Με επιστολή τους προς την Γενική Εισαγγελέα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) της Χάγης, Φατού Μπενσούντα, μια ομάδα Ισραηλινών επιστημόνων και διανοουμένων προτείνει στο δικαστήριο να μην αποδεχθεί τα συμπεράσματα του Ισραήλ και να δεχθεί τη βοήθεια ισραηλινών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία για φερόμενα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από Ισραηλινούς.
Την επιστολή συνυπογράφουν 185 Ισραηλινοί, συμπεριλαμβανομένων 10 βραβευθέντων Ισραηλινων, 35 καθηγητών, ανώτερων αξιωματούχων του στρατού, συγγραφέων, διανοουμένων, ακτιβιστών/-τριών, και ερευνητών/-τριών. Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Haaretz, στην επιστολή επισημαίνεται ο σεβασμός προς την πρακτική του ΔΠΔ να προσεγγίζει χώρες που ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας για να καθοριστεί εάν σκοπεύουν να ξεκινήσουν τη δική τους έρευνα για εγκλήματα πολέμου των ων υπηκόων τους, ωστόσο εκφράζεται η έντονη υποψία ότι το Ισραήλ δεν προτίθεται να διενεργήσει ολοκληρωμένη έρευνα.
«Εμείς γράφουμε στο ΔΠΔ μετά από το αίτημά σας προς την ισραηλινή κυβέρνηση να διευκρινιστεί εάν σκοπεύει να διερευνήσει καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου που φέρεται να διαπράχθηκαν γενικά, και ειδικότερα από το 2015, στα κατεχόμενα εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Γάζας και της ανατολικής Ιερουσαλήμ. Κατανοούμε ότι ένα αντίστοιχο αίτημα απαιτείται σύμφωνα με τις διαδικασίες σας σε τέτοιες περιπτώσεις και σεβόμαστε τη μέθοδο λειτουργίας σας».
Ωστόσο, η συνεχίζει: «Θέλουμε να διατυπώσουμε σε αυτό το πρώιμο στάδιο τη βαθιά υποψία μας, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, ότι το κράτος του Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών και νομικών του θεσμών, δεν προτίθεται να διερευνήσει σοβαρά καταγγελίες για εγκλήματα πολέμου. Η υποψία μας βασίζεται στον πολύ μεγάλο αριθμό τεκμηριωμένων υποθέσεων που κατά τα φαινόμενα περιλαμβάνουν εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από το Ισραήλ στα Κατεχόμενα Εδάφη, αποτελώντας κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις δεν έχουν διερευνηθεί καθόλου, ενώ μερικές που έχουν ολοκληρωθεί έχουν μπει στο αρχείο μετά από επιφανειακή και ανεπαρκή έρευνα». Οι συγγραφείς στη συνέχεια απαριθμούν περιστατικά που ισχυρίζονται ότι αποτελούν εγκλήματα πολέμου.
Το Ισραήλ ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο της Χάγης δεν έχει δικαιοδοσία να διερευνήσει τη συμπεριφορά του στα εδάφη, καθώς δεν υπάγεται σε αυτό. «Το Ισραήλ απορρίπτει σθεναρά τον ισχυρισμό ότι διαπράττει εγκλήματα πολέμου και τονίζει τη σαφή στάση του ότι το ΔΠΔ δεν έχει δικαιοδοσία να ανοίξει έρευνα εναντίον του», δήλωσε το Γραφείο του Πρωθυπουργού τον περασμένο μήνα. «Αυτή η στάση έχει καταστεί σαφής στο ΔΠΔ μέσω άλλων χωρών και παγκοσμίου φήμης ειδικών».
Ωστόσο, ανώτεροι αξιωματούχοι του ισραηλινού δικαστικού συστήματος έχουν παρουσιάσει τη θέση του Ισραήλ στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης μέσω διαμεσολαβητών, παρά την άρνηση του Ισραήλ να συνεργαστεί με την έρευνα του δικαστηρίου για τα φερόμενα εγκλήματα πολέμου στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Το Ισραήλ έχει ισχυριστεί ότι ο ισραηλινός στρατός ερευνά κάθε περιστατικό για το οποίο υπάρχει εύλογη υποψία ότι παραβιάστηκαν οι διαδικασίες και πως, όταν είναι απαραίτητο, θέτει σε δίκη τους υπεύθυνους.
Η επιστολή συνεχίζει: «Κατά την εκτίμησή μας, οι πολλές πράξεις με διακριτικό πρόσημο, οι αυστηροί περιορισμοί στην ελευθερία κυκλοφορίας, η ιδιοκτησία παλαιστινιακών εδαφών με σκοπό την ισραηλινή διευθέτηση, οι αυθαίρετες συλλογικές τιμωρίες (όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας και οι αποκλεισμοί), οι αδικαιολόγητες συλλήψεις και η απόλυτη αποτυχία των στρατιωτικών δικαστηρίων να παρέχουν ακόμη μια επίφαση δικαιοσύνης, όλα αυτά και πολλά άλλα είναι χρήζουν διερεύνησης από το Δικαστήριο σας».
«Δυστυχώς, παρά την εικόνα του Ισραήλ ως κράτους που διατηρεί ένα κατάλληλο και επαγγελματικό νομικό σύστημα, η πραγματικότητα σκιαγραφεί μια διαφορετική εικόνα – σκληρή, ρατσιστική και εξωφρενική. Ο νόμος που επιβάλλεται στα Κατεχόμενα Εδάφη και ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται από τις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας επιτρέπουν αποτελεσματικά τις συνεχιζόμενες πράξεις ηθικής αδικίας και εκ πρώτης όψεως εγκλήματα πολέμου» καταλήγει η επιστολή.