Τέσσερις μήνες μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου στη Μιανμάρ και τη βίαιη ανάληψη της εξουσίας από τις στρατιωτικές δυνάμεις, περίπου 12.000 πρόσφυγες από τη Μιανμάρ έχουν καταφύγει αυτό το διάστημα στα γειτονικά έθνη, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), με 7.000 να έχουν στραφεί προς τα ανατολικά (Ταϊλάνδη) και 4.000 έως 6.000 να καταφεύγουν στα δυτικά (Ινδία), αυξάνοντας τον αριθμό των εκτοπισμένων μετά το πραξικόπημα σε περίπου 61.000 σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΗΕ.
Ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα ήταν ήδη σημαντικός. Πριν από το πραξικόπημα, υπήρχαν ήδη 980.000 πρόσφυγες από τη Μιανμάρ και αιτούντες άσυλο στο γειτονικό Μπαγκλαντές, την Ινδία και την Ταϊλάνδη. Σημειώνεται ότι η Ταϊλάνδη μοιράζεται σύνορα άνω των 2.400 χλμ με τη Μιανμάρ και έχει φιλοξενήσει σχεδόν 92.000 πρόσφυγες σε εννέα στρατόπεδα για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.
«Η κατάσταση στη Μιανμάρ παραμένει ασταθής και έχουμε δει αυξημένους εκτοπισμούς τόσο στη Μιανμάρ όσο και σε γειτονικές χώρες», δήλωσε η Catherine Stubberfield, εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας της UNHCR για την Ασία και τον Ειρηνικό. Σε συνέντευξή της που αναπαρήγαγε το teleSUR, εξήγησε, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κράτη ακόμη κι αν δεν έχουν υπογράψει τη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες του 1951, εμπίπτουν στο διεθνές δίκαιο για την παροχή ασφάλειας σε εκείνους που διαφεύγουν από τις συγκρούσεις. «Κανείς δεν πρέπει να στέλνεται πίσω σε μια χώρα όπου ενδέχεται να κινδυνεύει η ζωή ή οι ελευθερίες του», είπε.
«Κανείς δεν επιλέγει να γίνει πρόσφυγας. Όταν κινδυνεύουν οι ζωές και οι ελευθερίες των ανθρώπων, φεύγουν για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Είναι επομένως ζωτικής σημασίας να μπορεί κανείς να ζητήσει άσυλο και να λάβει προστασία και βοήθεια ενώ εκτοπίζεται» υπογραμμίζει η C. Stubberfield και συμπληρώνει πως «οι γείτονες της Μιανμάρ έχουν μακρά ιστορία παροχής ασύλου στους πρόσφυγες και η Ύπατη Αρμοστεία είναι έτοιμη να υποστηρίξει όλες τις χώρες της ευρύτερης περιοχής για να διασφαλίσει ότι οι πρόσφυγες έχουν την προστασία που χρειάζονται».
Σχετικά με την υποχρέωση των χωρών να παράσχουν ή όχι βοήθεια και άσυλο σε πρόσφυγες, διευκρίνισε ότι «όλες οι χώρες έχουν την υποχρέωση να μην απομακρύνουν κανένα άτομο που κινδυνεύει από δίωξη ή άλλη σοβαρή βλάβη εάν επιστραφεί στη χώρα καταγωγής του. Όποιος διασχίζει τα σύνορα και ζητά άσυλο σε άλλη χώρα πρέπει να μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτό. Όσα άτομα δραπετεύουν επειδή η ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο, πρέπει να προστατεύονται κατάλληλα και να μην επιστρέφουν στις περιοχές όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους. Αυτή είναι η αρχή της μη επαναπροώθησης. Σύμφωνα με το εθιμικό διεθνές δίκαιο, η αρχή αυτή είναι δεσμευτική για όλα τα κράτη, είτε συμμετέχουν είτε όχι στη Σύμβαση του 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων ή άλλων σχετικών διεθνών ή περιφερειακών συνθηκών σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα». Σημείωσε ότι «η πρωταρχική ευθύνη για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα, βαρύνει τα κράτη, αν και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες μπορεί να διεξάγει διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα σύμφωνα με την εντολή της, και το πράττει εξ ονόματος ή από κοινού με τις αρχές ορισμένων χωρών».
Αναφορικά με την παροχή φροντίδας στους πρόσφυγες ταυτόχρονα με την τήρηση των υγειονομικών μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, τόνισε ότι «σε όλο τον κόσμο, έχουμε διαπιστώσει ότι είναι δυνατό και οι δύο να διασφαλίσουμε την πρόσβαση στο άσυλο, προστατεύοντας παράλληλα τη δημόσια υγεία. Τα κράτη μπορούν, για παράδειγμα, να επιβάλουν μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας στα σύνορα, όπως υγειονομικούς ελέγχους και καραντίνα προκειμένου να διαχειριστούν τους ενδεχόμενους κινδύνους και παράλληλα να σέβονται την θεμελιώδη αρχή ότι κανείς δεν πρέπει να επιστρέψει σε μέρος όπου η ασφάλεια ή η ελευθερία του μπορεί να διατρέχει κίνδυνο. Όταν εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα ή κλείσιμο συνόρων που σχετίζονται με τον κορονοϊό, αυτό δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση του δικαιώματος των προσφύγων να ζητήσουν άσυλο ή την επαναπροώθησή τους».