Μειωμένες προσδοκίες για την κατ’ ιδίαν συνάντηση Μητσοτάκη–Ερντογάν, δήλωσε ότι διατηρεί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, ενώ άσκησε κριτική στον πρωθυπουργό γιατί όπως τόνισε, δεν αξιοποιεί την θετική συγκυρία για να πιέσει την Τουρκία στην κατεύθυνση της παραπομπής της ελληνοτουρκικής διαφοράς στην Χάγη.
Σε συνέντευξή του στο Star Chanel και τη Μάρα Ζαχαρέα, ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι θα στήριζε την κυβέρνηση για την παραπομπή στην Χάγη με την προϋπόθεση της τήρησης όλων των κόκκινων γραμμών που έχει θέσει η χώρα.
Συγκεκριμένα ανέφερε: «Δεν περιμένω και πολλά από την συνάντηση αν και είναι η πρώτη τετ α τετ συνάντηση, και άρα ουσιαστική του Έλληνα πρωθυπουργού με τον κ. Ερντογάν… Λέω ότι δεν είμαι αισιόδοξος γιατί ο κ. Μητσοτάκης δεν έχει πρόθεση παρά για να πετάξει το τενεκεδάκι παρακάτω στον δρόμο, δεν έχει πρόθεση να αξιοποιήσει το μομέντουμ, όπου η Τουρκία βρίσκεται στριμωγμένη από τις οικονομικές εξελίξεις στο εσωτερικό της και από την αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ».
Στην ερώτηση για το τι διαφορετικό θα έκανε ο ίδιος απάντησε: «Δεν θα απέφευγα να θέσω επί της ουσίας τα μεγάλα ζητήματα και την προοπτική της επίλυσης της διαφοράς μας για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ στην Χάγη, με βάση το διεθνές δίκαιο και σαφείς κόκκινες γραμμές. Την κόκκινη γραμμή της Συνθήκης της Λωζάνης, το γεγονός ότι δεν μπορεί να μιλά κανείς για γκρίζες ζώνες».
Πρόσθεσε ότι «εκτιμώ ότι το μόνο που μπορεί να κερδίσει ο κ. Μητσοτάκης είναι ένα μορατόριουμ θερινό, για να μην επαναληφθεί το περυσινό καλοκαίρι όπου έφθασαν να κάνουν έρευνες έξι μίλια έξω από τα νησιά μας».
Ακολούθως κατήγγειλε «την υποκριτική συμπεριφορά της Τουρκίας» και πρόσθεσε ότι «ζητάει αυτή την ώρα μία αναθεώρηση της τελωνειακής σχέσης από την ΕΕ. Αν το πάρει αυτό χωρίς δεσμεύσεις για να προχωρήσει σε επίλυση των διαφορών της με την Ελλάδα επί τη βάση του Διεθνούς Δικαίου τότε εμείς θα είμαστε οι χαμένοι. Μέσα από συζητήσεις δίχως αποτέλεσμα η Τουρκία κερδίζει γιατί παριστάνει στην διεθνή κοινότητα το καλό παιδί, ότι είναι αυτή που κάθεται καλόβουλα να συζητήσει, ενώ είναι αυτή που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες, που έχει προκλητική συμπεριφορά, που κατέχει το βόρειο τμήμα της Κύπρου».
«Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ενοχικά την Συμφωνία των Πρεσπών»
Για την συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βόρειας Μακεδονίας ως «Μακεδονία» ο κ. Τσίπρας απάντησε ότι «αν δεν είχε υπάρξει η Συμφωνία των Πρεσπών όλες οι χώρες του κόσμου και οι σχολιαστές των τηλεοπτικών δικτύων θα λέγανε ότι παίζει η Μακεδονία, τώρα λένε ότι παίζει η Βόρεια Μακεδονία. Και αυτό αναγράφεται παντού. Αυτό είναι μία κατάκτηση. Από εκεί και μετά υπάρχει η συζήτηση για το σηματάκι. Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία στην Βόρεια Μακεδονία είναι οργανισμός ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο όπως και το εμπορικό επιμελητήριο θα μπορούσε να αλλάξει όνομα, αν η ελληνική κυβέρνηση είχε εγκαίρως πιέσει στην βάση της καλής πίστης και μίας συμφωνίας που βάζει τις αρχές αλλά θα πρέπει να εφαρμοστεί».
Κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση ότι αντιμετωπίζει το ζήτημα ενοχικά και εξήγησε: «Δεν φέρνει προς κύρωση τα τρία μνημόνια συνεργασίας που είναι προς όφελος της χώρας. Το ένα από αυτά αφορά την επιτήρηση του εναερίου χώρου από τα ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη. Γιατί δεν τα φέρνει; Γιατί φοβάται τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, του κ. Σαμαρά και άλλων βουλευτών της ΝΔ».
«Αντικίνητρα για μη εμβολιασμένους και “πειθώ” αντί διευκολύνσεων»
Αναφερόμενος στην διαχείριση της πανδημίας ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης εκτίμησε ότι «αυτό που δεν αποτιμάται είναι ότι στην πρώτη φάση της πανδημίας είχαμε σχεδόν 400 απώλειες και στη δεύτερη πάνω από 12.000, 31 φορές περισσότερες απώλειες. Και ότι στις ΜΕΘ των νοσοκομείων είχαμε θνητότητα γύρω στο 60%, ενώ ο ευρωπαϊκός μ.ο. είναι στο 30-35%. Δεν ήταν μόνο η ΜΕΘ του Αγρινίου που είχε 100% θνητότητα, άλλες έξι πόλεις της χώρας (Πύργος, Κέρκυρα, Σέρρες, Κιλκίς, Έδεσσα). Αυτό για όσους λένε ότι τα κάναμε όλα καλά».
Ερωτώμενος για το αν πρέπει να γίνει υποχρεωτικός ο εμβολιασμός των πολιτών κατά του ιού Covid-19, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απάντησε πως «το πολιτικό σύστημα πρέπει να πείσει τους πολίτες να εμβολιαστούν και όχι να καταφεύγει η κυβέρνηση σε πρόωρο άνοιγμα της συζήτησης περί υποχρεωτικότητας».
Στο ίδιο πλαίσιο, τέλος, άφησε ένα «παράθυρο» συναίνεσης για υποχρεωτικό εμβολιασμό σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, ενώ πρόκρινε αντί των διευκολύνσεων σε εμβολιασμένους, την επιβολή «αντικινήτρων» στους μη (να απαιτούνται π.χ. διαρκή rapid test προκειμένου να εισέρχονται σε δημόσιο χώρο).