Κάθε χρόνο και χειρότερα. Η Ολλανδία μπορεί να προβάλλεται ως μία από τις πιο δημοκρατικές, φιλελεύθερες και ανεκτικές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, η καθημερινότητα όμως για τους δημοσιογράφους και όχι μόνο για αυτούς, διαρκώς επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της εκπλήρωσης των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων.
Η πρόσφατη κυλιόμενη και κοινή έρευνα του ινστιτούτου PersVeilig και της Ολλανδικής Ένωσης Δημοσιογράφων (NVJ) για την κατάσταση του Τύπου στις Κάτω Χώρες υπήρξε αποκαλυπτική: οκτώ στους δέκα εργαζόμενους στην ενημέρωση, σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 700 ατόμων ολόκληρου του φάσματος του κλάδου (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο) και κάθε ειδικότητας (ρεπόρτερ, φωτορεπόρτερ, freelancers, χειριστές κάμερας, ερευνητές, αρθρογράφοι, παρουσιαστές), έχουν υποστεί κάποιας μορφής επιθέσεις, φραστικές ή σωματικές και έχουν πέσει θύματα απειλών και εκβιασμών, κυρίως από άτομα που συνδέονται με την “πολυποίκιλη” ακροδεξιά της Ολλανδίας. Τους αντιϊσλαμιστές του “Κόμματος της Ελευθερίας”, τους φανερο-κρυφονεοναζί του “Φόρουμ για τη Δημοκρατία” και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, τους ευρωσκεπτικιστές του JA21.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην καθημερινή ρητορική του αρχηγού του “Κόμματος της Ελευθερίας”, Γκερντ Βίλντερς, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία να “στολίζει” με διάφορα κοσμητικά επίθετα τους δημοσιογράφους και τον Τύπο, κορυφώνοντας τα μηνύματα μίσους εναντίον τους κατά τη διάρκεια της φετινής προεκλογικής εκστρατείας για το κοινοβούλιο. Εκείνη την περίοδο, χαρακτήριζε τους δημοσιογράφους, “σύνολο καθαρμάτων” και “αλήτες”, αντιγράφοντας, όπως είναι φανερό, τον ούτως ή άλλως πολιτικό του “μέντορα” εξ αποστάσεως, Ντόναλντ Τραμπ. Ακόμη και αν δεν υπάρχει στοιχειοθετημένη, “σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες”, ηθική αυτουργία μεταξύ των εμετικών παροξυσμών του Βίλντερς και των βιαιοπραγιών των Ολλανδών ακροδεξιών, η σύνδεση είναι πολύ καθαρή για να παραγνωριστεί ή να υποτιμηθεί.
Από την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας τον περασμένο Ιανουάριο έως τις κάλπες της 17ης Μαρτίου και τους μήνες που έκτοτε ακολούθησαν, έχουν πολλαπλασιαστεί οι τηλεφωνικοί και διαδικτυακοί εκφοβισμοί σε βάρος δημοσιογράφων που απειλούνται από ακροδεξιούς ότι “θα τους βρουν και θα τους φυτέψουν μία σφαίρα στο κεφάλι”. Σχεδόν τέσσερις στους δέκα δημοσιογράφους της έρευνας είχαν να αφηγηθούν τουλάχιστον ένα τέτοιο περιστατικό τον μήνα από τις αρχές του 2021 έως σήμερα, γεγονός πρωτοφανές στη σύγχρονη ιστορία της Ολλανδίας.
Παράλληλα, κάθε δεκαπέντε μέρες καταγράφεται τουλάχιστον ένα περιστατικό φραστικής ή σωματικής επίθεσης με θύματα ρεπόρτερ, φωτορεπόρτερ και χειριστές τηλεοπτικής κάμερας κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής τους εργασίας στους δρόμους και τα σημεία ειδησεογραφικού ενδιαφέροντος της Ολλανδίας, πάλι με θύτες κυρίως ακροδεξιούς. Στο σύνολο των δημοσιογράφων, το 17% έχει υποστεί μια τέτοια σωματική επίθεση και βιαιοπραγία τον τελευταίο χρόνο. Ας τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι οι δημοσιογράφοι έχουν πολλά και μεγάλα παράπονα και από τη στάση της αστυνομίας (ποσοστό 44%), που θεωρούν ότι είτε τούς έχει αφήσει ακάλυπτους είτε ότι έχει επιτρέψει την ανεξέλεγκτη δράση της ακροδεξιάς, είτε επειδή έχει πρωταγωνιστήσει σε περιστατικά καταρχάς φραστικής επίθεσης σε βάρος ρεπόρτερ. Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να προκαλεί και πολύ μεγάλη έκπληξη: η ολλανδική αστυνομία και γενικά τα σώματα ασφαλείας έχουν πολλούς ακροδεξιούς στις γραμμές τους και η σχέση της αστυνομίας με την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία και του δημοσιογραφικού κόσμου είναι τουλάχιστον αμφίβολη, αν όχι ξεκάθαρα προβληματική και απολύτως εχθρική απέναντι στους δημοσιογράφους. Βέβαια, και για να μην ξεχνιόμαστε, υπάρχουν και ορισμένες θλιβερές εξαιρέσεις αγαστής συνεργασίας πιο πρόσφατα στο Ρότερνταμ, όταν δημοσιογραφικό υλικό χρησιμοποιήθηκε από την αστυνομία και την εισαγγελία για να εντοπιστούν οι διαδηλωτές εναντίον της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και αντίστροφα οι αστυνομικοί έδωσαν κατά προνομιακή μεταχείριση υλικό από αστυνομικές κάμερες σε “δημοσιογράφους” κουτσομπολίστικων εκπομπών του κίτρινου Τύπου.
Ας επιστρέψουμε όμως στο σήμερα της έρευνας του PersVeilig και της NVJ. Σημαντικό είναι το στοιχείο πως σε συντριπτικό ποσοστό, που φθάνει το 62%, οι freelancers ρεπόρτερ και φωτορεπόρτερ θεωρούν συνυπεύθυνους για την έξαρση της βίας ενάντια στους δημοσιογράφους και τους εργοδότες τους. Είτε επειδή έχουν κάνει ελάχιστα για να τους προστατέψουν, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν δικαστικές διώξεις και εξοντωτικές αγωγές αποζημιώσεων για έρευνες τους που σχετίζονται με παράνομες πρακτικές εταιρειών και πολιτικών, είτε επειδή έχουν κάνει τα στραβά μάτια στις απειλές κατά της ζωής και της ακεραιότητας τους, είτε επειδή, σε ποσοστό 36% μεταξύ των δημοσιογραφικών αναφορών της έρευνας, έχουν “θάψει” εξαφανίσει ή υποβαθμίσει ρεπορτάζ και στοιχεία που ήταν “ενοχλητικά”. Αντίθετα, για τους δημοσιογράφους που έχουν σχέση εργασίας αορίστου χρόνου ή “μόνιμη” σε ένα μέσο ενημέρωσης, μόλις ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι έχει “δυσαρεστηθεί” από τη στάση των εργοδοτών του και μόνο όταν πέφτει θύμα βίας, απειλών, εκφοβισμού ή άδικων δικαστικών περιπετειών.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις ώθησαν και την οργάνωση “Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα” να πάρει σαφή καταδικαστική θέση, επιμένοντας όμως αποκλειστικά στο ζήτημα των εκφοβισμών και των προκλήσεων από πλευράς της ακροδεξιάς. “Η Ολλανδία κατατάσσεται πολύ ψηλά, στην 6η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες, στην ελευθερία του Τύπου και την ευχέρεια των δημοσιογράφων να κάνουν σωστά και ολοκληρωμένα τη δουλειά τους. Όμως οι επιθέσεις και οι προκλήσεις από λαϊκιστές πολιτικούς που σκιαγραφούν τους δημοσιογράφους ως “εχθρούς του λαού” είναι ένα οξύ και μεγάλο πρόβλημα στις μέρες μας που προκαλεί κινδύνους για τον Τύπο και τους ανθρώπους του στη χώρα”, υπογράμμισαν στη σχετική ανακοίνωσή τους.
Η γενικότερη επιδείνωση και χειροτέρευση της καθημερινότητας των δημοσιογράφων στις Κάτω Χώρες τεκμηριώνεται και από το συγκριτικό γράφημα μεταξύ της φετινής και της χρονικά προηγούμενης έρευνας που είχε διεξαχθεί ξανά στο κοινοβουλευτικά εκλογικό έτος του 2017 και με εξαίρεση τις ευθείες απειλές κατά της ζωής των δημοσιογράφων, που δεν είχαν καν συμπεριληφθεί ως μορφή βίας επειδή δεν υφίσταντο. Έτσι φέτος και γενικά τον τελευταίο χρόνο, το 82% των Ολλανδών δημοσιογράφων έχει πέσει θύμα κάποιας μορφής απειλής ή βίας (61% το 2017), το 29% πρέπει να διαχειριστεί ένα τέτοιο περιστατικό κατά κανόνα μία φορά τον μήνα (18% το 2017), το 36% υποστηρίζει ότι λόγω των απειλών και των εκφοβισμών, έχει αλλάξει η καθημερινότητα του στον τρόπο που κάνει ειδικά επιτόπιο ρεπορτάζ (μόλις 10% το 2017) και το 93% θεωρεί ότι οι απειλές και η βία υποσκάπτουν την ελευθερία του Τύπου στις Κάτω Χώρες (79% το 2017).
Κάθε χρόνο και χειρότερα για την ελευθερία του Τύπου και των δημοσιογράφων και στην Ολλανδία, ένα πανευρωπαϊκό πια φαινόμενο που δεν έχει τύχει της προσοχής και των διαμαρτυριών των δημοσιογράφων, καθώς, ενώ οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ελευθερία του Τύπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαρκώς υποσκάπτονται και δυναμιτίζονται, οι όποιες αντιδράσεις εξαντλούνται είτε στις κατά καιρούς ανακοινώσεις των “Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα” είτε στις σποραδικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις μικρής μερίδας κυρίως ερευνητών ή freelancers δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ. Θα είναι ζητούμενο των καιρών και των εποχών μια καλύτερη, πληρέστερη και δυναμικότερη συντονιστική προσπάθεια μεταξύ των δημοσιογράφων, καθώς τα σύννεφα της φίμωσης, της τρομοκράτησης και της καθ’ υπαγόρευση ή υπό το κράτος απειλής εργασίας τους πυκνώνουν επικίνδυνα στον ορίζοντα, καλύπτοντας με ένα πέπλο φόβου και βίας ακόμη και τις πιο “δημοκρατικές” ή “φιλελεύθερες” κοινωνίες της Ευρώπης. Tα συγκεντρωτικά στοιχεία της PersVeilig βρίσκονται εδώ.