Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, όπως της “Χουριέτ” και της “Γενί Σαφάκ”, το Πακιστάν και άλλα κράτη ετοιμάζονται να αναγνωρίσουν το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, προϊόν των δύο στρατιωτικών εισβολών της Τουρκίας στην Κύπρο, το 1974, που σχεδιάστηκαν από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ιδίως την πιο εξτρεμιστική πτέρυγα του δυτικού συστήματος υπό τον Χένρι Κίσινγκερ.
Δεν έχουμε δυνατότητα να εκτιμήσουμε πόσο κοντά είμαστε σε τέτοιο ενδεχόμενο, που μοιάζει πάντως να έχει εγγραφεί ως δυνατότητα για την αμέσως επόμενη περίοδο. Αυτό που μπορούμε αντίθετα να εκτιμήσουμε είναι, πρώτον, οι πολλαπλές καταστροφικές συνέπειες που θα έχει για την Κύπρο και την Ελλάδα οποιαδήποτε αναγνώριση του ψευδοκράτους, και δεύτερο, ότι είναι στις δυνατότητες Αθήνας και Λευκωσίας να αποτρέψουν αναγνωρίσεις. Μπορούν να τις αποτρέψουν, όπως θα εξηγήσουμε αναλυτικά στη συνέχεια, αλλά πρέπει να κινηθούν άμεσα. Δεν ξέρουμε όμως αν θα το κάνουν!
Αρχή “ξηλώματος” του κυπριακού κράτους
Καταστροφικές συνέπειες θα έχει οποιαδήποτε αναγνώριση γιατί θα σημάνει την αρχή του “ξηλώματος του πουλόβερ” του κυπριακού κράτους. Σήμερα το κυριότερο πολιτικό, διπλωματικό και νομικό όπλο της Κυπριακής Δημοκρατίας που της έχει απομείνει είναι η διεθνώς αναγνωρισμένη, με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, νομική του υπόσταση. Την αναγνωρίζουν όλα τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ πλην της Τουρκίας.
Ακόμα και ψυχολογικά όμως, αν βρεθεί ακόμα και ένα κράτος επιπλέον να αναγνωρίσει τη νομιμότητα του ψευδοκράτους, η Κύπρος αρχίζει να μετατρέπεται σε “αμφισβητούμενη περιοχή”, χάνει οριστικά τον χαρακτήρα χώρας που έχει υποστεί εισβολή, τμήμα της οποίας τελεί υπό κατοχή και ολόκληρη τελεί υπό απειλή από έναν πάνοπλο γίγαντα.
Το Πακιστάν μάλιστα, που αναφέρεται άλλωστε στα δημοσιεύματα, δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα. Είναι μια σημαντική μεσαία πυρηνική δύναμη, στρατηγικός εταίρος και των ΗΠΑ και της Κίνας, με πολύ μεγάλο ρόλο στις υποθέσεις και της Νότιας Ασίας και του μουσουλμανικού κόσμου ευρύτερα.
Έχουμε επανειλημμένως αναφερθεί στη σημασία της Κύπρου για την Ελλάδα και αντιστρόφως. Ούτε η Κύπρος, ούτε η Ελλάδα μπορούν να επιβιώσουν αν χαθεί η μία ή η άλλη. Όλες οι μεγάλες τραγωδίες του ελληνισμού κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, περιλαμβανομένης της Δικτατορίας στην Ελλάδα και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο προκλήθηκαν όταν έσπασε η αλληλεγγύη και η συναντίληψη Αθήνας και Λευκωσίας. Αν αύριο διαλυθεί το κυπριακό κράτος, αν δηλαδή οι Έλληνες της Κύπρου χάσουν την διεθνώς αναγνωρισμένη σήμερα κρατική υπόσταση υπό την οποία ζουν, και τεθούν υπό την εξουσία τρίτων δυνάμεων, αφενός θα ανοίξει ο δρόμος για να χαθεί οριστικά ο ελληνισμός της Κύπρου, αφετέρου θα καταστεί η Αθήνα ακόμα περισσότερο όμηρος των δυνάμεων που θα ελέγξουν το νησί, και στο χέρι των οποίων θα είναι η ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων.
Δεν είναι δυνατόν να γίνουν τέτοιες αναγνωρίσεις του ψευδοκράτους τη στιγμή που υποτίθεται ότι υπάρχει άτυπο μορατόριουμ με την Τουρκία. Τίθεται άμεσα το ερώτημα, τι στο καλό έχουν συμφωνήσει οι κ.κ. Μητσοτάκης και Δένδιας με την Άγκυρα; Ειρήνη στο Αιγαίο και “πόλεμο” στην Κύπρο; (*)
“Διασπάστε τους Έλληνες”
Η επιδίωξη απόσπασης της Κύπρου από την Ελλάδα και της Ελλάδας από την Κύπρο, η καταστροφή όλων των δεσμών μεταξύ τους, αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πάγιας πολιτικής του βρετανικού και στη συνέχεια του αμερικανικού Imperium και των συμμάχων του, που επεδιώχθη με κάθε δυνατό μέσο από την εποχή της κατάκτησης της Κύπρου από τους Βρετανούς, περιλαμβανομένων των πογκρόμ των Ελλήνων της Πόλης, πραξικοπημάτων και δικτατοριών.
Γιατί γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου, νήσου με κορυφαία, παγκόσμια στρατηγική σημασία (ιδίως για τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, το ΝΑΤΟ και, last but not least, το Ισραήλ), αν η Κύπρος διατηρήσει τους δεσμούς της με την Ελλάδα και τον εθνικό της χαρακτήρα (αλλά και γιατί η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο είναι έρμαιο των βουλήσεών τους).
Αναγνωρίσεις του ψευδοκράτους ή άλλες μείζονες ενέργειες ανατροπής των στρατηγικών δεδομένων στην Κύπρο θα θέσουν την Ελλάδα προ του διλήμματος είτε να διακόψει κακήν κακώς τα “μορατόριουμ” και να πάει σε κρίση, είτε να “κάνει τον χαζό” και να αφήσει χωρίς έμπρακτη, σοβαρή αλληλεγγύη την Κύπρο, διευρύνοντας ένα όλο και επικίνδυνο χάσμα μεταξύ των δύο χωρών.
Το σπάσιμο του άξονα Ελλάδας – Κύπρου, μπορεί να οδηγήσει, με τα σημερινά, αν και πολύ ρευστά δεδομένα, σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση της Ελλάδας από μία τάση του δυτικού συστήματος, αυτή που συσπειρώνεται γύρω από τον Μπάιντεν και σε μεγαλύτερη εξάρτηση της Κύπρου από την αντίπαλη τάση τύπου Νετανιάχου εντός πάλι του συστήματος. ‘Όπως συχνά συνέβη στην ιστορία μας, οι διαμάχες των πόλων διεθνούς και δυτικής ισχύος θα γίνουν συγκρούσεις στο εσωτερικό του ελληνισμού (συμβαίνει μονίμως, από τον εμφύλιο κατά την Επανάσταση του ’21, καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, με τον Διχασμό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον εμφύλιο μετά το 1945, με τη διαρκή και ένοπλη σύγκρουση Αθήνας και Λευκωσίας κατά τη διάρκεια της επταετούς χούντας).
Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν συνιστά μόνο μείζονα εθνική ανάγκη να αποτραπούν οι αναγνωρίσεις ΤΩΡΑ, που είναι ακόμα δυνατό, αλλά και ζωτική ανάγκη της ίδιας της κυβέρνησης. Αν δεν ενεργήσει τα δέοντα θα βρεθεί και η ίδια σε μια κρίση που είναι εξαιρετικά αμφίβολο να μπορέσει να την διαχειριστεί. Και δεν θα είναι η μόνη που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει.
Τους Έλληνες πολιτικούς τους απασχολεί πάρα πολύ ο ανταγωνισμός μεταξύ τους για την εξουσία επί της χώρας, όχι η πιθανότητα “πολτοποίησης” ενός πολιτικού και κρατικού συστήματος από την αδυναμία διαχείρισης των προβλημάτων, ή η πιθανότητα να μην υπάρχει η χώρα που θέλουν να κυβερνάνε.
Δεν γνωρίζουμε βέβαια, πρέπει να ομολογήσουμε, και τι ενδεχομένως έχει συζητηθεί στο παρασκήνιο μεταξύ Λευκωσίας, Αθήνας και Άγκυρας, αναφορικά με τα δύο κράτη στην Κύπρο και γιατί ο Ερντογάν κατηγόρησε πρόσφατα την Κύπρο ότι κοροϊδεύει.
Είναι ακόμα εφικτή η αποτροπή των αναγνωρίσεων!
Ενώπιον ενός τόσο σοβαρού κινδύνου όπως αυτός που περιγράψαμε, η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν όπλα που μπορούν να αποτρέψουν την καταστροφή.
Πρώτον, ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Δένδιας πρέπει να εξηγήσουν στην ‘Αγκυρα ότι το άτυπο μορατόριουμ πρέπει να περιλάβει και μείζονες επιθετικές κινήσεις στην Κύπρο, όπως οι αναγνωρίσεις, αλλιώς δεν έχει νόημα. Αν δεν το πράξουν ένα μόνο μπορεί να σημαίνει, ότι έχουν δώσει στην Άγκυρα “carte blanche”, “ελευθέρας” για την Κύπρο. Δεν θέλουμε να το πιστέψουμε. Τέτοια πολιτική θα έχει όλες τις συνέπειες που προαναφέραμε και, επιπλέον, μπορεί να οδηγήσει πιθανώς στο τέλος και σε νέο, πιο επικίνδυνο γύρω ελληνοτουρκικής κρίσης.
Δεύτερο, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει από κοινού, δεδομένου μάλιστα ότι η Ελλάδα είναι και εγγυήτρια δύναμη, έχει δηλαδή, εκτός από συμφέρον, και υποχρέωση να υπερασπίζεται την Κυπριακή Δημοκρατία, να εξηγήσουν προς τις τυχόν προβληματιζόμενες για αναγνώριση του ψευδοκράτους χώρες ότι, αν το πράξουν, με πολύ μεγάλη τους λύπη θα είναι υποχρεωμένες να διακόψουν τις διπλωματικές και άλλες σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου με αυτά τα κράτη και, επιπλέον, οποιαδήποτε συνεργασία με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα συναντήσει το βέτο τους (της Ελλάδας στην περίπτωση του ΝΑΤΟ). Την ίδια ενημέρωση πρέπει να κάνουν από τώρα προς τα πέντε μόνιμα μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ, τη Γερμανία και την ΕΕ.
Ειδικά προς το Πακιστάν, ο κ. Δένδιας καλό θα ήταν να εξηγήσει επίσης ότι η ανάπτυξη στενών σχέσεων με την Ινδία δεν συνιστά προσχώρηση της Ελλάδας σε αντι-ισλαμικό άξονα που στρέφεται ευθέως εναντίον του. Η Ινδία, όχι το Πακιστάν, άρχισε την επίθεση στη νότιο Ασία, καταργώντας το καθεστώς του Κασμίρ, βασικό στοιχείο σταθερότητας στη Νότιο Ασία. Είπαμε. Να κάνουμε τα χατήρια στους «φίλους» μας, όχι όμως να προκαλέσουμε και την εχθρότητα όλης της υπόλοιπης (και είναι πάρα πολλή) ανθρωπότητας εναντίον μας, για λόγους που δεν μας αφορούν και συχνά, όπως στις περιπτώσεις της Αρμενίας, του Κοσόβου και της Ουκρανίας πλήττουν ευθέως μείζονα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. (**)
Η δική μας εκτίμηση είναι ότι, αν εξηγήσουν τώρα με σαφήνεια και κατηγορηματικά το τι θα κάνουν, δεν θα υπάρξουν αναγνωρίσεις, γιατί τα υποψήφια προς αναγνώριση κράτη μπορεί να θέλουν να κάνουν το χατίρι της Άγκυρας, όχι όμως και να καταβάλουν σοβαρό κόστος. Ούτε οι σημερινές κυβερνήσεις ΗΠΑ και Γερμανίας θέλουν τέτοιες εξελίξεις. Αρκεί βέβαια να πείσουν οι ιθύνοντες Αθήνας και Λευκωσίας ότι αυτά δεν είναι λόγια του αέρα και ότι υπαγορεύονται από την ανάγκη υπεράσπισης ζωτικών εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου. Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται πολύ καλά αυτό το επιχείρημα, αρκεί να τους το πει βέβαια κάποιος και με τρόπο που να τον πάρουν στα σοβαρά.
Όμως αν αυτές οι ενέργειες δεν γίνουν τώρα, άμεσα, μετά θα είναι πολύ δυσκολότερα όλα. Το ίδιο συνέβη και το 1992, με την αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τη Ρωσία. ‘Όταν έγινε σηκώθηκε τεράστια κατακραυγή στην Ελλάδα και έσπευσε να επισκεφθεί τη Μόσχα κατεπειγόντως ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Μιχάλης Παπακωνσταντίνου. Οι Ρώσοι τον ακούσανε με ενδιαφέρον, του είπαν όμως ότι πρώτη φορά η Αθήνα τους εξήγησε τη θέση της στο μακεδονικό και δεν μπορεί το κράτος τους, για λόγους αυτοσεβασμού πλέον, να αλλάξει την απόφασή που ήδη είχε πάρει.
Γι’ αυτό πρέπει να δράσουν άμεσα και αποφασιστικά οι κυβερνήσεις Αθηνών και Λευκωσίας.
Θεωρούμε εντελώς αδιανόητη την περίπτωση να υπάρχουν δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο, που, ενδόμυχα, να εκτιμούν ότι μια τέτοια εξέλιξη αναγνωρίσεων του ψευδοκράτους μπορεί να ευνοεί τυχόν δικά τους σχέδια.
(*) Ο γράφων είναι αντίθετος με την εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική της κλιμάκωσης με την Τουρκία, που επέβαλε στην Ελλάδα και την Κύπρο ο εξτρεμιστικός πυρήνας του διεθνούς συστήματος μαζί με τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα βελτίωσης της κατάστασης με την Τουρκία, ούτε συντρέχει σήμερα οποιαδήποτε δυνατότητα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, στο Αιγαίο και την Κύπρο, ενώ ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος μιας καταστροφικής και για τις δύο χώρες σύγκρουσης. Η καλύτερη λύση για την Ελλάδα, την Κύπρο, αλλά και την ίδια την Τουρκία, είναι μακράν η διατήρηση του στάτους κβο.
Γι’ αυτό και υποδεχτήκαμε μάλλον θετικά την άμβλυνση της έντασης και τη φιλολογία περί ήρεμου θέρους. Υπό δύο προϋποθέσεις όμως: πρώτον ότι οφείλει το όποιο “μορατόριουμ” να καλύπτει όλο το “μέτωπο” της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, από τον Έβρο έως την Αμμόχωστο. Διότι μπορεί ο Υπουργός Εξωτερικών να χρησιμοποίησε την έκφραση “για τη δική μου χώρα” σε μια πρόσφατη συνέντευξη, όμως για τη δική του χώρα το κυπριακό είναι απολύτως ζωτικό συμφέρον. Το αυτό σημειωτέον ισχύει και για το σημερινό κυπριακό πολιτικό προσωπικό που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη σημασία του άξονα Αθήνα – Λευκωσία και Λευκωσία – Αθήνα ως συνθήκης εκ των ουκ άνευ για την επιβίωση της ίδιας της Κύπρου και ενίοτε δίνει την εντύπωση ότι ψάχνει διαρκώς τρόπο να «πουλήσει» το κυπριακό κράτος μαζί με τους κατοίκους του.
Δεύτερο, ότι δεν συνεπάγεται τέτοιο μορατόριουμ απαράδεκτες αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και του δικαιώματος άμυνας των νησιών. Δεν είναι δυνατόν Ελλάδα και Κύπρος να ταλαντεύονται διαρκώς μεταξύ του σεναρίου όσων θέλουν να τις χρησιμοποιήσουν – εις βάρος τους – εναντίον της Τουρκίας και του σεναρίου που θέλει ελληνικές παραχωρήσεις στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο, ως τμήμα ενός new deal Δύσης και Τουρκίας. Ενίοτε μάλιστα εφαρμόζοντας, κατά τρόπο εντελώς ασυνάρτητο, τμήματα και των δύο “σεναρίων”.
(**) Να προσθέσουμε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε επίσης πολύ καλά για ποιο λόγο έγιναν οι πρόσφατες ανακοινώσεις περί επιστροφής των δυτικών πολυεθνικών στην κυπριακή ΑΟΖ, τις οποίες ακολούθησε η εκχώρηση νέων οικοπέδων στην Αν. Μεσόγειο από την τουρκική εταιρεία πετρελαίων. Τόσο ευχαριστημένοι είναι οι ιθύνοντες στη Λευκωσία από τον έως τώρα απολογισμό των πετρελαϊκών τους περιπετειών, που χρειάζονται ακόμα ένα γύρο αντιπαραθέσεων;