Δέσμιοι της “κουλτούρας της φτώχειας”, η οποία έχει επιβληθεί στη χώρα μας (τουλάχιστον) την τελευταία δεκαετία των μνημονίων, βρίσκονται περισσότεροι από 500.000 εργαζόμενοι που δουλεύουν με πλήρη ή μερική απασχόληση και μισθοδοτούνται με βάση τον κατώτατο μισθό.
Σύμφωνα με μελέτη των επιστημονικών συνεργατών της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ), η αναγκαία αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει το 34% των εργαζομένων στην Ελλάδα, ενώ στο Βέλγιο μόλις το 3%.
Και αυτό γιατί η Ελλάδα κατέχει το αρνητικό ρεκόρ της συμπίεσης του μεγαλύτερου μέρους του εργατικού δυναμικού στις κατώτατες αποδοχές σε σχέση με όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Παράλληλα, το ποσοστό κάλυψης του εργατικού δυναμικού από συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα ειναι το όγδοο χειρότερο μεταξύ των κρατών-μελών, καθώς δεν ξεπερνά το 35%.
Τα παραπάνω, καταδεικνύουν την “κουλτούρα” της υποαμειβόμενης εργασίας και της φτώχειας που εδραιώθηκε στην Ελλάδα των μνημονίων, πάντα υπό το πρόσχημα της προσέλκυσης επενδύσεων με στόχο την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται και σήμερα, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις αντεργατικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση.
Ο άδειος κοινωνικός κουμπαράς
Σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασιας της ΓΣΕΕ, ο κατώτατος μισθός στην χώρα μας βρίσκεται κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας που έχει τεθεί διεθνώς, δεδομένου ότι υπολείπεται του 50% του διάμεσου μισθού.
Το ημερολόγιο των κατώτατων αποδοχών έχει κολλήσει στο 2019 και την ίδια ώρα η κυβέρνηση προωθεί ρυθμίσεις για περισσότερη “ευελιξία στην εργασία”, παράκαμψη του οκταώρου και απλήρωτη εργασία.
Ακόμη και αν ο εργοδότης σεβαστεί την (ας την πούμε) συμφωνία με τον εργαζόμενο για παροχή χρόνου ανάπαυσης ως αντιστάθμισμα στα ημερήσια 10ωρα εργασίας που θα παρέχει, τότε οι ήδη συμπιεσμένες αποδοχές δεν θα αυξάνονται, αφού η επιχείρηση θα επιβαρύνεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με…χρονοχρέωση, αντί για την καταβολή μισθού ή υπερωρίας.
Έτσι, επιβεβαιώνεται το δόγμα της μεταπανδημικής εποχής για την… ανάπτυξη: Λίγοι, θα δουλεύουν περισσότερο, με λιγότερα.
Από τις εκτιμήσεις των συνδικάτων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι προκειμένου οι αμειβόμενοι να ξεφύγουν από το ναρκοπέδιο της φτώχειας, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί κατά 159 ευρώ, φθάνοντας τα 809 ευρώ από 650 ευρώ που είναι σήμερα.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, ώστε η όποια αύξηση να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα.
Η αγοραστική δύναμη των κατώτατων αποδοχών στην Ελλάδα, είναι η 5η χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και παρουσιάζει απώλεια της τάξεως του 10% όταν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη παρατηρείται σημαντική αύξηση.
Παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης είναι οριζόντιες για όλα τα κράτη- μέλη της Ε.Ε., στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός παραμένει “παγωμένος” στο ύψος του 2019, ενώ:
- 17 κράτη- μελη έχουν προχωρήσει στην αύξηση των κατώτατων αποδοχών από την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους,
- 14 εξ αυτών είχαν αυξήσει τον κατώτατο μισθό και το 2020,
- ενώ 3 διατήρησαν τις κατώτατες αποδοχές σταθερές στο ύψος του 2020.