Πριν καλά-καλά κοπάσει η κατακραυγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τους νόμους κατά της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που προωθεί ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ ‘Ορμπαν, τους οποίους έχει καταδικάσει και η Ιταλία, το σχετικό νομοθετικό διάταγμα που έχει κατατεθεί στο ιταλικό κοινοβούλιο για την προστασία από την ομο-τρανσφοβία και την εκπαίδευση στην ανεκτικότητα και την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας απέναντι σε παρόμοιες προσβλητικές συμπεριφορές, έχει δημιουργήσει αίφνης προβλήματα στη λειτουργία, αλλά και τη συνοχή της ίδιας της κυβέρνησης του Μάριο Ντράγκι, καθώς του άνοιξε και διπλωματικό πόλεμο με το Βατικανό.
Με ρηματικό του διάβημα διαμαρτυρίας, όπως είχε προαναγγείλει και μέσω των σελίδων της εφημερίδας Corriere della Sera ο επικεφαλής της βατικάνειας διπλωματίας αρχιεπίσκοπος Γκάλαχερ, η Αγία Έδρα αποδοκίμασε το “Διάταγμα Τζαν” (που έλαβε το όνομά του από τον εισηγητή του Αλεσάντρο Τζαν), υποστηρίζοντας πως όχι μόνον αυτό συνιστά διάκριση αναφορικά με τις πεποιθήσεις των πιστών Καθολικών και την δημόσια υποστήριξή τους, αλλά κυρίως διότι το άρθρο 7 του κειμένου του παραβιάζει τη Συνθήκη του Λατερανού, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στο ιταλικό, λαϊκό κράτος και το Βατικανού και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Σύμφωνα με την Αγία Έδρα, η παραβίαση του επιμαχου άρθρου αφορά τον αναγκαστικό χαρακτήρα του μαθήματος κατά της ομοφοβίας και την ευαισθητοποίηση για τις έμφυλες προσβολές και τη βία ακόμη και στα προγράμματα στα ιδιωτικά σχολεία και τις καθολικές σχολές.
Υπενθυμίζεται ότι το Σύμφωνο του Λατερανού υπογράφηκε το 1929 από τον Μουσολίνι και τον τότε Πάπα και ουσιαστικά αποτελούσε μία νομιμοποίηση του φασιστικού καθεστώτος, αλλά και του παπικού ελέγχου στην ιταλική κοινωνία. Το Σύμφωνο τροποποιήθηκε μερικά και επικαιροποιήθηκε το 1984 επί πρωθυπουργίας του Μπετίνο Κράξι, μίας άλλης αμφιλεγόμενης πολιτικά προσωπικότητας.
Ο σάλος από την παρέμβαση του Βατικανού, που δικαίως από πολλούς θεωρήθηκε διπλωματική παρέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους, ανάγκασε τον ίδιο τον Ντράγκι να ταχθεί υπέρ του λαϊκού χαρακτήρα του ιταλικού κράτους και να διακηρύξει την ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου να αποφασίζει χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις για τα ζητήματα που απασχολούν την ιταλική κοινωνία. Υπενθύμισε επίσης ο Ντράγκι, που ωστόσο διατηρεί άριστες προσωπικές σχέσεις με την Εκκλησία, πως η Ιταλία ήταν από τις πρώτες χώρες που καταψήφισε τη μεθόδευση του Όρμπαν κατά της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στην Ουγγαρία.
Μία τοποθέτηση που όμως δεν μοιάζει να αποθαρρύνει την Αγία Έδρα, η οποία μέσω του (οιονεί πρωθυπουργού) Κρατικού Γραμματέα της καρδιναλίου Παρολίν διατρανώνει πως ναι μεν αναγνωρίζει ότι η Ιταλία είναι ένα λαϊκό κράτος, όμως το κείμενο είναι ασαφές και θα πρέπει να τροποποιηθεί οπωσδήποτε.
Κάτι που μεγάλο μέρος του ιταλικού πολιτικού φάσματος και ο ίδιος ο εισηγητής Αλεσάντρο Τζαν, απορρίπτει αναφανδόν. Ωστόσο, ήδη έχει γεννηθεί ένα ζήτημα που αναμένεται να φέρει σε δυσκολίες την κυβέρνηση Ντράγκι, καθώς ήδη έχουν καταγραφεί διαφωνίες στους κόλπους της. Ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέτα έχει αναγάγει το Διάταγμα Τζαν σε πολιτική σημαία του και αρνείται κάθε διαπραγμάτευση στο γράμμα και το πνεύμα του, ο Σαλβίνι από την πλευρά του, παίρνει τη θέση της Αγίας Έδρας, θεωρώντας ότι η nota του δεν αποτελεί παρέμβαση στα εσωτερικά της Ιταλίας, μ’ όλο που ο ίδιος αμέσως έσπευσε να παρέμβει στηρίζοντας τον νόμο Όρμπαν.
Η μάχη που θα δοθεί στο κοινοβούλιο για την ψήφιση του Διατάγματος Τζαν αντικατοπτρίζει τις προσπάθειες των κομμάτων για πρωτοκαθεδρία μέσα στις τάξεις της κυβέρνησης. Μέσα σε όλα τούτα, το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι (που ετοιμάζει μία οργανική συμμαχία με τον Σαλβίνι για τις επικείμενες περιφερειακές και μετά για τις βουλευτικές εκλογές) θα αναδειχθεί ο μεγάλος ρυθμιστής: με δεδομένο ότι οι σύμμαχοί του, ο Σαλβίνι και η Τζόρτζια Μελόνι του νεοφασιστικού Fratelli d’ Italia απορρίπτουν το διάταγμα, η ψήφος της Forza Italia, που τηρεί μία επαμφοτερίζουσα θέση, χωρίς ωστόσο να το απορρίπτει αναφανδόν, θα αποκτήσει πολύ μεγάλη σημασία, αλλά και δείκτη για τη συνοχή και συνεργασία της ίδιας της κυβέρνησης Ντράγκι.
Η παρέμβαση του Βατικανού επίσης έχει ανοίξει μία ακόμη ευρύτερη από την διπλωματική και ενδο-πολιτική αναμέτρηση, στην οποία έχουν εμπλακεί αναπόφευκτα οι επιφυλλιδογράφοι και οι πολιτικοί κάθε ιδεολογικής κοπής, συνταγματολόγοι, διεθνολόγοι, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι της θρησκείας, μέχρι και μουσικοί (όπως ο γνωστός ράπερ Fedez, που όπως και σε προηγούμενες ευκαιρίες, φαίνεται να έχει πάρει πατριωτικά την υπεράσπιση του διατάγματος,). Μία αντιπαράθεση που έχει απ’όλα: από μετριοπαθείς απόψεις (όπως του θεολόγου Βίτο Μανκούζο που καλεί την Εκκλησία να αγκαλιάσει την κοινότητα αυτή, αντί να τη φυλακίζει στην σεξουαλικότητά της) και άλλα νομικού και διπλωματικού χαρακτήρα επιχειρήματα, φιλοσοφικές απόψεις, έως φανατικούς αφορισμούς, ιδεολογικά και σκοπιμοθηρικά λιβελλογραφήματα και φυσικά πολλές κοινοτοπίες και “διαξιφισμούς καφενείων”.
Βέβαια η πράξη του Βατικανού, πέρα από το να πυροδοτήσει μία διχαστική αντιπαράθεση στην κοινωνία και την πολιτική της Ιταλίας, είναι πιθανόν να ανασύρει από τα παλιά κατάστιχα παλιές υποθέσεις που απασχόλησαν την ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ιταλικού κράτους και Αγίας Έδρας, όπως φερ’ ειπείν τους μη αποδοθέντες φόρους (για την ακίνητη περιουσία κτλ.) ύψους 11 δισ. ευρώ που οφείλει το Βατικανό και που πριν 3 χρόνια η Ε.Ε. διέταξε με απόφασή της τη Ρώμη να τα εισπράξει, ή και για τις υποθέσεις παιδεραστίας με πρωταγωνιστές ιερείς και άλλα σκάνδαλα που είτε έχουν κρυφτεί “κάτω από το χαλί”, είτε ακόμη μένουν ατιμώρητα ή τους έχει δοθεί άφεση.