι σοβαρό κράτος, η πιθανότητα να δεχτεί η Άγκυρα τη κατάργηση των εγγυήσεων είναι όση περίπου και να πέσει μετεωρίτης στο Μέγαρο Μαξίμου ή να αγοράσουμε εμβόλια Σπούτνικ. Μακάρι να διαψευστούμε.
Νομιμοποιούν τα τουρκικά στρατεύματα για να τα διώξουν
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει ζητήσει με ψήφισμά του την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο το ταχύτερο δυνατό χωρίς να εξαρτά την αποχώρηση αυτή από την επίλυση της διενέξεως Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Αυτό το ψήφισμα είναι το σημαντικότερο διεθνές νομικό όπλο της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, έστω και αν απέφυγαν να ζητήσουν την υλοποίησή του και να το χρησιμοποιήσουν κατά την έγκριση των διαφόρων φάσεων των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Η καγκελάριος Μέρκελ, πριν ανέβει στην εξουσία, ανέφερε την παρουσία τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων στην Κύπρο ως λόγο μη ένταξης της Τουρκίας, σε επιστολή της προς τα συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης. (Ούτε η ΝΔ, ούτε ο ΔΗΣΥ ανταποκρίθηκαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σε αυτή την επιστολή).
Το 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία ενετάχθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και μικρό παιδί αντιλαμβάνεται ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδιανόητη η παραμονή τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων στην επικράτεια της ΄Ενωσης. Μικρό παιδί, όχι όμως οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου.
Το 2005, ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας Ντομινίκ ντε Βιλπέν χαρακτήρισε αδιανόητη την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, αν δεν αναγνωρίσει προηγουμένως την Κυπριακή Δημοκρατία. Το Παρίσι, μετά από ένα μήνα διαβουλεύσεων, εγκατέλειψε την θέση αυτή, δηλώνοντας ότι δεν βρήκε απήχηση σε καμία άλλη πρωτεύουσα της Ε.Ε.
Όχι μόνο αυτό που ήταν αδιανόητο για τη Γαλλία, έγινε απολύτως “διανοητό” για την Αθήνα και τη Λευκωσία, αλλά πάμε τώρα σε μια διάσκεψη με την οποία αποαναγνωρίζουμε μόνοι μας την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία. Το καταπληκτικό μάλιστα είναι ότι Αθήνα και Λευκωσία, αν και ανασταίνουν τα πιο αρνητικά και επικίνδυνα σημεία τον βρυκόλακα των συμφωνιών του 1960, αποφεύγουν να το πράξουν τουλάχιστο ως προς ένα κύριο σημείο του, την ύπαρξη της υπό εγγύηση Κυπριακής Δημοκρατίας!
Ένα από τα κύρια αποτελέσματα της Πενταμερούς, είναι η εξουδετέρωση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για τα ξένα στρατεύματα και η επανασύνδεση αυτού του ζητήματος με τη λύση του Κυπριακού.
Τι εννοούν Αθήνα και Λευκωσία όταν μιλάνε για αποχώρηση
Σαν να μην έφτανε το ότι αναγνωρίζουν από το παράθυρο την μαζική τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, συνδέοντάς την ξανά με την επίλυση του Κυπριακού, από την οποία την είχε αποσυνδέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, Αθήνα και Λευκωσία κάνουν και κάτι άλλο. Διαπραγματεύονται τη σταδιακή και όχι πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων μετά την εφαρμογή της λύσης.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα αυτοδιαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και οι ένοπλες δυνάμεις της, προτού φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα. Αν μάλιστα αλλάξουν γνώμη, με κάποιο πρόσχημα που δεν θα είναι δύσκολο να βρεθεί, δεν προβλέπεται, σε αυτά που διαπραγματεύονται Αθήνα και η Λευκωσία, κανένας μηχανισμός επίβλεψης της εφαρμογής και επιβολής της συμφωνίας, η τήρηση της οποίας επαφίεται στην… προσήλωση της Άγκυρας στις συμφωνίες και το διεθνές δίκαιο. Αν κάποιος πιστεύει ότι θα φύγουν από την Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα απλώς και μόνο επειδή θα το προβλέπει μια διεθνής συμφωνία, ας δοκιμάσει να διώξει τους Τούρκους από το Ιράκ και τη Συρία, όπου δεν βρίσκονται με κάποια συμφωνία.
Βρετανικές Βάσεις
Οι “κυρίαρχες” βρετανικές βάσεις στην Κύπρο έχουν τεράστια, παγκόσμια σημασία, για την υποστήριξη όλων των αγγλοαμερικανικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή και για την παρακολούθηση, λόγω των ειδικών συνθηκών στο γεωγραφικό σημείο της Κύπρου, μιας τεράστιας περιοχής, ιδίως των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών της Κεντρικής Ασίας. Αν η Λευκωσία επιλέξει να τις διατηρήσει, συνιστούν τεράστιο διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, για να πάρει ανταλλάγματα. Αν επιλέξει να τις καταργήσει, συνιστούν τεράστιο διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στους αντιπάλους τους.
Λόγω της σημασίας τους αυτής καθιστούν την Κύπρο και στόχο πρώτης τάξεως εκθέτοντας τον πληθυσμό του νησιού ακόμα και στον κίνδυνο του πλήρους αφανισμού, σε περίπτωση περιορισμένης, τακτικής πυρηνικής σύγκρουσης, όπως αίφνης αυτή που προβλέπουν τα διαρρεύσαντα σχέδια των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε περίπτωση πολέμου κατά του Ιράν. Καταλαμβάνουν μια πολύ μεγάλη έκταση του κυπριακού εδάφους και δημιουργούν πολύ μεγάλα προβλήματα στο περιβάλλον.
Αποδεχόμενες με την Πενταμερή τη νεκρανάσταση των συμφωνιών του ’60, Αθήνα και Λευκωσία αναγνωρίζουν από το παράθυρο πάλι την νομιμότητα της παρουσίας των βρετανικών βάσεων, με την Κύπρο να εκτίθεται σε όλους τους κινδύνους και να χάνει οποιαδήποτε οφέλη από μια διαπραγμάτευση παραμονής, αν την επέλεγε.
Αυτός είναι επίσης ένας βασικός λόγος που συνέρχεται αυτή η Πενταμερής, αναμφισβήτητα έργο του βρετανού αποικιακού “Μένγκελε”, που κρύβεται κάτω και από την πιο μικρή πέτρα στο νησί της Αφροδίτης.
Ισχύουν οι Συνθήκες Εγκαθίδρυσης, Εγγυήσεων και Συμμαχίας;
Η απάντηση είναι όχι, και για τις συμφωνίες και για τις συνθήκες που υπεγράφησαν επί τη βάσει αυτών, με την εξαίρεση της πρόβλεψης για ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων που αποδίδουν στην Κύπρο αυτές οι συμφωνίες.
Οι λόγοι που δεν ισχύουν είναι οι εξής:
- Δεν ενεκρίθησαν ποτέ από τον λαό της πρώην αποικίας ή από τους δημοκρατικά εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Οι αντιπρόσωποι του κυπριακού λαού που ήταν παρόντες στο Λονδίνο, δηλαδή οι εκπρόσωποι της ΕΟΚΑ Βάσος Λυσσαρίδης και Τάσσος Παπαδόπουλος και οι δήμαρχοι των κυπριακών πόλεων που εκπροσωπούσαν επίσης το ΑΚΕΛ, το άλλο μεγάλο κόμμα της Κύπρου, διαφώνησαν με τις συμφωνίες, που ουδέποτε υπεβλήθησαν, ως όφειλαν, στη δημοκρατική ετυμηγορία του ίδιου του κυπριακού λαού. Οι μόνες δημοκρατικές συντακτικές πράξεις στην ιστορία της Κύπρου ήταν το δημοψήφισμα του 1950, υπέρ της Ένωσης και το δημοψήφισμα του 2004, με το οποίο απερρίφθη το σχέδιο Ανάν.
- Ο Μακάριος υπέγραψε αυτές τις συμφωνίες υπό το κράτος σκαιών απειλών και εκβιασμών που εδέχθη από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, όργανο των οποίων ήταν η τότε ελληνική κυβέρνηση. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, κεντρικό πρόσωπο του ελληνικού κατεστημένου, κύριος εγγυητής της εξάρτησης της χώρας από τους Αγγλοαμερικανούς σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, αργότερα Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, μιλώντας στους Κυπρίους αντιπροσώπους στο Λονδίνο τους είπε ότι αν δεν συμφωνήσουν και δεν υπογράψουν το αίμα θα ρεύσει άφθονο “εφ’ υμών και επί των τέκνων σας”, χωρίς η Αθήνα να κάνει τίποτα.
Αυτό ακριβώς και συνέβη. Όχι γιατί δεν υπέγραψαν οι Κύπριοι, αλλά γιατί υπέγραψαν – ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δηλαδή, γιατί οι άλλοι διαφώνησαν.
- Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, με αποφάσεις του, έχει χαρακτηρίσει άκυρες και ανυπόστατες τέτοιου είδους απαράδεκτες συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ αποικιακών δυνάμεων και αποικιών, με εκβιασμούς και απειλές.
- Κορυφαίοι Βρετανοί συνταγματολόγοι όπως ο Professor S.A. de Smith έχουν χαρακτηρίσει ως το χειρότερο του κόσμου, εντελώς απαράδεκτο και προορισμένο να δημιουργήσει συγκρούσεις το σύνταγμα που επέβαλαν αυτές οι συμφωνίες στον Κύπρο.
- Ο Βρετανός ιστορικός William Mallinson, που ερεύνησε τα αρχεία του Foreign Office, έφερε στο φως τις εκθέσεις της νομικής υπηρεσίας του ίδιου του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών που αμφισβητούν τη νομιμότητα των συμφωνιών.
- Η κατάχρηση των επεμβατικών δικαιωμάτων από την Τουρκία το καλοκαίρι του 1974, αλλά και η παράβαση των συμφωνιών με την ανακήρυξη της “ΤΔΒΚ” και με τη μη αναγνώριση της Κύπρου.
- Η προσχώρηση στην Ε.Ε. που προφανώς συμπαρασύρει τις συμφωνίες του 1960, αδιανόητες για κράτος-μέλος της Ε.Ε.
Να σημειώσουμε τέλος ότι τόσο οι συμφωνίες του 1960, όσο και η Πενταμερής που τώρα συγκαλείται, παραβιάζουν τη Συνθήκη της Λωζάννης, για την οποία λέμε τόσο ότι κοπτόμεθα, με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε από οποιαδήποτε αξίωση επί της Κύπρου.
Ισχύουν οι συμφωνίες του 1960 μόνο ως προς τα δικαιώματα που δημιουργούν για τη Λευκωσία, γιατί ελευθέρως υπεγράφη από τα τρία κράτη που την υπέγραψαν και όχι κατόπιν καταναγκασμού.
Η ίδρυση του κυπριακού κράτους δεν θεμελιώνεται, ούτε πολιτικά, ούτε νομικά επί των συμφωνιών του 1960.
Είναι το πολιτικό αποτέλεσμα μιας σπουδαίας, με παγκόσμια απήχηση αντιαποικιακής επανάστασης. Το κυπριακό κράτος συνιστά υλοποίηση της θεμελιώδους αρχής της Αυτοδιάθεσης των Εθνών, νομικά αναγνωρισμένη με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ και εν συνεχεία με τα ψηφίσματα του Οργανισμού σχετικά με την τουρκική εισβολή και κατοπινότερα, αλλά και με την Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για όλους αυτούς τους λόγους η συμφωνία στη σύγκλιση και η συμμετοχή στην διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων, που είναι στην πραγματικότητα η Πενταμερής, συνιστά πραξικόπημα με σκοπό την κατάλυση του κυπριακού κράτους, για λογαριασμό της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.