Ο θρύλος λέει ότι στο κλιμάκιο του εκκολαπτόμενου τότε ΠΑΣΟΚ που μαζεύτηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού να υποδεχθεί τον παλιννοστούντα Ανδρέα Παπανδρέου μετά την πτώση της Χούντας, ανάμεσα στους μεσήλικες μυστακιοφόρους ήταν και δύο νεαροί που ξεχώριζαν στο πλήθος. Ήταν ο Κώστας Λαλιώτης και ο Πέτρος Κωστόπουλος. Η λέξη “θρύλος” δεν είναι καταχρηστική, γιατί τόσο ο ίδιος ο Κωστόπουλος, όσο και οι βιογράφοι του που αναδείχθηκαν από το ιλουστρασιόν της ΙΜΑΚΟ φρόντισαν επιμελώς να μετατρέψουν σε δημόσιο δράμα τις σχέσεις του πάλαι ποτέ άρχοντα του lifestyle με τον πολιτικό του πατέρα. Στις καινοτομίες που αποδίδει συχνά στον εαυτό του ο Κωστόπουλος, βέβαια, ποτέ δεν έχει συμπεριλάβει και τη συμβολή του στην αυτοαναφορικότητα των μέσων ενημέρωσης που ευθύνεται μεταξύ άλλων για τη σημερινή βαθιά παρακμή τους.
Παρ’ όλα αυτά, έτσι επέστρεψε ο Κωστόπουλος μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα του 2021: με τη γνώριμη μορφή του, ως ένα αυτοαναφορικό story. Μόνο που η ανακοίνωση ότι ετοιμάζεται να επανεκδόσει το περιοδικό Nitro σε νέα μορφή δεν εμφανίζεται πια ως ένα περιποιημένο, πολυσέλιδο και καλοδιακοσμημένο θέμα της κυριακάτικης έκδοσης, αλλά ως ένα φευγαλέο δημοσίευμα στην ατέρμονη χαβούζα της ροής ειδήσεων, στριμωγμένο στο πεντάλεπτο ανάμεσα στο προηγούμενο και το επόμενο.
Πιθανώς από διαστροφή, πιθανώς επειδή έχουμε μάθει να βλέπουμε στις αναβιώσεις του χθες τα συμπτώματα της παθογένειας του σήμερα, σε αυτό το δημοσίευμα κάποιοι δώσαμε τον χρόνο μας. Και αναμενόμενα πετύχαμε την κοινοτοπία της ιδέας να ξαναβγεί το Nitro αυτή τη στιγμή, να συνοδεύεται από παιάνες για τον Μητσοτάκη και να ανεμίζει απονευρωμένα συνθήματα του παρελθόντος (“εκσυγχρονιζόμαστε”), απευθυνόμενα στα φαντάσματα μιας πλατιάς κοινωνικής μάζας που επιβιώνει μόνο ως μειοψηφική παραίσθηση.
Αξίζει βέβαια να αναγνωριστεί στον Πέτρο Κωστόπουλο ότι έχει αντιληφθεί κάποια βασικά πράγματα για το πώς έχει αλλάξει το εκδοτικό τοπίο. Ότι επιλέγει, παραδείγματος χάριν, να κάνει το Nitro μια πολυτελή έκδοση coffee table book (πιθανώς τριμηνιαία), δείχνει ότι καταλαβαίνει πως οι “λινάτσες” που κάποτε ψώνιζαν τα περιοδικά του στα περίπτερα, σήμερα δεν θα είχαν πρόθεση να καταβάλουν τον οβολό τους. Τέρμα τα λίγα από τους πολλούς· η αγορά του Nitro θέλει πολλά από τους λίγους που έχουν την άνεση να ζουν οικονομικά και πολιτισμικά μέσα στα σαπισμένα σωθικά του ζόμπι του 2004.
Αντίστοιχη διαύγεια πρέπει να του πιστωθεί και στους ύμνους για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του. Όχι μόνο γιατί εκεί έχει φωλιάσει πια όλο το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ με το οποίο νιώθει οικεία, αλλά κυρίως γιατί το οικονομικό μοντέλο των μέσων ενημέρωσης δεν επιτρέπει πια αντιπολιτευτική πολυφωνία. Τα πράγματα είναι απλά: αν κάνεις το λιβανιστήρι της κυβέρνησης, μπορείς να χρηματοδοτείς μια εκδοτική επιχείρηση πολύ πέρα από το σημείο χρεοκοπίας της ή σε περίπτωση που εξακολουθείς να τα βρίσκεις δύσκολα, να βάλεις ανενόχλητος λουκέτο στο μαγαζί, αφού πρώτα έχεις απολαύσει μια αδρή κρατική ενίσχυση για το κοινωνικό έργο που προσέφερες. Αν από την άλλη, αποφύγεις τέτοιες κακοτοπίες, η διαφημιστική αγορά φαίνεται υπέρ το δέον πρόθυμη να κλείσει τη διαφημιστική κάνουλα. It’s the economy, stupid, όπως έλεγε και ο Μπιλ Κλίντον στα χρυσά χρόνια της ΙΜΑΚΟ.
Ο Κωστόπουλος επιστρέφει “σαν έτοιμος από καιρό”, με ψυχρούς υπολογισμούς στη θέση του θάρρους που ήθελε ο ποιητής. Δεν έχει πια σκοπό να διαμορφώσει την εποχή όπως αξίωνε κάποτε, αλλά να πιάσει στασίδι κοντά στις σωσίβιες λέμβους σε ένα πλοίο που βουλιάζει. Να διασφαλίσει ότι θα είναι εντός των τειχών της Αθηναϊκής Ριβιέρας την οποία υμνεί και όχι ανάμεσα στο πλήθος που θα λυσσάει απ’ έξω. Να γίνει άλλος ένας από αυτούς που θα βεβαιώνουν τον διάδοχο ότι όλα βαίνουν καλώς, ότι ο χρόνος έχει παραμείνει κολλημένος στο 2004 και ότι όσα ακολούθησαν ήταν μια περαστική αντάρα που δεν θα ήταν ικανή να απειλήσει υπαρξιακά το βλαχομπαρόκ.
Διότι το 2004 ήταν η πεμπτουσία αυτού που εκπροσωπεί ο Κωστόπουλος, το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, η πολιτική τερατογένεση που βρίσκεται διεσπαρμένη στα κυβερνητικά πόστα και φυσικά ο ίδιος ο νυν πρωθυπουργός, ως σύμβολο αυτής της νοσταλγικής καθήλωσης. Τόσο η καθήλωση αυτή όμως, όσο κι ο τρόπος που την κλωτσάει η εποχή είναι προφανή παντού: ο Χρυσοχοΐδης είναι ξανά υπουργός Δημόσιας Τάξης, αλλά ο βασικός εχθρός του είναι η κοινωνία· η Γιάννα Αγγελοπούλου στήνει φιέστες, αλλά δεν συναντάει πια κανέναν ενθουσιασμό· στην τηλεόραση παρελαύνουν ακόμα ριάλιτι, ξεχασμένοι αστέρες, “αναγεννημένες” εκπομπές σαν φτωχοί συγγενείς της παλιάς τους εκδοχής και ούτω καθεξής. Ακόμα και η τάση του Μητσοτάκη να επιδεικνύει τις κοσμικές του εξόδους και την ανεμελιά του, αυτό αποδεικνύει – και είναι πολύ χτυπητά αταίριαστο στην εποχή που το σπίτι έχει πάρει φωτιά, κατά τη ρήση του Αγκάμπεν.
Ήταν άλλωστε αγωνιώδης η προσπάθεια εδώ και χρόνια, ανθρώπων όπως ο πνευματικός μέντορας του Μητσοτάκη που του εισηγήθηκε την “ευτυχία” ως μελλοντικό επίδικο, να παρουσιάσουν το 2004 ως την υψηλή στιγμή της εκσυγχρονιστικής εποποιίας. Όσο παράγουν δυστοπία, διαφθορά, κλεπτοκρατία, βία και παρακμή, τόσο περισσότερο χρειάζονται την επαγγελία της συνέχειας του νήματος από το 2004 για να δικαιώνει αυτό το νοσηρό μοντέλο.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση ο Κωστόπουλος να πιστεύει όντως ότι μπορεί να ηγηθεί ξανά της εποχής. Να είναι θύμα της πλάνης και όχι επίδοξος συνωμότης. Να μην έχει καταλάβει ότι όσα ακολούθησαν δεν τον έσβησαν μόνο ως επιχειρηματία, αλλά και ως πρότυπο. Ότι η ευζωία που πρότεινε είναι πια ανέφικτη, ότι οι παραστάσεις των ανθρώπων για την πολιτική, την οικονομία, τον πολιτισμό, την κουλτούρα, την ταυτότητα, τις έμφυλες και άλλες σχέσεις έχουν μεταβληθεί ριζικά, ότι το τρένο που προσέκρουσε με ορμή στον τοίχο το 2008 ήταν αυτό που συνοδηγούσε και ο ίδιος, καθώς επίσης και ότι όλες οι απόπειρες αναβίωσης εκείνης της εποχής είναι γραφικές και ανεπίκαιρες.
Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να καταλήξει συγχυσμένος σαν τον πράκτορα Ντέιλ Κούπερ σε μία άλλη αναβίωση, αυτή του Twin Peaks του Ντέιβιντ Λιντς το 2017, που αναρωτιέται σε ποια χρονιά βρίσκεται – προτού η δολοφονημένη Λώρα Πάλμερ αφήσει ένα ουρλιαχτό που κόβει την ανάσα των σαστισμένων θεατών.