Οι σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρωσίας δεν έχουν υπάρξει χειρότερες, από ότι σήμερα, ιστορικά: έχουν σταματήσει όλες οι επαφές, έχει διακοπεί η ευχαριστιακή κοινωνία, οι ιεράρχες ανταλλάσσουν μηνύματα δυσπιστίας. Θέλει να πιστέψει κανείς ότι πρόκειται για ένα κακό όνειρο, όμως, δυστυχώς, η πραγματικότητα κάθε φορά υπενθυμίζει ότι τα πράγματα είναι σοβαρά και, προς το παρόν, δεν είναι ορατό κάποιο τέλος σε αυτή την αντιπαράθεσ. Και παρόλο, που στο Πατριαρχείο Μόσχας επικρατεί, εξ όσων φαίνεται, σπάνια ομοφροσύνη ως προς την αντιπαράθεση αυτή, ορισμένοι λαϊκοί, ακόμη και κληρικοί, εκφράζουν μια φυσιολογική δυσφορία: γιατί μέχρι πρότινος υπήρχε κάποια ειρήνη, έστω και κακή, μεταξύ των Εκκλησιών μας, ενώ τώρα πλέον το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε για εμάς σχεδόν πιο απόμακρο από τους καθολικούς και τους προτεστάντες;
Ελπίδες ότι όσοι θέτουν τέτοιες ερωτήσεις θα αναγνωρίσουν ξαφνικά τις θέσεις της Κωνσταντινουπόλεως και θα μεταπηδήσουν στο ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, όμως, θα αποδειχθούν φρούδες. Όσοι ήσαν έτοιμοι να κάνουν αυτό το βήμα, το έχουν ήδη προ καιρού κάνει. Ευτυχώς ζούμε σε εποχή ελευθερίας και ο καθείς είναι ελεύθερος να επιλέγει τι να πιστέψει και σε ποια Εκκλησία να ανήκει. Κι ας μη νομίσει κανείς ότι όσοι ετεροφρονούντες, ενορίτες και ιερείς, αποχώρησαν από το Πατριαρχείο Μόσχας είναι ο ..ανθός του ρωσικού γένους: μεταξύ των πολιτικών εμιγκρέδων και φυγάδων σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες δεν υπήρχαν μόνον άνθρωποι, οι οποίοι ειλικρινά υπέφεραν εξαιτίας των πεποιθήσεών τους, αλλά και αυθεντικοί απατεώνες, τυχοδιώκτες και απλώς δυσαρεστημένοι με τα πάντα, διαχρονικοί αντιπολιτευόμενοι, οι οποίοι και στη χώρα που τους φιλοξένησε, εξέφραζαν μια ιδιόμορφη δυσαρέσκεια. Οι Ρώσοι αρέσκονται σ᾽ αυτή τη συμπεριφορά και την κατέχουν. Ακριβώς γι᾽ αυτό είναι πολύ σημαντικό να διακρίνει κανείς σαφώς, ποιος κρούει στη σωτήρια περίφραξη της πολυπαθούς Μητρός μας Εκκλησίας: ένα κυνηγημένο πρόβατο ή ένας προβατόσχημος λύκος…
Όποιος έχει ασχοληθεί με την εκκλησιαστική ζωή της Ρωσίας των τριάντα μετασοβιετικών χρόνων, σίγουρα έχει ακούσει το όνομα του πρωτοδιακόνου Ανδρέα Κουράγεφ, ακόμη κι αν δεν γνωρίζει το έργο του. Ο βίος και η πολιτεία αυτού του προσώπου βρίθει από αντιθέσεις και αντιφάσεις.
Ο μελλοντικός πρωτοδιάκονος γεννήθηκε σε οικογένεια σοβιετικών διανοούμενων, αποκτώντας τυπική για εκείνη την εποχή αθεϊστική μόρφωση. Αποφοίτησε επιτυχώς από τη Φιλοσοφική Σχολή του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας «Λομονόσοφ», μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι επέλεξε να ειδικευθεί στην «ιστορία και τη θεωρία του επιστημονικού αθεϊσμού». Στις αρχές της δεκαετίας του ᾽80, αφού ασπάσθηκε την πίστη και δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα, έλαβε θεολογική κατάρτιση και χειροτονήθηκε διάκονος.
Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ο νέος και ταλαντούχος κληρικός αναδείχθηκε σε ένα από τους πιο διακεκριμένους ιεραποστόλους της Ρωσίας, πραγματοποιώντας δυναμικές εμφανίσεις σε κάθε λογής ΜΜΕ, σχεδόν με κάθε αφορμή. Η δημοτικότητά του έφθασε τέτοιο επίπεδο, που ο λαός της Εκκλησίας άρχισε χαριτολογώντας να τον αποκαλεί «διάκονο πασών των Ρωσιών», κατά το «Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών». Αυτή όμως η δημοτικότητά του δεν οφειλόταν μόνον στην «απανταχού» δραστηριότητά του, αλλά και… στο σκανδαλώδες του χαρακτήρα του. Εμφανίζοντας τον εαυτό του ως ιεραπόστολο και απολογητή, ο διάκονος Κουράγεφ τοποθετείτο σχεδόν επί παντός επιστητού, αλλά σχεδόν κάθε παρέμβασή του, κάθε άρθρο ή βιβλίο προκαλούσαν ερωτήματα, ακόμη και δυσαρέσκεια σε πολλούς ιερείς και λαϊκούς. Παράλληλα, ουδέποτε ο Κουράγεφ ακολούθησε ποτέ κάποια σαφή και ρητή θέση είτε στη θεολογία είτε στην πολιτική. Πότε θα δηλώνει ό,τι στην αγιοπατερική κληρονομιά πάντα επιλέγει τη θέση της μειονότητας και δεν υπάρχει γι᾽ αυτόν ουδεμία “συμφωνία των πατέρων”, πότε θα λέει ότι όλη ο ορθόδοξη πίστη έγκειται στο με πόσα δάκτυλα κάνεις το σταυρό, δηλαδή στο πόσα Πρόσωπα ενυπάρχουν στην Τριάδα και πόσες φύσεις στον Χριστό και τούτο επαρκεί. Άλλοτε θα δηλώσει ξαφνικά ότι η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας της 8ης Μαρτίου οφείλει την προέλευσή της στην Κλάρα Τσέτκιν, η οποία δήθεν ήταν Εβραία και κατ᾽ αυτόν τον τρόπο επέβαλε σε όλο τον κόσμο την εβραϊκή εορτή του Πουρίμ, παρόλο που η Τσέτκιν ήταν Γερμανίδα. Και όταν ορισμένοι Εβραίοι αγανάκτησαν ευλόγως αυτός συνέγραψε ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Πώς σε κάνουν αντισημίτη».
Δεν ήταν όμως αυτές οι παραδοξότητες κυρίως, που προκαλούσαν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να προκαλούν αγανάκτηση σε σημαντικό αριθμό Ρώσων ορθοδόξων, αλλά το γεγονός ότι, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο ο Κουράγεφ συμπεριφερόταν ως άνθρωπος που αντιμετωπίζει την Εκκλησία αφ᾽ υψηλού, χωρίς να υπολογίζει καμία εκκλησιαστική παράδοση και χωρίς να αναγνωρίζει καμία αυθεντία.
Επί πολλά χρόνια οι εκκλησιαστικές Αρχές της Ρωσικής Εκκλησίας δεν αντιδρούσαν καθόλου στο ιδιόμορφο «ελεύθερο φρόνημά» του. Mε την εκλογή στην πατριαρχία του Κυρίλλου το 2009 φάνηκε πως ήρθε μια χρυσή εποχή για τον Κουράγεφ: άρχισαν να τον προσκαλούν σε πολλές κεντρικές εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες, ενώ ο Πατριάρχης προήγαγε προσωπικά τον διάκονο Ανδρέα στο βαθμό του πρωτοδιακόνου. Ωστόσο, έκτοτε ακριβώς, αρχίζει ολοένα και περισσότερο να ασκεί κριτική στην Εκκλησία του. Προφανώς οι αιτίες αυτής της μεταστροφής είναι πολύ απλούστερες από ό,τι φαινόταν με πρώτη ματιά: στα είκοσι και πλέον χρόνια της εκκλησιαστικής αναγεννήσεως στη Ρωσία αναδύθηκε ολόκληρη γενιά νέων ιεραποστόλων, ταλαντούχων θεολόγων, καταρτισμένων ιεραρχών και διανοούμενων λαϊκών. Ο ανατέλλων κάποτε αστέρας πλησίαζε στη δύση του. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο πατήρ Ανδρέας κατέφυγε στο να κατευθύνει όλη τη ρητορική του ορμή κατά της ίδιας της Εκκλησίας, επικρίνοντας ακόμη και εντελώς ασήμαντες λεπτομέρειες: ποιος από τους ιεράρχες ή τους ιερείς δεν έχει τόσο καλή εμφάνιση ή ποιος από αυτούς εκστόμισε κάτι λανθασμένο, πάντα κατά την άποψή του.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 2010 πολλοί παρατηρητές στη Ρωσία επεσήμαναν ότι το όνομα του Ανδρέα Κουράγεφ δεν συμβολίζει πλέον την Εκκλησία, αλλά μάλλον τον αγώνα κατά της Εκκλησίας: υπερχείλιζε πλέον ο αριθμός και η ποιότητα των βλάσφημων και ιερόσυλων δηλώσεών του. Ιδού, λόγου χάριν, μερικά τυπικά αποσπάσματα από το ιστολόγιό του, όπου ως πρωτοδιάκονος κατηγορεί για «βλακεία» έναν από τους πλέον διάσημους στη Ρωσία επισκόπους: «Τη βλακεία την εκστόμισε όχι ως άνθρωπος, αλλά ως εκπρόσωπος εκείνης της κάστας, μέσα στην οποία γίνεται ο πλέον βαθύτερος ακρωτηριασμός της ανθρώπινης φύσεως, δηλαδή της κάστας των επισκόπων-μοναχών» (02.01.2019). Και στη συνέχεια καλεί πλέον το ίδιο το κράτος να συγκρατήσει τη ρωσική ιεραρχία: «Μόνον ένα σκληρό φίμωτρο εκ μέρους της πολιτείας και της κοινής γνώμης δύναται να συνετίσει τους επισκόπους μας. Χωρίς αυτό, αλλά ακόμη και με αυτό, ονειρεύονται μια ολοκληρωτική εξουσία, τον έλεγχο, τη λογοκρισία και την ιερά εξέταση». Για την ίδια την Ορθοδοξία λέει ότι στον σύγχρονο κόσμο φανερώθηκε «η μούρη της Ορθοδοξίας» (14.05.2019) – άλλωστε, στο λεξιλόγιό του εν γένει η λέξη «Ορθοδοξία» από καιρό χρησιμοποιούνταν ειρωνικά, κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση…
Βεβαίως, πίσω από αυτήν την στάση έναντι των παραδόσεων και της ιεραρχίας της Εκκλησίας ξεδιπλώνεται ένας γνήσιος παραχριστιανικός αναρχισμός: «όλη αυτή την επισκοποκεντρική και επισκοποερωτευμένη ιεράρχηση της εκκλησιαστικής ζωής και ιδίως όλα τα ανώτερα του συνήθους επαρχιούχου επισκόπου επίπεδα, τα θεωρώ επίπλαστα και πλέον ανωφελή» (06.02.2019). Αυτός ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την επισκοπική εξουσία ως απόλυτο κακό και παρεξήγηση. Να, για παράδειγμα, τι έγραψε στο ιστολόγιό του σχετικά με τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδας: «Διάδοχοι των Αποστόλων; Η ιστορία είναι αδύναμη για να εκλογικεύσει τους ορθοδόξους επισκόπους. Ούτως ή άλλως τοποθετούν τα αυτοκρατορικά-«εθνικά» συμφέροντα πάνω από τα ιεραποστολικά και τα ανθρώπινα» (09.04.2019).
Και, όπως σε όλους τους φιλελεύθερους που μισούν την εκκλησιαστική ιεραρχία, ιδιαίτερη δυσαρέσκεια του προκαλεί το Βυζάντιο και οι μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου: «Υπάρχει μια διαχρονική σταθερή: η εκκλησιαστική ελίτ από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου είναι ενσωματωμένη στη θύραθεν ελίτ και κινείται με τα συμφέροντά της. Είναι μερίδα της τάξης της ελίτ σύμφωνα με τις ορέξεις, το επίπεδο της καταναλώσεως, τις σχέσεις, την ταυτότητα, τα συμφέροντα και τις υποχρεώσεις. Επί πολλούς αιώνες οι επίσκοποι κοιτούν τον κόσμο μέσα από κοινά με τους φεουδάρχες ματογυάλια» (02.09.2020). Την επόμενη ήδη ημέρα ενέτεινε την κατηγορία του έναντι οιασδήποτε ορθόδοξης εξουσίας: «Στην μήτρα της ορθόδοξης ελίτ έχει εμφυτευθεί γερά η δουλοπρέπεια. Υπηρετούμε εκείνον τον ηγεμόνα, ο οποίος έκατσε στον σβέρκο μας ανεξαρτήτως του βαθμού της νομιμότητας και της ηθικής καταλληλόλητας της διακυβερνήσεώς του» (03.09.2020).
Χρειάζεται άραγε να εκπλαγούμε γιατί αυτός «ο δημοφιλής κήρυκας» αντιμετωπίζει με τόση βλασφημία την κατάταξη στη χορεία των Αγίων ενός άλλου σημαντικότατου βυζαντινού αυτοκράτορα, του Ιουστινιανού Β´; Στην ανάρτησή του με τίτλο «Ο άγιος Ιουστινιανός Β´ως καταδίκη της “ιστορικής ορθοδοξίας”» ο Κουράγεφ έγραψε: «Υπάρχει άραγε πίσω από αυτή την αγιοκατάταξη το Άγιο Πνεύμα; Ή μήπως πρόκειται για μια συνήθη θεοποίηση της εξουσίας και μια εμπαθή μεγέθυνση της οικείας εθνικής ιστορίας; Ένας διεστραμμένος επίσκοπος ή ένας επίσκοπος εκβιαστής-δωρολήπτης είναι μόνον παραδείγματα. Είναι εύκολο να αποστασιοποιηθούμε από αυτό το “τέμπλο” με την παροιμία ότι “κάθε οικογένεια έχει το δικό της μαύρο πρόβατο”. Αλλά η αγιοκατάταξη ανθρώπων όπως ο Ιουστινιανός Β´ συνηγορεί υπέρ της καταστροφικής απώλειας του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων, της απώλειας από την Εκκλησία μιας στοιχειώδους πνευματικής-ηθικής γεύσεως». (19.01.2018).
Όταν στον Κουράγεφ υπενθύμισαν επανειλημμένως ότι οι τοποθετήσεις του στερούνται ευλάβειας και αθετούν τους ιερούς κανόνες, απάντησε: «ασπασθείτε τους κανόνες και βάλτε τους στο ράφι», διότι η ίδια η έννοια των κανόνων γι᾽ αυτόν είναι κωμική. Απολαμβάνοντας τη φήμη του «σπουδαίου ιεραποστόλου» αποδίδει την εμφάνιση των ιερών κανόνων στην «πνευματική αναπηρία» των ανθρώπων: «Για τους ανάπηρους τω πνεύματι εμφανίσθηκαν οι άγιες εικόνες, τα ημερολόγια, οι ιεροί κανόνες, τα τυπικά, τα εκκλησιαστικά βιβλία… Ενώ στην ουσία ο άπαξ ρηθείς ευαγγελικός λόγος θα έπρεπε άπαξ και δια παντός να κάψει τη συνείδηση… Εξαιτίας όμως των αναπήρων και των τεράτων εμφανίσθηκαν οι ειδικές ενδυμασίες των ιερέων και οι ιερές μονές, ώστε τουλάχιστον από τα σιρίτια και τις επωμίδες να αναγνωρίζονται οι επαγγελματίες χριστιανοί» (10.11.2020).
Όπως είναι φυσικό δεν θα μπορούσε ο Κουράγεφ να μην εκμεταλλευθεί την αντιπαράθεση της Μόσχας με την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να θίξει κατά το μέγιστο δυνατό τις ρωσικές εκκλησιαστικές Αρχές. Όμως, δεν πρέπει να φανταστεί κανείς ότι συντάχθηκε με την πλευρά του Φαναρίου, διότι, όπως και τις υπόλοιπες ιστορικές έριδες, εξήγησε το δράμα με τις προσωπικές φιλοδοξίες των δύο προκαθημένων και με άλλες, αμιγώς γήινες αιτίες.
Εν τω μεταξύ, η δράση του Κουράγεφ προκαλούσε στη Ρωσική Εκκλησία ολοένα και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. Τελευταία σταγόνα αποτέλεσαν όσα προσβλητικά διατύπωσε την ημέρα του θανάτου του εις βάρος του υψηλού κύρους πρωθιερέα της Μόσχας Αλεξάνδρου Αγκέικιν, ο οποίος πέθανε εξαιτίας του κορονοϊού, και διατελούσε προϊστάμενος του δεύτερου ως προς τη σημασία του ναού στη Μόσχα. Μετά από μια εβδομάδα ήδη, στις 29 Απριλίου 2020, του επιβλήθηκε ποινή αργίας και απομακρύνθηκε από τον κλήρο του ναού του, όπου, παρεμπιπτόντως, δεν τον έβλεπαν και πολύ συχνά, διότι λειτουργούσε εξαιρετικά σπάνια. Εν τούτοις, αυτό το επιτίμιο δεν τον συγκράτησε καθόλου, οι σκανδαλώδεις και βλάσφημες δηλώσεις συνεχίσθηκαν όλο το εναπομείναν έτος.
Στις 20 Δεκεμβρίου 2021 το Επαρχιακό Εκκλησιαστικό Δικαστήριο της Μόσχας αποφάσισε να καθαιρέσει τον Κουράγεφ. Μεταξύ των κατηγοριών αναγράφονται ειδικότερα η βλασφημία κατά της Εκκλησίας, η συκοφαντία εις βάρος ζώντων τε και κεκοιμημένων επισκόπων, καθώς και η χρήση υβριστικής γλώσσας έναντι αρχιερέως. Στις 4 Απριλίου 2021 ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος επιβεβαίωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την επιφύλαξη ότι «Στην έκδοση του (σ.τ.μ. πατριαρχικού) διατάγματος επιβάλλεται αναβολή για το διάστημα, το οποίο παραχωρείται στον πρωτοδιάκονο Ανδρέα προκειμένου να επανεξετάσει τη θέση του και να επανέλθει στην οδό της Εκκλησίας, την οποία είχε κάποτε επιλέξει».
Αλλά και μετά από αυτή τη χάρη ο Κουράγεφ συνέχισε να εξευτελίζει τους πάντες και τα πάντα. Άρχισε ειδικότερα να υπαινίσσεται επίμονα ότι είναι έτοιμος να μεταπηδήσει από τη Ρωσική Εκκλησία σ᾽ εκείνη της Κωνσταντινουπόλεως, όπου προφανώς θα πρέπει να τον δεχθούν με ανοικτές αγκάλες. Μολαταύτα, δεν αξίζει να πιστεύει απλοϊκώς κανείς ότι αυτός που μισεί κάθε τι βυζαντινό θα είναι έστω κάπως πιο νομιμόφρων έναντι του ελληνικού λαού και της Κωνσταντινουπόλεως από ό,τι ήταν ως προς την τοπική του Εκκλησία. Ο συγκεκριμένος πρωτοδιάκονος δεν κρύβει την περιφρόνησή του έναντι του ελληνισμού, τον οποίο θίγει συνεχώς στις δηλώσεις του.
Ο Κουράγεφ, άλλωστε, κατηγόρησε για πλεονεξία, διαφθορά και ανικανότητα την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, που συνήλθε το 2016 στην Κρήτη: «…Η διαφθορά είναι μέρος της βυζαντινής ορθόδοξης παραδόσεως. Είναι τόσο έμφυτη, ενσωματωμένη, “φυσιολογική” αμαρτία, που σχεδόν δεν χωρίζεται από την ταυτότητά μας. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα έχουν επινοηθεί ακόμη και ειδικές καλές λέξεις. Η “μίζα” στη βυζαντινή γλώσσα είναι η «ευλογία». Ό,τι ένας ιερέας ή επίσκοπος προσέφερε σε αξιωματούχο, αποκαλείτο ευλογία μέσα σε σακίδιο, σε βαλάντιο» (21.06.2016). Και συνεχίζει περαιτέρω να γράφει για τα σχέδια των συνοδικών κειμένων της Κρήτης: «Είναι μια συνέλευση ηλικιωμένων ανίκανων, να, τι είναι αυτό με την εκκλησιαστική ακριβώς έννοια» (!). Και παρακάτω επαναλαμβάνει αρκετές φορές αυτές τις κατηγορίες, ιδού για παράδειγμα μια από τις αναρτήσεις του με τίτλο «Έχουμε ακόμη να μάθουμε κάτι από τους Έλληνες»: «Να πώς πρέπει να κερδίζει κανείς ακόμη και μέσω της “Αγίας και Μεγάλης Συνόδου! Με 250.000 ευρώ από δεκατρείς εκκλησίες προκύπτει σύνολο 3.250.000 ευρώ. Εάν ήμουν Τούρκος πατριάρχης, θα συγκαλούσα τέτοιες συνελεύσεις, σύμφωνα με τους κανόνες, δύο φορές τον χρόνο και όχι μια φορά ανά χιλιετία» (07.06.2016). Ή ένα άλλο παράδειγμα, το σχόλιό του για την εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που τιτλοφόρησε ως εξής «Η αισχύνη των Ελλήνων» (14.10.2019).
Δεν χρειάζεται να σκέπτεται κανείς ότι υπάρχουν κάποια όρια στις αναρίθμητές βλασφημίες του Κουράγεφ. Προβάλλοντας με κάθε τρόπο την περιφρόνησή του έναντι των Ελλήνων και της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός ο πρωτοδιάκονος δεν λησμονεί ακόμη και το ίδιο το Άγιον Όρος. Π.χ. κατηγόρησε ευθέως τους Αγιορείτες ότι υποστήριξαν τους ναζί κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο και δήλωσε ότι «Η διαφημισμένη και πατενταρισμένη “διορατικότητα” των Αγιορειτών, για άλλη μια φορά δεν λειτούργησε καθόλου» (28.05.2020). Ενώ σχετικά με τον τιμώμενο γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό, μαθητή του προσφάτως αγιοκαταταχθέντα Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού, γράφει χωρίς να κρύβει την ειρωνεία και τολμά να τον κατηγορήσει για εθνικισμό. Σχολιάζοντας την προφητεία του γέροντα για τον μελλοντικό πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο Κουράγεφ δήλωσε ότι ο γέροντας Ιωσήφ απλώς ονειρεύεται «την απώλεια μόλις εξακοσίων εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτό το τίμημα θεωρεί αποδεκτό για την ικανοποίηση της εθνικιστικής αυτού επιθυμίας. Διαμορφώνει το όνειρό του ως ένα είδος προφητείας. Δήθεν, οι μιαροί Εβραίοι θα πείσουν τους Τούρκους να επιτεθούν στην Ελλάδα. Η Ρωσία θα την υπερασπισθεί. Το ΝΑΤΟ θα υποστηρίξει την Τουρκία. Θα υπάρξει μια πυρηνική ανακατωσούρα. Το Βατικανό θα εμποδίζει την αναγέννηση της Ορθοδοξίας. Αλλά μετά τον πόλεμο και τη σύγχυση σε όλη την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι Ρώσοι θα καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και… θα την χαρίσουν στους Έλληνες. Και θα υπάρξουν τριάντα με σαράντα χρόνια θριάμβου της Ορθοδοξίας. Και στη συνέχεια θα έρθει ο αντίχριστος». Ακολούθως ο Κουράγεφ καταλήγει στο συμπέρασμα: «Ίσως και να μην είπε ακριβώς αυτά. Αλλά το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι έτοιμοι να ακούν τέτοια τρομακτικά παραμύθια και να τα πιστεύουν, λέει πολλά για τον εαυτό μας» (02.11.2017).
Εξ όσων φαίνεται, ο άνθρωπος αυτός δεν έχει πλέον κανένα ιερό, ούτε όσιο και τούτο σημαίνει ότι όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή καθαυτή δεν θα αποφύγει τους πλέον υβριστικούς χαρακτηρισμούς από τα χείλη του: «Είναι μια παλαιά καταξιωμένη πόρνη, που πόρνευσε με όλους τους βασιλείς της γης, αλλά για κάποιο λόγο αυτοπροβαλλόμενη ως νύφη του Χριστού» (16.08.2020). Εδώ ο πρωτοδιάκονος Κουράγεφ όχι μόνον κατέρχεται τόσο χαμηλά ώστε να συγκρίνει την Αγία Εκκλησία με μια εκδιδόμενη, αλλά και την χαρακτηρίζει με την πλέον χυδαία υβριστική λέξη. Και όταν ρωτήθηκε ευθέως ο Κουράγεφ να διευκρινίσει «εάν ο χαρακτηρισμός πόρνη, τον οποίο ο πρωτοδιάκονος χρησιμοποίησε για την Εκκλησία, ισχύει και για το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως;», έσπευσε τάχιστα να απαντήσει στο ιστολόγιό του: «ναι, ισχύει». Επίσης επικαλέστηκε την ανάρτησή του στο ίδιο ιστολόγιο από 29ης Σεπτεμβρίου 2018, όπου χαρακτήρισε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «μεθυσμένη πόρνη»: «Όλα είναι σωστά: η Κωνσταντινούπολη το 1686 ενήργησε ως μεθυσμένη πόρνη, που πούλησε τη θυγατέρα της, ενώ η Μόσχα ως λεβέντης έμπορος, που αγόρασε και αποπλάνησε το κορίτσι. Ενώ τώρα είναι, λοιπόν, δύο γλυκείς μητερούλες, που βρίζουν η μια την άλλη εξαιτίας μιας μικρής ασύνετης χιλιετούς κορούλας» (18.02.2018).
Και αυτό κάθε άλλο παρά είναι το μοναδικό παράδειγμα μιας τέτοιας υπερχυδαίας ρητορικής του δήθεν ορθοδόξου κληρικού Κουράγεφ έναντι της Εκκλησίας αυτής καθεαυτής και των επιμέρους Τοπικών Εκκλησιών, συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινουπόλεως. Η περίπτωση του Κουράγεφ είναι παράδειγμα του πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος στη σύγχρονη Εκκλησία, για τον οποίο δεν υφίσταται κανένα δόγμα, ούτε ιεροί κανόνες, αλλά ούτε και οποιαδήποτε όρια. Ένας τέτοιος άνθρωπος ουδέποτε θα αναγνωρίσει κάποια εξουσία και αυθεντία οιουδήποτε Πατριάρχη πάνω του, διότι είναι βέβαιος ότι μπορεί να καθυβρίζει ανοικτά και να εξευτελίζει ακόμη και τον παλαίφατο Οικουμενικό θρόνο, υπολογίζοντας ταυτόχρονα ότι ούτως ή άλλως θα τον δεχθούν εκεί ως ένα αθώο θύμα και θα υπερηφανεύονται από το γεγονός της υπαγωγής του υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την βαριά αγνωμοσύνη του «πατριάρχη» Φιλάρετου Ντενισένκο, ο οποίος, παρόλο που αποκαταστάθηκε μετά από ανάθεμα δεκαετιών, τολμά τώρα να «μεγαλύνει πτερνισμόν» (Ψαλ. 40.10) επί των ευεργετών του. Αξίζει άραγε να υποστεί ξανά παρόμοια εμπειρία;