«Η πανδημία, σε συνδυασμό με την αστάθεια που επέφερε το στρατιωτικό πραξικόπημα του Φεβρουαρίου ενδέχεται να βυθίσει σχεδόν το μισό του πληθυσμού της Μιανμάρ στη φτώχεια, αναστρέφοντας την οικονομική πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία 16 χρόνια» αναφέρει ο οργανισμός Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Development Programme – UNDP).
«Η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση, αναμφίβολα, θα επιδεινώσει τον κοινωνικοοικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας, μειώνοντας τα εισοδήματα και οδηγώντας σε δυσανάλογη αύξηση της αστικής φτώχειας», υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, το UNDP σε έκθεση που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή. «Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι η δραστηριότητα στις αστικές περιοχές, όπου εργάζονται τα άτομα που κινούνται στο όριο της φτώχειας είναι σχεδόν μηδενική λόγω της πανδημίας, ενώ οι συγκεκριμένες περιοχές αποτελούν ταυτόχρονα το επίκεντρο της πιο ακραίας καταστολής» επισημαίνεται στην έκθεση. Ως εκ τούτου, η πολιτική κρίση είναι πιθανό να επηρεάσει έντονα τις μικρές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα την απώλεια μισθών και τη μείωση της πρόσβασης σε τρόφιμα, βασικές υπηρεσίες και κοινωνική προστασία.
Ο οργανισμός τονίζει ότι, έως το 2022, το 48,2% του πληθυσμού της Μιανμάρ, που αντιστοιχεί σε περίπου 26 εκατομμύρια άτομα, ενδέχεται να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 2017 το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν σε 24,8%. Σημειώνεται ότι πάνω από το 83% των νοικοκυριών έχουν αναφέρει μείωση εισοδήματος από τις αρχές του 2020, σύμφωνα με το UNDP.
Ειδικότερα, ο οργανισμός αναφέρει πως «η συνδυασμένη επίδραση αυτών των δύο κρίσεων, εάν δεν ελεγχθεί, θα μπορούσε να ωθήσει έως και 12 εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια. Αυτό ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα τη διαβίωση 25 εκατομμυρίων ανθρώπων (σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της Μιανμάρ) κάτω από το εθνικό όριο φτώχειας έως τις αρχές του 2022, ένα επίπεδο φτώχειας που δεν έχει παρατηρηθεί στη χώρα από το 2005. Χωρίς γρήγορες διορθωτικές ενέργειες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και προστατευτικό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα επίπεδο, θα είναι αδύνατο για την Μιανμάρ να επιτύχει τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης έως το 2030».
«Καθώς εκτυλίσσεται μια τρομερή και περίπλοκη κατάσταση, όχι μόνο από ανθρωπιστικής άποψης αλλά και ως μια βαθιά κρίση στην ανάπτυξη, τον εκδημοκρατισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και οι συνθήκες επιδεινώνονται, η διεθνής υποστήριξη θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση της ευημερίας του πληθυσμού της Μιανμάρ» καταλήγει ο UNDP.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως αναφέρει το Al Jazeera, η υπηρεσία τροφίμων του ΟΗΕ ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα και τα καύσιμα στη Μιανμάρ κινδυνεύει να υπονομεύσει τη δυνατότητα πρόσβασης των φτωχών οικογενειών σε τροφή.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) δήλωσε ότι οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται, με την τιμή του φοινικέλαιου να έχει αυξηθεί κατά 20% σε ορισμένες περιοχές γύρω από την κύρια πόλη Yangon από τις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ οι τιμές του ρυζιού αυξήθηκαν κατά 4% στις περιοχές Yangon και Mandalay από τα τέλη Φεβρουαρίου .
Ο στρατός της Μιανμάρ (Tatmadaw), ελέγχει μεγάλα τμήματα της οικονομίας της χώρας, επιδεικνὐοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σύστημα κινητών τηλεφώνων της χώρας, τον τουρισμό, τον τομέα τροφίμων και ποτών και την προσοδοφόρα βιομηχανία εξόρυξης πολύτιμων λίθων. Ξένοι επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των παγκόσμιων εμπορικών σημάτων ένδυσης που έχουν χρησιμοποιήσει τη Μιανμάρ ως πηγή φθηνής εργασίας, επανεξετάζουν επίσης τη συμμετοχή τους στη χώρα, με ορατή την πιθανότητα να ασκήσουν περαιτέρω πίεση στην οικονομία και τους εργαζομένους της.