Το συνεχιζόμενο ανθρωπιστικό δράμα με τους εγκλωβισμένους στον θύλακα της Θέουτα ασυνόδευτους ανηλίκους κι η πλατύτερη διαμάχη για την απάνθρωπη πρακτική της “εν θερμώ επαναπροώθησής τους” στο Μαρόκο από τις ισπανικές δυνάμεις της τάξης, αλλά και ο εθνικιστικός παροξυσμός που αναζωπυρώθηκε, δημιουργούν πιεστικά δεδομένα για την κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλιστών (PSOE)/Unidas Podemos.
Μπορεί το Μαρόκο να έκανε τελικά πίσω, έπειτα και από την παρέμβαση των Βρυξελλών, που απείλησε εμμέσως με παύση της σχετικής βοήθειας (που έχει ξεπεράσει τα 10 δισεκ. ευρώ από το 2007, και να επισφραγίσθηκε μία σχετική ανακωχή στην διαφαινόμενη νέα ανθρωπιστική κρίση, με τους περίπου 8 χιλιάδες Μαροκινούς πρόσφυγες να κολυμπούν με κίνδυνο της ζωής τους για να φθάσουν στον ισπανικό θύλακα της Θέουτα, όμως τα τραγικά γεγονότα υπενθύμισαν ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα υπάρχει.
Και μάλιστα θα συνεχίζει επί μακρόν να υπάρχει, δεδομένου ότι οι προτεινόμενες λύσεις είναι ατελέσφορες, η στάση της σοσιαλιστικής πτέρυγας στην κυβέρνηση είναι αμφίσημη και δόλιχη ως προς αυτό, με αποτέλεσμα να επιτείνουν τον ανθρωπιστικό κίνδυνο, ενώ κι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισθηκε η πρόσφατη κρίση από το ισπανικό κράτος δημιούργησε ένα καινούργιο σημείο ενδο-κυβερνητικής τριβής, κυρίως σε ότι αφορά την πολιτική των “εν θερμώ επαναπροωθήσεων” (devoluciones en caliente).
Μετά την εκτόνωση της κρίσης, που σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών περίπου 6.500 από τους σύγχρονους “ικέτες” πρόσφυγες έχουν επιστρέψει στο Μαρόκο έπειτα από τη συμφωνία του Ραμπάτ να τους δεχθεί πίσω, δημιουργείται μία νέα οικτρή πραγματικότητα, καθώς πάνω από 1.000 ανήλικοι παραμένουν σε μία “Έρημη Χώρα” (Waste Land), παγιδευμένα σε μία πραγματική Limbo, χωρίς να μπορούνε να κινηθούν ούτε μπρος, ούτε πίσω, μην έχοντας κανέναν να τους δεχθεί και να τους βοηθήσει μετά τον οδυσσαϊκό τους διάπλου. Αφού διέσχισαν τα κύματα, ακόμη και χωρίς να γνωρίζουν κολύμπι, με μόνο τους σωσίβιο άδεια πλαστικά μπουκάλια αναψυκτικών δεμένα στο στήθος τους, εκατοντάδες από αυτούς έμειναν να κοιμούνται ψοφοδεείς και πεινασμένοι στους δρόμους της πόλης, περιμένοντας τις ΜΚΟ ή τις αρχές να τους οδηγήσουν σε κάποια δομή ή -και τούτο αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο τους- να τους απελάσουν ξανά στο Μαρόκο.
Η κρίση στη Θέουτα ανέδειξε την προβληματική γειτνίαση, την αμφίβολη κι ανερμάτιστη σχέση της Ισπανίας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ΕΕ με έναν ηγέτη απρόβλεπτο, καθ’ ομοίωση του δικού μας Ερντογάν, που εξαντικειμενικεύει στους αθώους πρόσφυγες τις προσωπικές του, ευμετάβλητες, προαιρέσεις. Η κρίση στη Θέουτα απέδειξε την πλήρη κι επιτυχή εργαλειοποίηση από τον βασιλιά Μοχάμεντ ΣΤ’ του Μαρόκου των καταπιεσμένων πληθυσμών της Δυτικής Σαχάρας, που τακτικά χρησιμοποιεί, ωθώντας τους σε μαζική μετανάστευση, είτε ως μοχλό πίεσης στην Ευρώπη, είτε ως έμμεση ευκαιρία εθνοκάθαρσης, Μία προσφιλέστατη τακτική στην οποία ο Μοχάμεντ επιδίδεται όποτε κυρίως (όρα “Σουλτάνο” Ταγίπ Ρετζέπ Ερντογάν της Τουρκίας) αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα, επικρίσεις για την εξωφρενικά πολυτελή ζωή του, τις πολυάριθμες κατοικίες του στο εξωτερικό ή την απουσία του από την πολιτική ζωή και τα προβλήματα του λαού.
Κι όχι μόνον. Οι προσφυγικές ροές συνδράμουν τον εστεμμένο του Μαρόκου όποτε θέλει να πιέσει την Ευρώπη για να αποσπάσει επιπλέον χρήματα ή άλλες διευκολύνσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Σε βαθμό που να επιδιώκει ακόμη και να καθίσταται ρυθμιστής στις αποφάσεις ή τις δηλώσεις της Ισπανίας αναφορικά με την πολιτική της, είτε ως προς το μεταναστευτικό, είτε στις διμερείς σχέσεις, θεμελιώνοντας ένα ιδιότυπο καθεστώς “πολιτικής ομηρίας”. Το απέδειξε αυτό άλλωστε περίτρανα η παρούσα κρίση. Μόλις αποκαλύφθηκε ότι ο επικεφαλής του Κινήματος Πολισάριο για την Ανεξαρτησία της Δυτικής Αφρικής Μπραχίμ Γάλι μεταφέρθηκε και νοσηλεύεται με βαριά συμπτώματα covid-19 σε νοσοκομείο του Λογρόνιο, ο Μοχάμεντ εξαπέλυσε τους πρόσφυγες, εκτόξευσε απειλές και ανακάλεσε την πρέσβειρά του στη Μαδρίτη Καρίμα Μπενγιάιτς για όσο παραμένει στην Ισπανία ο Γάλι. Μάλιστα η ίδια η πρέσβειρα με πολύ αυστηρό τρόπο για τη θέση της επέκρινε τις δηλώσεις της Ισπανίδας ΥΠΕΞ Αράντσα Γκονθάλεθ Λάγια, προειδοποιώντας ότι “θα βλάψουν ανεπανόρθωτα τις διμερείς σχέσεις”.
Η “απόβαση” των απελπισμένων μεταναστών στη Θέουτα ανέδειξε εύγλωττα και τον εκ Δυσμών κίνδυνο στο μεταναστευτικό. Δεν είναι τυχαίο που οι Βρυξέλλες–και το ευτύχημα για την Ισπανία είναι πως ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας είναι ο Ζοζέπ Μπορέλ–έσπευσαν να πιέσουν άμεσα τον Μοχάμεντ ΣΤ’, επισείοντάς του τον κίνδυνο να χαθεί ο πακτωλός χρημάτων της βοήθειας για την αποτροπή εισόδου μεταναστών, προκειμένου να δεχθεί να κλείσει τη στρόφιγγα των αναχωρήσεων. Την ίδια στιγμή, δεκάδες ΜΚΟ για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τη μετανάστευση, καθώς και άλλες προσωπικότητες, ανεδείκνυαν την “επαμφοτερίζουσα” πολιτική της Ισπανίας, που ενισχύει στρατιωτικά το Ραμπάτ, καλώντας την κυβέρνηση να σταματήσει τις πωλήσεις όπλων και τη ναυπήγηση της κορβέτας που έχει παραγγείλει το Μαρόκο. Οργανώσεις και προσωπικότητες, όπως και μερίδα του Τύπου συναρτούν άμεσα τις εκτεταμένες αγοραπωλησίες πολλών εκατ. ευρώ πολεμικού υλικού μεταξύ των δύο χωρών με την κατάσταση που κυριαρχεί στους καταυλισμούς προσφύγων (κι εκτοπισμένων πληθυσμών από τη Δυτική Σαχάρα) στη βορειοαφρικανική χώρα και την εργαλειοποίησή τους από το Ραμπάτ.
Μία απόφαση, άκρως πολιτική κι οικονομική που όμως δεν αναμένεται να τελεσφορήσει –όσο κι εάν η Μαδρίτη πασχίζει να παίξει το χαρτί του βασιληά Φελίπε και των αγαθών σχέσεών του με τον “αδελφοποιτό” Μοχάμεντ για να αμβλύνει την κρίση– καθώς η επαμφοτερίζουσα πολιτική της Ισπανίας στο θέμα του μεταναστευτικού και ιδιαίτερα η ενδοτική της στάση απέναντι στο θέμα της Δυτικής Σαχάρας, επιτείνει το πρόβλημα. Ένα πρόβλημα, που χαρακτηρίσθηκε “εθνικό όνειδος” και “στρατιωτική δειλία”, το οποίο, ούτως ή άλλως, δημιούργησε η ίδια η Ισπανία, όταν αποφάσιζε πως έπρεπε να ξεφορτωθεί από τις πλάτες της την προβληματική πρώην αποικία της, μεταβιβάζοντάς το στο Μαρόκο και τη Μαυριτανία.
Η σχεδόν σχιζοφρενική τούτη σχέση μίσους και εναγκαλισμού με το καθεστώς του Μαρόκου –με το οποίο άλλωστε έχει και νησιωτικές διαφορές και είχε κοντέψει να έλθει σε σύρραξη για την κυριότητα των νησίδων Περεχίλ (κάτι σαν τα δικά μας Ίμια, αλλά και για τα διαφιλονικούμενα χωρικά ύδατα στις Κανάριους Νήσους- είναι μέρος του προβλήματος και οι πολιτικές αποτροπής, που είχαν ακολουθήσει ιδίως οι δεξιές κυβερνήσεις στο παρελθόν (με ενίσχυση της φύλαξης των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων και ανέγερση του “τείχους της ντροπής” στις δύο πόλεις-θύλακες της στο Μαρόκο, Θέουτα και Μελίλια), όχι μόνον δεν έχουν αμβλύνει την κρίση, αλλά έχουν δημιουργήσει και ευκαιρίες για την εκμετάλλευση ανθρώπων, συνθήκες νέου σκλαβοπάζαρου και διπλωματικής ανασφάλειας. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο από όταν ο αλλοπρόσαλλος κι υπερφίαλος τρόπος του πολιτεύεσθαι του Ντόναλντ Τραμπ έσπρωξε τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, πέραν κάθε λογικής και δικαίου, να αναγνωρίσει την κατοχή του Μαρόκου στη Δυτική Σαχάρα, δίνοντας ευκαιρία στον Μοχάμεντ να επεκτείνει την εθνοκάθαρση, χρησιμοποιώντας τους κατατρεγμένους από την περιοχή ως μεταναστευτικό μοχλό πίεσης. Παρ’ όλα ταύτα, πάντα το μεταναστευτικό αποτελεί ένα καλό πολιτικό χαρτί, που η δεξιά μπορεί να επαναφέρει προς όφελός της με κάθε ευκαιρία.
Δεν είναι τυχαίο που και τώρα έσπευσαν να το εκμεταλλευθούν οι ακροδεξιές και “πατριωτικές” δυνάμεις, με σημαιοφόρο το νεο-φρανκικό κόμμα Vox, που με έναν καταιγισμό από διαστρεβλωμένες και ψευδείς ειδήσεις, προσβλητικές αναφορές και κινδυνολογίες, άρχισε να βομβαρδίζει μέσω διαδικτύου την κοινή γνώμη, μιλώντας “για εισβολή”, πασχίζοντας να διασπείρει τη μισαλλοδοξία και να πλήξει την κυβέρνηση Σοσιαλιστών και Podemos. Μάλιστα, οι επιθέσεις του ήταν τόσο σφοδρές κι ενορχηστρωμένες προς πάσαν κατεύθυνση, που η εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, που στην εμβληματική εικόνα των ημερών απαθανατίσθηκε να αγκαλιάζει έναν από τους δύστανους μετανάστες που μισοπεθαμένοι έφθαναν στις ακτές, αναγκάσθηκε να κατεβάσει τον λογαριασμό της από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λόγω των προσβλητικών σχολίων, των απειλών που τον ξεχείλισαν. Η αυθόρμητη εκείνη πράξη εκείνη ανθρωπιάς και συγκίνησης αντιμετωπίσθηκε από το μισαλλόδοξο ρατσιστικό ακροατήριο του Vox και της υπερσυντηρητικής δεξιάς, ως “ντροπή” ή “επιθυμία της να πηδηχθεί” και την προειδοποιούσαν για την ασφάλειά της, προσθέτοντας πως “η Ευρώπη δεν είναι ΜΚΟ”.
Μάλιστα, το ακροδεξιό κόμμα, που έχει εκλέξει τον μόνο βουλευτή που αντιπροσωπεύει τον θύλακα στην Εθνοσυνέλευση της Μαδρίτης, μόλις προ ολίγων ημερών, με τις επιθέσεις του ενάντια στους μουσουλμάνους τοπικούς βουλευτές, ανάγκασε σε αναβολή την συζήτηση στην τοπική βουλή της Θέουτα, κατηγορώντας τους ότι συδαυλίζουν την “εισβολή” μεταναστών με σκοπό να “εξισλαμίσουν” την πόλη και σαρκάζοντας προκλητικότατα με δηλώσεις του τύπου: “ποτέ εσείς δεν θα στείλετε βουλευτή στη Μαδρίτη, θα το κάνετε μόνο στο Μαρόκο”. Για να εισπράξουν την μομφή “ξεδιάντροποι φασίστες”, που δείχνει το βαθύ ρήγμα που έχει ανοίξει στην πόλη κι αντανακλά γενικότερα και στην κοινωνία της ηπειρωτικής χώρας.
Ο ίδιος ο ηγέτης του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) Πάμπλο Κασάδο, παίζοντας διπλό παιχνίδι, καθώς όλο τούτο το διάστημα ψέγει την κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ για ανεπάρκεια κι ολιγωρία, συναντιόταν με μέλη της κυβέρνησης και του κόμματος που υποστηρίζει την προσάρτηση από το Μαρόκο της Δ. Αφρικής, εν μέρει νομιμοποιώντας την πολιτική του Μοχάμεντ ΣΤ’ να εκβιάζει κατά το δοκούν την Ισπανία και την ΕΕ. Μία στάση διφορούμενη που φυσικά συνεχίζει στη γραμμή της τυχοδιωκτικής πολιτικής που από το 1973 ακολούθησε το τότε ψυχορραγούν –μαζί με τον ηγέτη του–φρανκικό καθεστώς, που με μυστική συμφωνία είχε παραχωρήσει την προβληματική για τη Μαδρίτη αποικία στο Ραμπάτ, ως αντάλλαγμα στην αναγνώριση από τις ΗΠΑ του Χουάν Κάρλος ως διαδόχου του Φράνκο.
Μία qui pro quo συνεννόηση που καταπάτησε το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την ανεξαρτησία κι αυτοδιάθεσης της περιοχής και η οποία οδήγησε στην επονομαζόμενη “Πράσινη Πορεία” 350.000 εποίκων και 20.000 στρατιωτών από το Μαρόκο (κάτι ανάλογο με την εισβολή στην Κύπρο), που κατέληξε στην “κάλπικη” νομιμοποίησή της προσάρτησης με το “χαλκευμένο” δημοψήφισμα–το οποίο πραγματοποιήθηκε μετά την αλλοίωση στην πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής. Πλέον, ο Κασάδο συναντώμενος ακόμη και με τον ίδιον τον βασιλιά του Μαρόκου, σπεύδει να εργαλειοποιήσει και αυτός το πρόβλημα με στόχο να κλονίσει περισσότερο τη συνεργασία των Σοσιαλιστών με τους Podemos, που στο θέμα τούτο έχουν διαφορετικές απόψεις, με την προσέγγιση των πρώτων να συμφωνεί περισσότερο με εκείνη του ΡΡ όσον αφορά την ασφάλεια των συνόρων και τη διαχείριση του μεταναστευτικού.
Η μετανάστευση ούτως ή άλλως αποτελούσε μία από τις λανθάνουσες διαφωνίες και συγκρούσεις στην κυβέρνηση συνασπισμού, όπως επίσης και τα ζητήματα της μοναρχίας στην Ισπανία ή για ορισμένες από τις άλλες θέσεις που αφορούν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Βέβαια, οι αντιπαραθέσεις αυτές ήκιστα ξεπέρασαν τα όρια της δυσφορίας και δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση τη συνεργασία και συνύπαρξη του PSOE με τους Unidas Podemos. Εν τούτοις, η μαζική πρακτική των εν θερμώ απελάσεων στη Θέουτα, απετέλεσε έναν ηχηρό τριγμό από την πρώτη στιγμή.
Κατά τις πρώτες ώρες της κρίσης, τόσο ο Υπουργός Εσωτερικών Φερνάνδο Γκράνδε-Μαρλάσκα και ο Σάντσεθ προσπάθησαν αναπτύσσοντας έως και στρατιωτικές δυνάμεις στον άλλο θύλακα της Μελίλια και δείχνοντας πυγμή -ίσως και βαναυσότητα- απέναντι στους μετανάστες της Θέουτα, να στείλουν το μήνυμα προς το Μαρόκο πως δεν θα δεχθούν εκβιασμούς και τετελεσμένα στο μεταναστευτικό. Παράλληλα, με εντελώς διαφορετική προσέγγιση η ηγεσία των Podemos, με επικεφαλής την ηγέτιδά του και υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων Γιολάνδα Ντίαθ, υποβάθμιζε την ανάγκη για κατασταλτική παρέμβαση κι επικεντρώθηκε στην προβολή του ανθρωπιστικού δράματος, σε μιας κρίση που θεωρούν αυστηρά διπλωματική και έκαναν έκκληση στα υπουργεία που χειρίζονταν την κρίση ( Εσωτερικών και Εξωτερικών) να δείξουν “σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα” των προσφύγων και να μην διαχειρίζονται με καθαρούς όρους αστυνόμευσης το ζήτημα. Εάν προστεθούν σε αυτό οι γενικότερες διαφωνίες που έχουν οι Podemos σχετικά με τους νόμους για τη μετεγκατάσταση των “ασυνόδευτων ανηλίκων” ή την κατασκευή ενός νέου κέντρου κράτησης αλλοδαπών (CIE) στο Algeciras, έργο προϋπολογισμού άνω των 21 εκατομμυρίων ευρώ, η επιμονή του κόμματος της Ντίαθ στην τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενδέχεται να αυξήσει το ρήγμα με τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι επιμένουν πως οι “εν θερμώ επαναπροωθήσεις” είναι το μόνο μέτρο που συμβάλλει στη λύση του προβλήματος.
Τα γεγονότα όμως φαίνεται πως ωθούν τους Podemos να πιέσουν περισσότερο προς την ανθρωπιστική αντιμετώπιση του ζητήματος και να δημιουργούν συνθήκες απονομιμοποίησης των μέτρων που αναλαμβάνει η κυβέρνηση. Μία σύγκρουση που μάλλον, ενόψει και νέων ανάλογων συμβάντων μέσα στο καλοκαίρι, μέλλει να αναζωπυρωθεί, παρ’ όλο που οι Σοσιαλιστές επιμένουν πως το ζήτημα δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο νέας αντιπαράθεσης εντός της κυβέρνησης, κυρίως λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης.