Συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές στις 29 Ιουνίου καθώς διέσχιζε τη συνοριακή γραμμή Τουρκίας-Ελλάδας. Η Μεράλ Σιμσέκ είναι Κούρδισσα συγγραφέας, μητέρα δύο παιδιών, και υπό διωγμό από το καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στην Τουρκία η Μεράλ Σιμσέκ κατηγορείται για διάδοση “τρομοκρατικής προπαγάνδας” και για συμμετοχή σε “τρομοκρατική οργάνωση” αν και απλά μέλος της παγκόσμιας ομοσπονδίας συγγραφέων, PEN.
Στην Ελλάδα η Μεράλ Σιμσέκ, διασχίζοντας τα σύνορα περίμενε μια άλλη υποδοχή, από αυτήν που τελικά βίωσε και σήμερα καταγγέλλει. Η Κούρδισσα συγγραφέας μαζί με μια γυναίκα από τη Συρία κακοποιήθηκαν σωματικά και λεκτικά, ξυλοκοπήθηκαν για ώρες, τις ξεγύμνωσαν, και τελικά τις πέταξαν στον Έβρο ποταμό μετά από μια βασανιστική κράτηση 24 ωρών. Οι ίδιες ελληνικές αστυνομικές αρχές κατάσχεσαν τον υπολογιστή, το κινητό τηλέφωνο αλλά και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό από τη συγγραφέα και τη συγκρατούμενή της.
Πίσω ξανά στην Τουρκία η Σιμσέκ και η Σύρια συνελήφθησαν εκ νέου για παραβίαση των νέων ταξιδιωτικών περιορισμών. Η συγγραφέας αφέθηκε τελικά ελεύθερη μετά από παραμονή οκτώ ωρών σε κρατητήριο της Τουρκίας. Η Σύρια, ίσως, να βρίσκεται σήμερα σε κάποια δομή φιλοξενίας προσφύγων.
Η Σιμσέκ είναι μια συγγραφέας με διεθνή αναγνώριση. Μάλιστα, το 2021 μια ποιητική της συλλογή μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου η απορία της είναι εύλογη: “Όταν τους βολεύει χρησιμοποιούν τα ποιήματά μου. Αλλά δεν δυσκολεύτηκαν να με στείλουν πίσω στη χώρα, όπου διώκομαι για τις σκέψεις και τα πιστεύω μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από ώρες ξυλοδαρμού, κακοποίησης και σωματικού ελέγχου με αφαίρεση ρούχων, μας παράτησαν σε έναν βάλτο για ώρες”.
Ο ξυλοδαρμός και η κακοποίηση που υπέστη η Μεράλ Σιμσέκ στα χέρια των ελληνικών αστυνομικών-συνοριακών αρχών επιβεβαιώνεται από ιατρική γνωμάτευση. Τα σημάδια και οι μώλωπες στο σώμα της είναι σημάδια ξυλοδαρμού και όχι ταλαιπωρίας από την περιπλάνησή της στα δάση του Έβρου.
Διηγήθηκε στον ιστότοπο “Bianet” όλα όσα βίωσε στην Ελλάδα μαζί με τη Ντισλέ από τη Συρία: “Στις 29 Ιουνίου, γύρω στις οκτώ η ώρα το πρωί, διέσχισα τον Έβρο. Περπατούσα για περίπου δύο ώρες. Στον δρόμο συνάντησα μια γυναίκα, την Ντισλέ. Από όσο γνωρίζω αυτή η γυναίκα τώρα εστάλη σε κάποιο καταυλισμό προσφύγων. Συνεχίσαμε να περπατάμε μαζί. Συνοριοφύλακες μάς είχαν πάρει στο κατόπι. Καταφέραμε να τους ξεφύγουμε τουλάχιστον 17 φορές. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε μια δασική περιοχή με πυκνή βλάστηση και πέσαμε πάνω σε έναν βάλτο. Περιμέναμε εκεί για ώρες ενώ αισθανόμασταν την παρουσία ζώων, όπως αλεπούδες και αγριογούρουνα. Παράλληλα βλέπαμε τις αρχές να μας πλησιάζουν. Δικηγόροι μάς είχαν προειδοποιήσει: ‘Μην σας πιάσουν, θα σας απελάσουν’.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σε έναν κεντρικό δρόμο και είδαμε ένα όχημα της ελληνικής αστυνομίας. Αναθαρρήσαμε και το ηθικό μας αναπτερώθηκε. Τους ανέλυσα την κατάστασή μου και ζήτησα τη βοήθειά τους. Τους είπα ότι είμαι μέλος του PEN και ότι εκκρεμούν δικαστικές υποθέσεις σε βάρος μου στην Τουρκία. Ανέφερα ότι περπατούσαμε για 15 ώρες, χωρίς τροφή, χωρίς νερό. Ήμασταν σε άθλια κατάσταση. Ζήτησαν τις ταυτότητές μας, τις πήραν και ανέφεραν τα στοιχεία μας σε κάποιους, δεν κατάλαβα με ποιους μιλούσαν. Ένα άλλο όχημα της αστυνομίας πλησίασε. Ξαφνικά ο τόπος γέμισε αστυνομικούς. Μας ξεγύμνωσαν για να μας κάνουν σωματικό έλεγχο. Κοίταξαν τα αιδοία μας. Μας κακοποίησαν. Τα τηλέφωνά μας χτυπούσαν, αλλά μας τα είχαν πάρει. Βλέποντας τις κλήσεις στα κινητά, έφεραν ένα άλλο πολύ μεγαλύτερο όχημα χωρίς πινακίδες. Μας έβαλαν στο όχημα. Εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη ότι θα μας πετάξουν στο ποτάμι. Το όχημα μύριζε αίμα, αφού ολοφάνερα είχε ξαναχρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες καταστάσεις. Το όχημα έζεχνε από τη μυρωδιά ούρων και ακαθαρσιών. Σκεφτόμουν ‘μακάρι να μας πάνε σε κάποιο κέντρο απέλασης και να μας αναλάβουν εκεί οι δικηγόροι’. Αλλά τελικά μας πήγαιναν κάπου πολύ απόμερα. Ο οδηγός άλλαξε δύο φορές. ‘Θα μας σκοτώσουν’, σκέφτηκα. Μας είχαν μέσα στο αυτοκίνητο για δύο ώρες και δεν σταματούσαν πουθενά.
Κάποιος μιλούσε τουρκικά. Μας ανάγκασαν να κατέβουμε. Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι ήμασταν στις όχθες ενός ποταμού. Παντού γύρω μας αξιωματικοί, με ή χωρίς μάσκες. Προσπάθησα πάλι να εξηγήσω την περίπτωσή μου στα τουρκικά. Τους εκλιπαρούσα κάνοντας λόγο για παραβίαση των δικαιωμάτων μας. Τους είπα ότι ‘μου έκαναν τα ίδια στη φυλακή του Εντιρνέ’. Μόλις το είπα αυτό άρχισαν να με δέρνουν με γκλομπ. Με χτύπησαν άσχημα. Την Ντισλέ την πέταξαν σε μια βάρκα. Μέσα στη βάρκα ήταν δύο άτομα αφρικανικής καταγωγής. Μας κοιτούσαν με τρόμο. Πέταξαν τα σακίδια μας στη βάρκα αλλά δεν έδωσαν τις τσάντες μας. Με πέταξαν στη βάρκα, αντιστάθηκα και έπεσα στο ποτάμι. Έβλεπα ήδη τους Τούρκους στρατιώτες στην άλλη πλευρά. Κολυμπούσα και τελικά με τράβηξε στη βάρκα η Ντισλέ. Παραδοθήκαμε στους Τούρκους και μας συνέλαβαν για παραβίαση των ταξιδιωτικών περιορισμών…”.
Κεσκίν: Θα προσφύγουμε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο κατά της Ελλάδας
Η Ερέν Κεσκίν, δικηγόρος και αντιπρόεδρος της τουρκικής Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IHD), υποστηρίζει ότι η Ελλάδα διέπραξε σοβαρό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας στην περίπτωση της Μεράλ Σιμσέκ. Υπάρχουν στοιχεία και πειστήρια του ξυλοδαρμού. Τόνισε ότι η Ένωση θα προσφύγει αρχικά στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αλλά και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών κατά της Ελλάδας.
“Αυτή η γυναίκα και η οικογένειά της έχουν υποστεί διώξεις και πιέσεις στην Τουρκία. Έχει υπάρξει θύμα αστυνομικής βίας, παρενόχλησης και απαγωγής. Διώκεται για προπαγάνδα λόγω των σκέψεών της. Είναι μια προσωπικότητα της λογοτεχνίας, μια καλλιτέχνης. Έχει επίσης καρδιακή νόσο και πρόβλημα με τους πνεύμονές της. Άφησε τα δύο παιδιά της πίσω και έφυγε από την Τουρκία για να αποφύγει τη φυλακή. Επέλεξε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη σε μια χώρα που θεωρείται το λίκνο της δημοκρατίας και τελικά υπέστη τα ίδια. Βλέπετε, τελικά, τα κρατικά κέντρα εξουσίας και οι αστυνομικές οργανώσεις δεν διαφέρουν”, υπογραμμίζει η Ερέν Κεσκίν.