Ο αλληλοσπαραγμός που προοιωνίζεται στους κόλπους του ιταλικού Κινήματος Πέντε Αστέρων (M5S), μετά την απόφαση του ιδρυτή και “εγγυητή” του (garante) Μπέπε Γκρίλο να ακυρώσει τη συνεργασία με τον πρώην πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε, την οποία ωστόσο ο ίδιος ο κωμικός είχε αρχικά επιδιώξει, συνιστά μία αποκαλυπτική απόδειξη για τον ρόλο και τα όρια των παρατάξεων που βασίζονται στον λαϊκισμό και στην προσωποπαγή διάσταση της ηγεσίας του.
Με μία ανάρτηση μόλις 60 γραμμών στο προσωπικό του blog ο Γκρίλο υπαινίχθηκε το διαζύγιο με τον Κόντε, στον οποίο προσήψε “έλλειψη οράματος και διαχειριστική (manageriale) ανικανότητα”, εκδηλώνοντας τη διάψευση των προσδοκιών, που ο ίδιος έτρεφε για το πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού και όταν τον κάλεσε να καταστρώσει ένα πρόγραμμα για την ανανέωση και αναδιάρθρωση του Κινήματος, αλλά και όταν ο ίδιος το 2019 τον εκθείαζε ως τον άνθρωπο που “απεκατέστησε την αξιοπρέπεια της Ιταλίας σε ολάκερον τον κόσμο”.
Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει τούτη την αιφνίδια μεταστροφή; Πώς από τη λευκή επιταγή για την επανίδρυση του κόμματος, τώρα ο Γκρίλο καλεί τον Κόντε “πρώτα να διαβάσει τι είναι το Κίνημα και η πλατφόρμα Ρουσώ” και τον κάνει στην άκρη, με κίνδυνο να διασπασθεί το κόμμα; Γιατί έπειτα από τα τέσσερα χρόνια κυβερνητικής θητείας (είτε με τη Λέγκα, είτε με το Δημοκρατικό Κόμμα), μέσα στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων υπάρχουν πλέον στελέχη που έχουν αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας, εμπιστοσύνης και αφοσίωσης ακόμη προς τον Κόντε και ο κίνδυνος της διάσπασης σε περίπτωση που αποτύχει η έστω και in extremis προσπάθεια για μία κάποιας μορφής επανασύνδεση και συνεργασία (που επιχειρήθηκε με την κατ’ ιδίαν συνάντηση Κόντε-Γκρίλο στην κατοικία του δεύτερου την 1η Ιουλίου) είναι κατά πολλούς ορατός, καθώς εκτιμάται πως είναι πάνω από εκατό τα στελέχη και οι κοινοβουλευτικοί που φέρονται πρόθυμοι να ακολουθήσουν τον πρώην πρωθυπουργό.
Όλα τούτα τα ερωτήματα θα πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την καταστατική δομή του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, που εδράζονται στην προσωποπαγή ίδρυση και κάθετη ιεραρχικά λειτουργία τους και υπακούουν στη “λογική του αρχηγού”, στη λαϊκίστικη ρητορεία του. Ακριβώς τον χαρακτήρα του κόμματος θέλησε να διαφυλαξει ο Γκρίλο από οποιαδήποτε μετάλλαξη που μία άλλη, επίσης λαοπρόβλητη προσωπικότητα (όπως ορισμένως ο Κόντε), θα μπορούσε να επιβάλει.
Στον Γκρίλο δεν αρέσει η διαρχία. Τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο, καθώς για το marketing του κόμματος και τη διαχείριση της “πλατφόρμας Ρουσώ”(του οργάνου μέσω του οποίου συμμετοχικά αποφασίζονται και κυρώνονται από τη βάση όλα τα θέματα του κόμματος και τύπος αναδεικνύονται οι υποψήφιοι) υπήρχε η ιδρύτριά της, η οικογένεια των “γκουρού” της τεχνολογίας Καζαλέτζο. Η μονοκρατορία του Γκρίλο μπορει μεν να ανεχθεί συνοδοιπόρους και στυλοβάτες, μπορεί να αποδεχθεί ένα ανακτοβούλιο, όχι όμως κάποιον που θα αυτονομείται και θα τον επισκιάζει Πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κόντε, ξεκινώντας την εργασία για το νέο καταστατικό του κόμματος, αλλά και στη διάρκεια όλης της “συμπόρευσης” διακήρυσσε πως “δεν πρόκειται να αποτελέσει έναν μισερό ηγέτη ή ένα ανδρείκελο-φιγούρα”, αξιώνοντας ανεξαρτησία στη λήψη αποφάσεων και στον σχεδιασμό της στρατηγικής, ώστε η γραμμή του κόμματος να μη γίνεται άθυρμα στις συναισθηματικές και διαθετικές εξάρσεις του ιδιόρρυθμου και εγωπαθούς ιδρυτή του.Η ειρωνεία είναι πως στο κείμενο για την αποπομπή του Κόντε, ο Γκρίλο διατράνωσε πως το κόμμα δεν έχει αυτοκρατορικό χαρακτήρα.
Πλέον ο Κόντε για τον Γκρίλο ενσαρκώνει την τάξη εκείνη των “καθηγητούληδων” (professoroni) που από την αρχή του πολιτεύεσθαί του κατακεραύνωνε πως αγορεύουν μέσα από τα γραφεία τους, δίχως να έχουν επαφή με τον απλό κόσμο και τα προβλήματά του.
Πλέον ο Γκρίλο ανέθεσε στην πλατφόρμα του Καζαλέτζο την πρωτοβουλία για την ανάδειξη μίας επιτροπής που θα δρομολογήσει τις μεταρρυθμίσεις στο κόμμα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον λαϊκισμό της δεξιάς (αρκεί να δούμε τους Τραμπ, Μπολσονάρου, Ορμπάν, Σαλβίνι κ.ο.κ), έτσι και στον αριστερόστροφο λαϊκισμό του Γκρίλο (και τούτο φαίνεται με την επιλογή του αδαούς Λουΐτζι Ντι Μάγιο ως “αντηχείου” του ιδρυτή του M5S) το κριτικό πνεύμα έχει αντικατασταθεί από τον αντι-διανοουμενισμό, στον οποίο φορτώνονται “αι αμαρτίαι” ενός ολάκερου “παλαιοκομματικού” συστήματος, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν με τις ιδέες και την πέννα τους (δες L. Calderoni, Il linguaggio politico della transizione: tra populismo e anticultura. Roma, Armando, 2010).
Για άλλη μια φορά η πλατφόρμα τούτη αναδεικνύεται σε ένα φύλλο συκής για τον αυταρχισμό του Γκρίλο όσον αφορά την πορεία και τις αποφάσεις του κόμματος. Μολονότι, τύποις, είναι ένα όργανο “άμεσης δημοκρατίας” στην ουσία αποτελεί μία παραφθορά της βασικής τούτης διεκδίκησης της Αριστεράς, την οποία έχει διαγουμίσει ο αριστερός (αλλά και ο δεξιός) λαϊκισμός. Όπως έχει αποδείξει η εμπειρία με πολλούς εκλεγμένους με το M5S δημάρχους π.χ., Τζοβάνι Φάβια και ο δήμαρχος της Πάρμας Πιτσαρότι, που απομακρύνθηκαν από την πολιτική του κόμματος, απογοητευμένοι από τις παρεμβάσεις του ηγέτη του, αλλά και η περίπτωση της αναδειχθείσας από τη βάση, μα κομμένης από τον Γκρίλο, υποψήφιας για τη δημαρχία στη Γένοβα Μαριέλα Κασιμάτη, οι αποφάσεις της Ρουσώ καθόλου δεν δεσμεύουν τον αρχηγό. Άλλωστε ο τρόπος που δουλεύει η πλατφόρμα, με την υπαγωγή του αποφασίζειν, αλλά και του πολιτεύεσθαι εν γένει σε “βραχυπρόθεσμους χρόνους”, βάσει των ρυθμών και των αναγκών της επικαιρότητας, που ουσιαστικά εξοβελίζουν την κάθε πολιτική και δημοκρατική συζήτηση και τον κριτικό προβληματισμό.
Εκμεταλλευόμενοι την κόπωση, την αποστροφή του μέσου ανθρώπου απέναντι στους θεσμούς, τις πολιτικές δυνάμεις και τους φορείς του, π.χ. τους διανοούμενους, τους καθηγητές, οι πομποί του λαϊκισμού, περισσότερο από μία ιδεολογία ή έστω και μια πολιτική πράξη πλησιέστερη στη δημαγωγία, εκείνο που θέλουν να ενσταλλάξουν στο ακροατήριό τους είναι μία “νοοτροπία”. Τη νοοτροπία του κοινού ανθρώπου, του εργατικού, του τίμιου, που ταλαιπωρείται από τις θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ, που όχι απλώς παρεμποδίζουν την εξέλιξη και την ευμάρειά του, αλλά πρωτίστως τον ωθούν στο περιθώριο. Μέσα από την αποθέωση της συμμετοχής σε ένα εναλλακτικό κίνημα, που δεν διέπεται από τις κλασσικές ιεραρχικές δομές, αλλά δυνητικά μπορεί να δώσει δυνατότητες να τοποθετηθεί και να εξελιχθεί στον καθένα, ένα τέτοιο κίνημα υπόσχεται να φέρει στο προσκήνιο και όσους υπό άλλες συνθήκες θα ήσαν οι παρίες, οι outsider της πολιτικής. Ενδεικτική ήταν η επίφαση του Γκρίλο για τη συμμετοχικότητα που εξέφρασε ο ίδιος στην παρέμβασή του για την ακύρωση του Κόντε: “Δεν μπορούμε να αφήσουμε ένα κίνημα που δημιουργήθηκε για την εξάπλωση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας να μετατραπεί σε κόμμα ενός ατόμου που διέπεται από το καταστατικό του 17ου αιώνα”.
Ο Γκρίλο με την πλατφόρμα του Καζαλέτζο επικαλείται τη συλλογικότητα, ουσιαστικά προβάλλει και εξαίρει την προσωποποίηση της συμμετοχής του κάθε ψηφοφόρου: υποθάλπτει την άλλοτε χιμαιρική φιλοδοξία του, την αυτάρεσκη ιδέα να λαμβάνεται υπ’ όψη η γνώμη του, να αποφασίζει εκείνος, όπως στα τηλεπαιχνίδια, μέσα από την χρήση του κάθε διαμεσολαβητικού μέσου, της πλατφόρμας λτλ. Μία αυταρέσκεια που βρίσκει συνήθως την αντανάκλασή της στο πρόσωπο του “αρχηγού”, που μιλά την ίδια γλώσσα με αυτούς και μοιράζεται τις αντιπάθειες και τις προσδοκίες τους . Για τον λόγο αυτόν, πολλοί κοινοβουλευτικοί αντιδρούν στην ψηφοφορία για τη διαδικασία μέσω της πλατφόρμας, που ενδεχομένως θα επικύρωνε μέσα από μεθοδεύσεις την τροπή που θέλουν ο ίδιος ο Γκρίλο ακι ο διαμεσολαβητής Καζαλέτζο να πάρει η μεταρρύθμιση του κόμματος. Όπως για παράδειγμα, το σημαίνον μέλος της κεντρικής επιτροπής Βίτο Κρίμι, που εξέφρασε τον σκεπτικισμό του για την κίνηση του Γκρίλο να ακυρώσει τη διαδικασία μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησε για το κόμμα ο Κόντε: “Ο Μπέπε Γκρίλο κάλεσε την εκτελεστική επιτροπή να ψηφίσει, αποτρέποντας μια συζήτηση και μια αξιολόγηση της προτεινόμενης αναδιοργάνωσης και της επανέναρξης του Κινήματος ΠέντεΑστέρων στο οποίο εργάστηκε ο Κόντε τους τελευταίους μήνες, κατόπιν αιτήματος του ίδιου του Μπέπε. Για την ψηφοφορία, δεν συμφωνώ με την απόφασή του” και προειδοποιεί πως “η ψηφοφορία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην πλατφόρμα Ρουσώ, καθώς απαγορεύεται η επεξεργασία των δεδομένων των μελών του Κινήματος. Επιπλέον, επιτρέποντας αυτό, παραβιάζει τις διατάξεις εγγυήσεων περί απορρήτου”.
Όμως ο Γκρίλο είναι αποφασισμένος να μην αφήσει να αλλοιωθεί η ουσία και μορφή του κινήματος που ίδρυσε και τούτη την αρχική του μορφή πασχίζει να διατηρήσει. Ιδίως ενόψει των εκλογών, που λογικά θα πραγματοποιηθούν το 2023 και με την ολοκλήρωση του reset που μεθοδεύει ελέω Βρυξελλών η δοτή κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι και στην οποία συμμετέχει και το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Μία κυβέρνηση η οποία έχει κυριολεκτικά “αδειάσει” την δεξιά παράταξη (είτε εντός της κυβέρνησης, Forza Italia, Lega, είτε εκτός: Fratelli d’Italia), καθώς δεν έχει μείνει κάποια πολιτική τους πρόταση που δεν έχει δρομολογηθεί: άρση της απαγόρευσης των απολύσεων και των εξώσεων, με ταυτόχρονη ταπείνωση των δουλικών συνδικάτων, κατάργηση του cash back (στο οποίο αντιτίθετο το M5S) ως οπισθοδρομικού μέτρου, με τους πακτωλούς που προετοιμάζει για τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τις ιδιωτικοποιήσεις με δημόσιο χρήμα, περιστολές των δικαιωμάτων στην απεργία και στις κλαδικές συμβάσεις, ενίσχυση της αστυνομίας και των κατασταλτικών μέτρων κατά διαδηλωτών, απεργών και μεταναστών, συμφωνίες με Τουρκία και Λιβύη για να μειωθούν οι μεταναστευτικές ροές, συμφωνίες με ΝΑΤΟ και εξοπλισμοί, υποχώρηση από τα ανοίγματα (επί συγκυβέρνησης M5S/Lega) προς την Κίνα. Μέτρα που θα δημιουργήσουν κοινωνικό αναβρασμό και πολιτικούς κλυδωνισμούς, που ένα ακραιφνώς λαϊκιστικό κόμμα αναμένει. Γιατί σε γενικές γραμμές ο λαϊκισμός αναδύεται ως αντίδραση σε μία κρίση, η οποία ενδέχεται να συνδέεται με την θεσμικο-πολιτική ή μία οικονομική κρίση ή διαφθορά και τη σύνδρομη κρίση νομιμότητας και αξοπιστίας ολάκερου του πολιτικού συστήματος. Όπως εκείνο το κενό που δημιουργήθηκε στην Ιταλία και οδήγησε σε απονομιμοποίηση των κυβερνήσεων και την επέμβαση της τρόικας υπέρ της τεχνοκρατικής κυβέρνησης Μόντι και μέσα στον κυκεώνα των επιθετικών ιδιωτικοποιήσεων είχε δώσει ώθηση στο Κίνημα του Γκρίλο.
Μία μάχη που αναμένεται λυσσαλέα καθώς σχεδόν όλα τα κόμματα διεκδικούν με τον ίδιο λαϊκιστικό τρόπο και με την ίδια τακτική (της ανάδειξης ενός εχθρού) την ψήφο της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως εύστοχα παρατηρεί και ο C. Mudde, (The Populist Zeitgeist, p.551), ο λαϊκισμός “έχει μετατραπεί πλέον σε κανονικό χαρακτηριστικό των δυτικών δημοκρατιών”. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως σήμερα, τη εξαιρέσει του ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος (Pd) Ενρίκο Λέτα, που ίσως είναι φερέφωνο των πολιτικο-οικονομικών ελίτ της Ιταλίας και της Ε.Ε., όλοι οι υπόλοιποι ηγέτες εντός και εκτός κυβέρνησης είναι εκπρόσωποι σε διαφορετικό βαθμό του ντόπιου λαϊκισμού κάθε μορφής, δεξιού τε και αριστερού: Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Ματέο Σαλβίνι, Μπέπε Γκρίλο, Ματέο Ρέντσι, Τζόρτζια Μελόνι.
Συνεπώς η λαϊκιστική τακτική αναμένεται να αποδειχθεί αποφασιστικής σημασίας και ο Γκρίλο το γνωρίζει καλά. Το δείχνει αυτό αντικατάσταση της κοινοβουλευτικής από την τηλεοπτική αναμέτρηση, με την αντίστοιχη καταρράκωση του πολιτικού λόγου και των λογικών επιχειρημάτων, προς όφελος μίας θεαματικής λογομαχίας, εν είδει πυγμαχικού αγώνα με σκοπό το νοκ-άουτ του αντιπάλου. Η όποια αποδοχή οφείλεται όχι στον λόγο αλλά στην προσωπικότητα και την ένταση και όχι στο περιεχόμενο της ομιλίας του “πρωταγωνιστή”.
Η τακτική του “vaffa’ ” (άει και…), με την οποία ο Γκρίλο ισοπέδωνε κάθε αντίπαλο επιχείρημα, μπορεί μεν να διατηρεί την αποτελεσματικότητά της, όμως σε κοινωνικά δυστοπικές συγκυρίες και πολιτικά αδιέξοδα πιο σημαντικά αναδεικνύονται τα απτά αποτελέσματα κι όχι οι αφηρημένες υποσχέσεις και οι αφορισμοί – που όταν έφθασε η ώρα το M5S να βρεθεί στην κυβέρνηση (π.χ. κατώτατο εγγυημένο εισόδημα) έμειναν ανεκπλήρωτα.
Επιπλέον, το πρόβλημα όμως είναι μήπως ο Γκρίλο πληρώσει την εγωπάθειά του καθώς, όπως διδάσκει η Αρχαία Τραγωδία, μετά την ύβριν έρχεται η τίσις: σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ένα κόμμα του Κόντε θα έφθανε στο 15%, αποσπώντας ψήφους από το M5S, που θα υποχωρούσε ίσως και κάτω του 10%. Ενώ και στο επίπεδο της προσωπικής δημοφιλίας (ακόμη ένας τομέας που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον κωμικό) ο Γκρίλο ηττάται από τον Κόντε, έχοντας χάσει μέσα σε μία ημέρα πάνω από 3000 followers, αντίθετα με τον πρώην πρωθυπουργό που κράτησε σταθερό το ακροατήριό του. Σε περίπτωση που παρά τις προσπάθειες για κατευνασμό μέσα στο κόμμα, οι 100 από τους 120 κοινοβουλευτικούς του, αποφασίσουν να ακολουθήσουν τον Κόντε, τότε ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί ο μοιραίας άνθρωπος για τον συνηθισμένο στην πολιτική opera comique Μπέπε Γκρίλο.