ΑΘΗΝΑ
13:07
|
22.11.2024
Τα σημάδια που παραβλέφθηκαν, αγνοήθηκαν ή απλά υποτιμήθηκαν γιατί το 2000 ήταν ακόμα πολύ μακριά.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

“Η κλιματική αλλαγή ξεκίνησε το 1960”, αλλά, “κανείς, συμπεριλαμβανομένων των κλιματολόγων, δεν την αναγνώρισε”. Αυτή η φράση είναι γραμμένη στην πρώτη σελίδα μιας αρχικά διαβαθμισμένης έκθεσης που εκπόνησε η CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών) των Ηνωμένων Πολιτειών, τον Αύγουστο του 1974.

Ήταν μια πρώτη έρευνα για τα δυνητικά προβλήματα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οι αλλαγές των κλιματολογικών συνθηκών στην υπηρεσία, την αμερικανική και παγκόσμια πολιτική σκηνή. Και η διάγνωση ήταν δραματική.

Από τον Αύγουστο του 1974 η CIA προειδοποιούσε για την έλευση μιας νέας εποχής περίεργων καιρικών φαινομένων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πολιτική αναταραχή και ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης (που από μόνο του αποτελούσε για τη CIA αιτία αστάθειας). Οι Αμερικανοί δεν φαντάστηκαν κατ’ ανάγκη μια νέα εποχή υψηλών θερμοκρασιών, αφού είχαν ακούσει επιστήμονες  και είχαν διαβάσει μελέτες που μιλούσαν για παγκόσμια υπερθέρμανση και ψύξη του πλανήτη. Η κατεύθυνση που θα έπαιρνε ο υδράργυρος δεν ήταν αυτό που ενδιέφερε τη CIA. Αυτό που την “έκαιγε” ήταν οι πολιτικές επιπτώσεις.

Καταιγίδα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης το 1962

“Η κλιματική αλλαγή ξεκίνησε το 1960”, προειδοποιεί η CIA αλλά την αγνοούν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η πλήρης καταστροφή της σοδειάς στη Σοβιετική Ένωση και στην Ινδία αποδόθηκε στον κακό καιρό, σε μια συγκυριακή ατυχία. Οι ΗΠΑ έστειλαν τα σιτηρά τους στην Ινδία, οι Σοβιετικοί έσφαξαν τα ζώα τους για να τραφούν και ο πρωθυπουργός Νικίτα Χρουστσόφ αθόρυβα αποκαθηλώθηκε από την εξουσία. “Ο πλανήτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου”, ισχυρίζεται η έκθεση της CIA, “αλλά ο κόσμος τον αγνοεί καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχώς αυξάνεται και επενδύει στην ενέργεια, την τεχνολογία, την ιατρική”. 

Εν τω μεταξύ, ο καιρός με τα περίεργα γυρίσματά του αλλάζει κατεύθυνση και κινείται στα δυτικά των αφρικανικών κρατών που βρίσκονται κάτω από τη ζώνη της Σαχάρας. Οι άνθρωποι που ζουν στη Μαυριτανία, τη Σενεγάλη, το Μαλί, την Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα “έγιναν τα πρώτα θύματα αυτής της κλιματικής αλλαγής”, ανέφερε η μελέτη της CIA. Ωστόσο, τα όσα δεινά προκάλεσε ο κακός καιρός στους πολίτες των δυτικοαφρικανικών κρατών υπερκεράστηκαν από άλλα εσωτερικά και πιο υπαρξιακά προβλήματά τους και  οι πλουσιότερες χώρες δεν ασχολήθηκαν με τους Αφρικανούς.

Οι συνέπειες, όμως, αυτής της κλιματικής αλλαγής άρχισαν να εξαπλώνονται σε άλλα σημεία του κόσμου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 υπήρχαν αναφορές για ξηρασίες, καταστροφές καλλιεργειών και πλημμύρες στη Βιρμανία, στο Πακιστάν, στη Βόρεια Κορέα, στην Κόστα Ρίκα, στην Ονδούρα, στην Ιαπωνία, στον Ισημερινό, στην Κίνα, στην Ινδία, στη Σοβιετική Ένωση και στις ΗΠΑ. Ελάχιστοι έδειχναν πρόθυμοι να αναγνωρίσουν ένα μοτίβο και η CIA παρατηρούσε: “Οι τίτλοι στις εφημερίδες από όλο τον κόσμο μιλούν για μια κατάσταση που δεν μπορούμε ακόμα να κατανοήσουμε ή απλά δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε”.

Ξηρασία και νομάδες νότια της Σαχάρας το 1972

Υπήρχαν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις που έβλεπαν τον κίνδυνο. Κάποιοι επιστήμονες μιλούσαν ήδη για τις αλλαγές στο κλίμα. Οι εφημερίδες φιλοξενούσαν άρθρα στις στήλες τους, η τηλεόραση έκανε ρεπορτάζ και εκπομπές και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, έθιξε το θέμα σε ομιλία του το 1965. Επιπλέον, λίγους μήνες πριν από την έκθεση της CIA ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, από το βήμα του ΟΗΕ, μίλησε για “τα προβλήματα που η επιστήμη βοήθησε να δημιουργηθούν” εκφράζοντας την ανησυχία του πως ο αναπτυσσόμενος κόσμος σήμερα απειλείται από την “πιθανότητα των κλιματικών αλλαγών στη ζώνη των μουσώνων και ίσως σε όλο τον κόσμο”. Το συμπέρασμα από τους αναλυτές της CIA ήταν ένα: η κλιματική αλλαγή δεν προσέλκυε την προσοχή που της άρμοζε, οι συζητήσεις ήταν εν πολλοίς ακαδημαϊκές. Το θέμα δεν έφτανε στους πολίτες, ή κανείς δεν ήθελε να τους ανησυχήσει.

Λίγα χρόνια αργότερα η έκθεση της CIA έφτασε στα χέρια των δημοσιογράφων της εφημερίδας, “Νιου Γιορκ Τάιμς”. Ήταν Φεβρουάριος του 1977, το πρόβλημα της καύσης ορυκτών καυσίμων αντιμετωπιζόταν ως μέρος της πετρελαϊκής κρίσης ενώ οι λιμοί στο εξωτερικό έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα. “Η κλιματική κρίση μοιάζει ακόμα κάτι μακρινό”, έγραφαν καθησυχαστικά οι “Νιου Γιορκ Τάιμς”, “αλλά καθώς οι Αμερικανοί βιώνουν τις δυσκολίες του ασυνήθιστου καιρού σε συνδυασμό με τις ελλείψεις πετρελαίου, μήπως αυτό μπορεί να ξεκλειδώσει κάποια αλλαγή;”, αναρωτιούνταν. Σύμφωνα με την εφημερίδα τόσο οι εμπειρογνώμονες στον τομέα της ενέργειας όσο και του κλίματος συμμερίζονταν την ελπίδα “ότι η τρέχουσα (σ.σ. πετρελαϊκή) κρίση είναι αρκετά σοβαρή και αρκετά κοντά στο σπίτι μας για να ενθαρρύνει το ενδιαφέρον και τον προγραμματισμό που απαιτείται για την αντιμετώπιση αυτών των μακροπροθέσμων ζητημάτων (σ.σ. κλιματική αλλαγή) προτού αυτά επιδεινωθούν περισσότερο”. Η ίδια η CIA ανησυχεί για το πόσο καθυστερεί μια συζήτηση για την κλιματική αλλαγή κατά το τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα, αλλά χάνει την ουσία και επιλέγει να μην βάλει το χέρι επί τον τύπον των ήλων, δηλαδή να “χτυπήσει” ή έστω να θίξει το μονοπώλιο των βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων. 

Οι “προφήτες της καταστροφής” και η παλιά φρουρά

Το 1976, ένας νεαρός κλιματολόγος ονόματι Στέφεν Σνάιντερ αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα κάποιος από την επιστημονική κοινότητα να ταράξει τα νερά. Ως απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κολούμπια ο Σνάιντερ αναζητούσε ένα πρότζεκτ που θα έκανε τη διαφορά και τον ίδιο ενδεχομένως διάσημο. Μετά από τόσα πρωτοσέλιδα για ξηρασίες, πλημμύρες και λιμούς ο Σνάιντερ θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη συγκυρία για ένα βιβλίο εκλαϊκευμένης επιστήμης για τους κινδύνους που θα μπορούσε να προκαλέσει η κλιματική αλλαγή στον πλανήτη.

Το 1976 κυκλοφόρησε το βιβλίο με τίτλο “The Genesis Strategy” (σ.σ. Η Στρατηγική της Γένεσης”). Ο Σνάιντερ δεν ήθελε να ταυτιστεί ούτε με τους επονομαζόμενους “προφήτες της καταστροφής” αλλά ούτε με τους υπεραισιόδοξους. Πίστευε ότι ήταν σημαντικό να προσδώσει στην κλιματική αλλαγή τη σοβαρότητα που της άξιζε και να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κόσμου. Και το πέτυχε. Ο αστροφυσικός Καρλ Σέιγκαν μίλησε με τα καλύτερα λόγια για το βιβλίο του Σνάιντερ, οι “Νιου Γιορκ Τάιμς” και η “Ουάσινγκτον Ποστ” έγραψαν διθυραμβικές κριτικές και ο δημοφιλής παρουσιαστής Τζόνι Κάρσον τον κάλεσε στο τηλεοπτικό “Tonight Show”.

Όλη αυτή η προβολή ενόχλησε την “παλιά φρουρά” που ξεκίνησε μια εκστρατεία απαξίωσης του “The Genesis Strategy”. Ο Χέλμουτ Λάντσμπεργκ είχε διατελέσει διευθυντής της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ και ήταν καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ. Στην κριτική του για την “Αμερικανική Γεωφυσική Ένωση” ο Λάντσμπεργκ χαρακτήρισε το βιβλίο του Σνάιντερ “ένα ποτπουρί επιστήμης, φύσης και πολιτικής”, ένα βιβλίο που “αγγίζει και μιλά για πολλά , όπως υπόσχεται, αλλά με τρόπο ανειδίκευτο και απείθαρχο”.

Το ακτιβιστικό πνεύμα του Σνάιντερ δεν συμφωνεί με την ιδεολογία του Λάντσμπεργκ που πιστεύει ότι ο ρόλος του κλιματολόγου είναι μακριά από τη δημόσια σφαίρα, ειδικά όταν πρόκειται για τα απρόβλεπτα και αβέβαια συστήματα μοντελοποίησης του κλίματος. Σύμφωνα με τον Λάντσμπεργκ το βιβλίο του Σνάιντερ έθετε σε κίνδυνο την αξιοπιστία των επιστημόνων που ασχολούνται με το κλίμα. Στην κριτική του ο Αμερικανός καθηγητής του Μέριλαντ ανέφερε ότι ο Σνάιντερ επιδιώκει να μετατρέψει τους επιστήμονες σε πολιτικούς. “Αν θέλει να θεωρείται σοβαρός επιστήμονας, θα έπρεπε να περνάει περισσότερη ώρα στις βιβλιοθήκες και όχι σε πάνελ συζητήσεων και σεμιναρίων, όπως αρέσκεται”, σχολίασε τότε ο Λάντσμπεργκ.

Ο μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος σε άρθρο στο ιστολόγιό του αναφέρεται στον Σνάιντερ αλλά και στον Μιχαήλ Μπουντίκο, τον πιο διακεκριμένο κλιματολόγο της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Επισημαίνει ότι αυτοί οι δύο επιστήμονες συνέκλιναν στα συμπεράσματά τους ότι το κλίμα του πλανήτη είναι τόσο ευαίσθητο, ώστε αρκεί η εξασθένηση της ηλιακής ακτινοβολίας κατά 1% για να οδηγηθούμε σε μια εποχή παγετώνων και ότι αντίθετη επίδραση σε αυτό έχει το διοξείδιο του άνθρακα που απελευθερώνει ο άνθρωπος στην ατμόσφαιρα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο επικεφαλής της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, Τζον Μέισον, αποκαλούσε την ανησυχία για την κλιματική αλλαγή “μόδα”, ένα ρεύμα που θα περάσει και επιχείρησε κι αυτός να καταρρίψει τις “κινδυνολογικές απόψεις των Αμερικανών”. Το 1977 σε ομιλία του στη “Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών” ο Βρετανός ισχυρίστηκε ότι ανέκαθεν υπήρχαν διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και ότι οι πρόσφατες ξηρασίες δεν ήταν πρωτόγνωρες. Συμφωνούσε, ωστόσο, ότι εάν η καύση ορυκτών καυσίμων συνεχιστεί με τους ίδιους ρυθμούς ενδεχομένως να αυξανόταν η μέση θερμοκρασία κατά 1 βαθμό Κελσίου μέσα στα επόμενα 50 με 100 χρόνια. Μια εξέλιξη “σημαντική”, έλεγε τότε ο Τζον Μέισον, αλλά αντέτεινε ότι η ατμόσφαιρά μας είναι ένα σύστημα που μπορεί να απορροφήσει ό,τι κι αν της ρίξουμε. Εξάλλου, ο Βρετανός, όπως η πλειονότητα των επιστημόνων της εποχής του, θεωρούσε μονόδρομο τη στροφή στην πυρηνική ενέργεια. Όπως έγραφε ο Τζον Γκρίμπιν στο περιοδικό “Nature” η επικρατούσα άποψη στην επιστημονική κοινότητα ήταν η εξής: “Μην πανικοβάλλεστε” και μην ακούτε τους “προφήτες της καταστροφής”.

Μια κάποια αλλαγή στα χαρτιά  

Το 1978 μια μελέτη της αμερικανικής “Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος” για τον άνθρακα έφτασε στα χέρια του Ρέιφ Πόμερανς, λομπίστα του περιβάλλοντος στην Ουάσινγκτον. Οι συγγραφείς της εν λόγω έκθεσης προειδοποιούσαν για ζημιογόνες αλλαγές στην ατμόσφαιρα του πλανήτη εξαιτίας των ορυκτών καυσίμων τις επόμενες δεκαετίες χρησιμοποιώντας μάλιστα τον όρο “φαινόμενο του θερμοκηπίου”. Ο Πόμερανς με τη βοήθεια του γεωφυσικού Γκόρντον Μακντόναλντ και της ομάδας JASON (μιας κλειστής, σχεδόν μυστικής λέσχης επιστημόνων με διασυνδέσεις στην Ουάσινγκτον) έφεραν το θέμα στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, διατυπώνοντας καθαρά ότι όσο αυξάνονται οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα τόσο θα ανεβαίνει και η θερμοκρασία με καταστροφικές συνέπειες.

Ο Μακντόναλντ υπήρξε σύμβουλος του προέδρου Τζόνσον. Το 1968 είχε γράψει έναν άρθρο με τίτλο “Πώς να Καταστρέψεις το Περιβάλλον”, στο οποίο πρόβλεπε ότι στο μέλλον η ανθρωπότητα θα έχει επιλύσει τον κίνδυνο της πυρηνικής απειλής αλλά θα έχει “οπλοποιήσει τον καιρό” συνεχίζοντας την καύση των ορυκτών καυσίμων.

Η ομάδα Πόμερανς – Μακντόναλντ κατάφερε τότε να συναντηθεί με τον Φρανκ Πρες, το δεξί χέρι του Αμερικανού προέδρου και ανώτατο στέλεχος της υπηρεσίας Επιστημών και Τεχνολογίας των ΗΠΑ. Ο Γκόρντον Μακντόναλντ παρουσίασε τη θεωρία του και ο Πρες απάντησε πως θα τη διαβιβάσει στον Τζουλ Τσάρνεϊ, πρώην επικεφαλής του τμήματος Μετεωρολογίας του ΜΙΤ της Μασαχουσέτης. Εάν ο Τσάρνεϊ αποφαινόταν ότι επίκειται ένας κλιματικός Αρμαγεδδών, τότε ο Πρόεδρος θα το μάθαινε και θα αντιδρούσε.

Ο Τσάρνεϊ κάλεσε μια έμπιστη ομάδα επιστημόνων και αξιωματούχων μαζί με τις οικογένειές τους σε μια έπαυλη στο Κέιπ Κοντ. Διάβασαν την έκθεση της ομάδας JASON, έβαλαν κάτω τα δικά τους μετεωρολογικά μοντέλα και κατέληξαν με σιγουριά στο εξής συμπέρασμα: η Γη θα θερμαινόταν κατά περίπου 3ο C τον επόμενο αιώνα, συν ή μείον 50% (δηλαδή, θα δούμε μια αύξησης της μέσης θερμοκρασίας μεταξύ 1,5ο C ή 4ο C). Συνοψίζοντας την έκθεση Τσάρνεϊ τον Νοέμβριο του 1979, το περιοδικό Science έγραφε: “Οι προβλέψεις της Καταστροφής δεν έχουν κανένα σφάλμα”.

Οι ανησυχίες και η αντίδραση της Exxon

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία στον κόσμο, Exxon, είχε ήδη αρχίσει να αναρωτιέται εάν το θέμα της κλιματικής αλλαγής θα κατάφερνε να μπει στην πολιτική ατζέντα και αν θα έθετε σε κίνδυνο το δικό της επιχειρησιακό μοντέλο. Η ομιλία του Κίσινγκερ, το βιβλίο του Σνάιντερ ή ακόμα και το ότι το 2000 δεν τους φάνταζε τόσο μακρινό, προβλημάτιζαν την Exxon.

Το καλοκαίρι του 1977, ο Τζέιμς Μπλακ, ένας από τους κορυφαίους επιστημονικούς συμβούλους της Exxon, έκανε μια παρουσίαση για το φαινόμενο του θερμοκηπίου στα ανώτατα στελέχη του πετρελαϊκού κολοσσού. Την ίδια χρονιά, η εταιρεία προσέλαβε τον Έντουαρντ Ντέιβιντ Τζούνιορ για να ηγηθεί των ερευνητικών εργαστηρίων της. Ήταν γνώστης της κλιματικής αλλαγής από τα χρόνια που εργαζόταν ως σύμβουλος του Ρίτσαρντ Νίξον. Υπό τις οδηγίες του Ντέιβιντ, η Exxon ξεκίνησε ένα “μικρό” ερευνητικό πρόγραμμα για το διοξείδιο του άνθρακα. Μικρό για τα μεγέθη της Exxon – είχε επενδύσει σε αυτό ένα εκατομμύριο δολάρια τον χρόνο – ενώ συνολικά από τότε δαπανούσε έως και 300 εκατομμύρια δολάρια ετησίως στην έρευνα.

Τον Δεκέμβριο του 1978, ο Χένρι Σο, επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας της έρευνας της Exxon για το διοξείδιο του άνθρακα, έγραψε σε μια επιστολή του προς τον Ντέιβιντ: η Exxon “πρέπει να συγκροτήσει άμεσα μια αξιόπιστη επιστημονική ομάδα”, η οποία θα μπορεί να αξιολογεί κριτικά καθετί καινούργιο που προκύπτει από την επιστημονική έρευνα και που θα είναι σε “θέση να μεταφέρει εγκαίρως τα άσχημα νέα, εάν υπάρχουν, στην εταιρεία”.

Η Exxon ανταποκρίθηκε εξοπλίζοντας ένα από τα μεγαλύτερα υπερδεξαμενόπλοιά της με ειδικά όργανα για τη διενέργεια ερευνών στους ωκεανούς. Η Exxon των ορυκτών καυσίμων ήθελε να προβάλλει την εικόνα του αξιόπιστου παίκτη στην έρευνα. Και είχε το κεφάλαιο για να δελεάσει όλους τους κορυφαίους επιστήμονες της εποχής υποσχόμενη να τους εξασφαλίσει όση επιστημονική ελευθερία ήθελαν. Πράγματι, μέρος της έρευνας που πραγματοποίησαν με τη συνδρομή του ωκεανογράφου Τάρο Τακαχάσι χρησιμοποιήθηκε αργότερα σε μια μελέτη του 2009, η οποία διαπίστωσε ότι οι ωκεανοί απορροφούν μόνο το 20% του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Αυτή η χρηματοδοτούμενη από την Exxon έρευνα χάρισε στον Ιάπωνα Τακαχάσι το βραβείο του “Πρωταθλητή της Γης” από τον ΟΗΕ. Τον Οκτώβριο του 1982, ο Ντέιβιντ είπε σε διάσκεψη για την υπερθέρμανση του πλανήτη που χρηματοδοτήθηκε από την Exxon: “Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αμφισβητήσουν σήμερα ότι ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια ενεργειακή μεταβατική περίοδο, μακριά από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και προς ένα μείγμα ανανεώσιμων πόρων που δεν θα δημιουργούν προβλήματα συσσώρευσης CO2”. Το μόνο ερώτημα, είπε, ήταν πόσο γρήγορα θα συνέβαινε αυτό. Στα μέσα, όμως, της δεκαετίας του 1980 η έρευνα για το διοξείδιο του άνθρακα είχε ατονήσει σε μεγάλο βαθμό. Γιατί;

Και μετά ήρθε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν

Τον Νοέμβριο του 1980 εξελέγη στον Λευκό Οίκο ο πρώην καουμπόης του Χόλιγουντ, πρώην κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Ρόναλντ Ρέιγκαν. Διόρισε στο υπουργείο Εσωτερικών τον Τζέιμς Τζ. Βατ, πρώην επικεφαλής μεγάλης δικηγορικής εταιρείας που έδωσε μάχες για την εκμετάλλευση δημοσίων εκτάσεων γης για την γεώτρηση και εξόρυξη πετρελαίου και που είχε ήδη τη φήμη του πολέμιου του πράσινου κινήματος. Μάλιστα, ο Τζέιμς Τζ. Βατ είχε χαρακτηρίσει κάποτε το περιβαλλοντικό κίνημα ως μια “αριστερή αίρεση προσηλωμένη στην κατάλυση του πολιτεύματος, στο οποίο πιστεύω”.

Ο τότε πρόεδρος της “Εθνικής Ένωσης Άνθρακα” των ΗΠΑ είχε δηλώσει “κατενθουσιασμένος” με τον διορισμό του Βατ, ενώ οι λομπίστες των μεγάλων εταιρειών κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους της Ουάσινγκτον το εξής ανέκδοτο: “Πόση ενέργεια χρειάζεται για να ρίξεις ένα εκατομμύριο πράσινους οικολόγους; Ένας Βατ”.

Λίγο πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1980, η “Εθνική Ακαδημία Επιστημών” (NAS) είχε συστήσει μια νέα Επιτροπή Αξιολόγησης για τις εκπομπές Διοξειδίου του Άνθρακα ως συνέχεια της έκθεσης Τσάρνεϊ. Πρόεδρος της επιτροπής επελέγη ο Μπιλ Νίρενμπεργκ, ένας επιστήμονας της γενιάς του Λάντσμπεργκ, που είχε επίσης ζήσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την έκρηξη της χρηματοδότησης των επιστημών. Από τη γαλήνη του σπιτιού του συνεργαζόταν με την κυβέρνηση και με τον στρατό. Ήταν ακόμη ένας JASON. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου στο Βιετνάμ και επικριτής του αντιπολεμικού φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του ’60. Μισούσε το περιβαλλοντικό κίνημα, ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με την πυρηνική ενέργεια. Για πολλούς λόγους φάνταζε ως το τέλειο άτομο για να ηγηθεί της επιτροπής που θα συμβούλευε τον νέο υπερσυντηρητικό πρόεδρο Ρέιγκαν για θέματα περιβάλλοντος και ενέργειας. Ο Νίρενμπεργκ σκέφτηκε να αναθέσει τη σύνταξη της νέας έκθεσης για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα και των συνεπειών της στο περιβάλλον σε οικονομολόγους και επιστήμονες. Στη θεωρία η σκέψη του έμοιαζε σωστή, αλλά στην πράξη απεδείχθη προβληματική.

Οι δύο ομάδες δεν συνεργάστηκαν, δεν συναντήθηκαν ποτέ, χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Η εν λόγω έκθεση έχει περιγραφεί ως μια έκθεση δύο πολύ διαφορετικών απόψεων – πέντε κεφάλαια από επιστήμονες που συμφώνησαν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη ήταν ένα μείζον πρόβλημα και δύο από οικονομολόγους που επικεντρώθηκαν στην αβεβαιότητα που θα προκαλούσαν οι φυσικές επιπτώσεις, ειδικά μετά το 2000. Ο Νίρενμπεργκ τελικά υιοθέτησε μια προσέγγιση αναμονής. “Δεν υπάρχει συγκεκριμένη λύση στο πρόβλημα”, υποστήριξε στην αρχή της έκθεσης, “αλλά δεν μπορούμε να το αποφύγουμε: Απλώς πρέπει να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε πιο αποτελεσματικά τις ανατροπές του καθώς θα ξετυλίγονται. Η στάση μας είναι συντηρητική: πιστεύουμε ότι υπάρχει λόγος για προσοχή, όχι πανικός”.

Πού ήταν οι ακτιβιστές;

Πού ήταν οι ακτιβιστές σε όλα αυτά; Πού ήταν εκείνο το μεγάλο κίνημα δράσης για την αλλαγή του κλίματος που χρειάζονταν λομπίστες σαν τον Πόμερανς; Οι περιβαλλοντικές ομάδες υπήρχαν και ήταν δραστήριες, είτε με τη μορφή πιο θεσμικών ΜΚΟ είτε με τη μορφή πιο ριζοσπαστικών ομάδων. Ωστόσο, έτειναν να επικεντρώνονται σε άλλα περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως η διάσωση της φάλαινας ή τα τροπικά δάση ή η καταπολέμηση της κατασκευής δρόμων. Μόνο λίγο πριν από τη δεκαετία του 2000 είδαμε την εμφάνιση ομάδων δράσης με το κλίμα να κυριαρχεί στα χαρτοφυλάκιά τους.

Αν μη τι άλλο, οι πρώτοι πραγματικά δραστήριοι υπερασπιστές του κλίματος ήταν οι σκεπτικιστές. Ο σκεπτικισμός του κλίματος είναι τόσο παλιός όσο η ίδια η επιστήμη του κλίματος. Είναι φυσιολογικό για τους επιστήμονες να αντιμετωπίζουν με δισταγμό καθετί νέο. Η βιομηχανία πετρελαίου πήρε αυτόν τον φυσιολογικό επιστημονικό σκεπτικισμό και τον αξιοποίησε.

Πλημμυρισμένο αγρόκτημα έξω από την Μπογκοτά, Κολομβία το 2011

Όταν τη δεκαετία του ‘ 80 η συναίνεση για το φαινόμενο του θερμοκηπίου άρχισε να παγιώνεται και οι σκεπτικιστές να εξαφανίζονται, εμφανίστηκε μια σκόπιμη, οργανωμένη προσπάθεια να ενισχυθεί η αμφιβολία και να μην εισακουστούν οι προειδοποιήσεις για ανάληψη δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής. Μια εκστρατεία που εκμεταλλευόταν τους επιστήμονες και είναι γνωστή ως δημόσιες σχέσεις ή PR.  

Η εκστρατεία δεν επένδυε στην ψευδοεπιστήμη. Τουναντίον χρηματοδοτούσε πραγματικούς επιστήμονες, αλλά με τρόπο που θα κατέληγαν σε ένα μπερδεμένο και με πολλές ερμηνείες μήνυμα και συμπέρασμα. Δεν ανακάλυπταν την Αμερική… το είχαν ξανακάνει με την ατμοσφαιρική ρύπανση τη δεκαετία του 1940, αλλά και με το πόσο τελικά το κάπνισμα συνδέεται με τον καρκίνο. Οι μεγάλες πολυεθνικές φρόντιζαν και φροντίζουν να χρησιμοποιούν την επιστήμη και τα επιτεύγματά της, απλά με στρατηγικό και χειρουργικό τρόπο επέλεγαν τα κομμάτια αυτής που τη βολεύουν.

Πηγή: The Guardian







Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Κουτσούμπας: Να σταματήσει η Ελλάδα να ενισχύει το καθεστώς Ζελένσκι

Σεισμός 4,2 Ρίχτερ στην Κω

Μήνυση Λινού κατά Πολάκη εν μέσω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα