Οι σκηνές από την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν είναι φυσικά λιγότερο δραματικές από εκείνες της Σαϊγκόν το 1975, αλλά ίσως περισσότερο σημαντικές διεθνοπολιτικώς.
Όταν τελείωνε ο πόλεμος του Βιετνάμ, το ρήγμα μεταξύ ΕΣΣΔ και κομμουνιστικής Κίνας ήδη είχε συμβεί. Οι ΗΠΑ έφευγαν ταπεινωμένες, ωστόσο η εξωτερική πολιτική Νίξον απέδιδε ήδη καρπούς.
Σήμερα, αντί οι ΗΠΑ να προκαλούν στους αντιπάλους τους ρήγματα, τους συνασπίζουν, ενώ υποφέρουν στο εσωτερικό του δικού τους μπλοκ. Η ήττα στο Βιετνάμ έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός σταθεροποιημένου διεθνούς περιβάλλοντος. Η ήττα στο Αφγανιστάν έρχεται μέσα σε μια συγκυρία αποσταθεροποίησης και μετασχηματισμού.
Οι ΗΠΑ από τον πόλεμο του Βιετνάμ πήραν κάποια μαθήματα και άντλησαν ορισμένα διδάγματα: κατέστησαν τις ένοπλες δυνάμεις τους επαγγελματικές, περιόρισαν τον ρόλο της ειδησεογραφικής κάλυψης στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, προσπάθησαν να μειώσουν το οικονομικό κόστος των πολεμικών τους αναμετρήσεων και απέφευγαν τις μακρόχρονες χερσαίες εμπλοκές. Δυστυχώς (και) για τις ίδιες τις ΗΠΑ, στην πορεία λησμονήθηκαν αρκετά από τα παραπάνω.
Ο 21ος αιώνας βρήκε τις ΗΠΑ να εμπλέκονται σε εξαιρετικά μακροχρόνιες συγκρούσεις, προσπαθώντας μάλιστα να ξοδέψουν όσο το δυνατόν λιγότερα και αναπτύσσοντας όσο λιγότερους από τους στρατιώτες τους, εφαρμόζοντας ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο διοίκησης, με σειρά εργολάβων και υπεργολάβων. Η απρονοησία τους ωστόσο δεν σταμάτησε εκεί: αυτές οι μακρόχρονες εκστρατείες είχαν ξεκινήσει με την ελπίδα γρήγορων νικών, αλλά και με εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους: Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία ήταν στην πραγματικότητα όχι μόνο πόλεμοι αλλά και επεμβάσεις αλλαγής καθεστώτων και κρατικής ανοικοδόμησης.
Για όσους έχουν μελετήσει την ιστορική εμπειρία πρόκειται για τριπλό (τουλάχιστον) λάθος: η προσπάθεια να κερδηθούν απαιτητικές εκστρατείες με λίγες συγκριτικά δυνάμεις έχει καταρριφθεί από τότε που ο Νικίας είχε πείσει τους αρχαίους Αθηναίους να στείλουν το δυνατόν λιγότερους πολεμιστές τους, στην Σικελική Εκστρατεία. Η εκτίμηση περί σύντομων εκστρατειών απέναντι σε δύσκολους (για διαφορετικούς λόγους) αντιπάλους έχει αποδειχτεί καταστροφική ως υπόθεση εργασίας από το χειμώνα του 1914. Και ο συνδυασμός αλλαγής καθεστώτων και κρατικών ανοικοδομήσεων είναι τόσο κοστοβόρος και απαιτεί τόσο καλή ενσυναίσθηση (όχι μόνο γνώση), ώστε σχεδόν ποτέ δεν έχει υλοποιηθεί επιτυχώς.
Κάπως έτσι, μετά από 2,5 περίπου τρις. δολάρια και είκοσι χρόνια, οι ΗΠΑ αποχωρούν από το Αφγανιστάν αφήνοντας ουσιαστικά ελεύθερο το πεδίο στους Ταλιμπάν και ευρισκόμενες στην ανάγκη των περιφερειακών συμμάχων τους (Πακιστάν, Τουρκία και κράτη του Κόλπου) προκειμένου να επιτευχθεί κάποιας μορφής ομαλότητα στην περιοχή.
Πρόκειται για μια ταπεινωτική ήττα, η οποία δείχνει τα όρια της αμερικανικής ισχύος: αυτή που ήταν στην αφετηρία της η εκστρατεία με την ισχυρότερη εσωτερική υποστήριξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με έναν απομονωμένο αντίπαλο, με συμμάχους μέσα στο Αφγανιστάν και χωρίς πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων για τις επεμβαίνουσες δυνάμεις, απλώς αποδείχτηκε πολύ μακρόχρονη και πολύ ακριβή, ώστε οι τελευταίες να στηρίξουν τους ντόπιους συμμάχους τους για όσο θα χρειαστεί. Θα απαιτούνταν για δεκαετίες, δεκάδες χιλιάδες στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, προώθηση δύσκολων μεταρρυθμίσεων και πραγματικά προγράμματα κρατικής ανοικοδόμησης. Αντί όλων αυτών, οι ΗΠΑ επέκτειναν το εμπόριο ναρκωτικών, συνέτειναν σε ένα προσφυγικό ρεύμα εξόδου εκατομμυρίων, αφήνουν πίσω τους θεσμούς ανεπαρκέστατους, στα όρια του αποτυχημένου κράτους και, το κυριότερο, από το 2007 ουσιαστικά δίνουν έναν πόλεμο έχοντας δηλώσει ότι θέλουν να φύγουν και να εγκαταλείψουν στην πράξη τους ντόπιους συμμάχους τους.
Βεβαίως μέσα στην ήττα υπάρχει και ένα άλλο σενάριο: από καιρό, οι Ταλιμπάν λειτουργούν (όπως και άλλοι τζιχαντιστές) περίπου σαν μισθοφορικές δυνάμεις. Με μια καλή συμφωνία, με εγγυητές τους προαναφερθέντες συμμάχους της Ουάσιγκτον, θα μπορούσαν εύκολα να αποδειχτούν οι δυνάμεις αυτές, μέσα πίεσης προς την Ρωσία και την Κίνα: μη κρατικοί δρώντες, έχοντες ισχυρή κρατική υποστήριξη, ικανοί να μεταφέρουν μακρόχρονο πόλεμο φθοράς στα σύνορα ή και μέσα στα παραπάνω κράτη. Με την απομακρυσμένη αν και αφανή υποστήριξη των ΗΠΑ, τα μη επανδρωμένα οχήματα της Τουρκίας, τα πετροδολάρια των μοναρχιών του Κόλπου και τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν, μια μαύρη τρύπα εξαγωγής συγκρούσεων διαμορφώνεται αρκετά εύκολα, αν και με τον κίνδυνο να δαγκώσει ξανά τους χρηματοδότες της. Εξ ου και οι ευρασιατικές δυνάμεις πρέπει στα σοβαρά να σκεφτούν τι θα κάνουν σε σχέση με το Αφγανιστάν. Η οικονομική παρέμβαση της Κίνας δύσκολα θα αρκέσει. Αναλόγως της εξέλιξης των πραγμάτων, η Ρωσία μπορεί να αντιμετωπίσει και πάλι δύσκολα διλήμματα.
Σε κάθε περίπτωση, η έρημη πλέον, γιγαντιαία, πρώην βάση στο Μπαγκράμ αποτελεί το μέτρο της διεθνούς αξιοπιστίας και ισχύος των ΗΠΑ. Η υπερδύναμη θέλει να ελέγξει τον κόσμο αλλά δεν το μπορεί. Αμφίθυμη, ταλαντεύεται μεταξύ των εσωτερικών της κλυδωνισμών και των δεσμεύσεών της προς εκείνους οι οποίοι την υποστήριξαν και βλέπει ότι η αξιοπιστία κοστίζει πάρα πολύ.
Η περίοδος των παγκοσμίων υπερδυνάμεων φθίνει και εκείνη των περιφερειακών δυνάμεων, με παγκόσμιες επιπτώσεις ανέρχεται. Μαζί της φέρνει αστάθεια και πόλεμο στα μέρη μας και ευρύτερα.