Εάν δεν υπήρχαν αυτές τις μέρες οι αποκαλυπτικές σκηνές από τις φωτιές στη χώρα μας, είναι βέβαιο πως το ενδιαφέρον θα στρεφόταν στις πυρκαγιές που κατατρώγουν τη γειτονική Ιταλία απ’ άκρου εις άκρον. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε πολλές περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου, καθώς οι φλόγες σαρώνουν από τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Καλαβρία και τώρα και το Αμπρούτσο, έως και τα περίχωρα της πρωτεύουσας Ρώμης.
Από το απόγευμα της 6ης Αυγούστου η Ιταλία μετρά δύο νεκρούς στην Καλαβρία: μια γυναίκα και τον ανιψιό της, ηλικίας 53 και 34 ετών, στο Σαν Λορέντσο, μια μικρή πόλη στην επαρχία Ρέτζιο Καλάμπρια. Τα θύματα τυλίχθηκαν στις φλόγες, ενώ προσπαθούσαν να σώσουν τον ελαιώνα τους.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του παρατηρητηρίου για το περιβάλλον Legambiente, οι πυρκαγιές καλύπτουν φέτος τέτοιες και τόσες εκτάσεις όσο ποτέ άλλοτε. Η Ιταλία, και λόγω του παρατεταμένου καύσωνα και του εκρηκτικού μείγματος που δημιουργούν οι δυνατοί άνεμοι, βρίσκεται αντιμέτωποι με μία ατέλειωτη, όπως φαντάζει αλυσίδα από ακραία πυρικά φαινόμενα, που διαφεύγουν κάθε δυνατότητας ελέγχου. Η έντασή τους υπερβαίνει τα 10 χιλιάδες kW ανά μέτρο και ταχύτητα διάδοσης τα 3 χλμ. ανά ώρα, παρατηρεί η Legambiente.
Η κατάσταση τούτη τη στιγμή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε όλη την Καλαβρία, με πάνω από 57 ενεργές πυρκαγιές, έως το Σαββατοκύτιακο. Στη Σικελία κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για έξι μήνες, λόγω των σοβαρών προβλημάτων που έχουν σωρεύσει οι αλλεπάλληλες πυρκαγιές από τα τέλη Ιουλίου και καθιστούν αναγκαία όχι μόνον την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, αλλά κυρίως τη στήριξη της τοπικής οικονομίας που αποσαθρώνεται μαζί με την απανθρακωμένη φύση. Και που συχνά ενώ δεν έχουν χαθεί ζωές, το βιός τους έχει δια παντός χαθεί.
Παράλληλα, ασταμάτητες μοιάζουν και οι πυρκαγιές στην άλλη μεγάλη νήσο της Σαρδηνίας, που από τον περασμένο μήνα δοκιμάζεται και λόγω των προβλέψεων θα παραμείνει σε αναμονή επικείμενου πυρικού κινδύνου και κατά τις επόμενες εβδομάδες, καθώς οι φωτιές έχουν επεκταθεί στην παρθένα περιοχή του Οριστάνο. Παράλληλα, οι φλόγες επέστρεψαν στο Μοντιφέρου, που είχε ξανακαταστραφεί από τις φλόγες στα τέλη Ιουλίου, ενώ έχει αρχίσει να δοκιμάζεται και η περιοχή του Αμπρούτσο, όπου ξανακαίγεται και το Πινέτα (Πευκώνας) της Πεσκάρα, ένας εμβληματικός τόπος πυκνού πευκοδάσους δίπλα στη θάλασσα, που έχει αποθεώσει ο εθνικός ποιητής της Ιταλίας Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο και αποτελεί ταυτόχρονα φυσικό θησαυρό και εθνική κληρονομιά.
Οι οιμωγές των πληγέντων κι οι ιερεμιάδες των ειδικών κάθε καλοκαίρι στην Ιταλία μοιάζουν να επαναλαμβάνονται. Το ίδιο και οι δικαιολογίες των ειδικών, καθώς στις χρόνιες ελλείψεις, καθυστερήσεις, περικοπές λόγω μνημονιακών δεσμεύσεων και επιχειρηματικών προτεραιοτήτων, πλέον έρχεται να προστεθεί στο οπλοστάσιο των επιχειρημάτων τους και η κλιματική άλλαγή. Και πέρα από τις υποσχέσεις, τις πενιχρές για τις μακροπρόθεσμες ανάγκες των ανθρώπων αποζημιώσεις, το ενδιαφέρον στρέφεται όχι στην αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά στις επενδύσεις: στα μεγάλα έργα, τους αυτοκινητοδρόμους, την τσιμεντοποίηση κάθε είδους, τα φωτοβολταϊκά που πολλαπλασιάζονται, τις αιολικές μονάδες, τις τουριστικες χρήσεις.
Η μοίρα της Ιταλίας, όπως και της Ελλάδας, είναι πως το φυσικό περιβάλλον και η διαχείρισή του, η φροντίδα κι η πρόληψή του, αφήνονται στην τύχη τους, την ώρα που επιδεινώνονται οι φυσικές αιτίες των πυρκαγιών λόγω της δραστηριότητας του ανθρώπου και της συνεπακόλουθης κλιματικής αλλαγής: η φύση αντιμετωπίζεται είτε ως απόλυτα εκμεταλλεύσιμη πηγή πλουτισμού, είτε ως φόντο για φωτογραφίες και τουριστικές διαφημίσεις, το πολύ πολύ (όπως έλεγε και ο μεγάλος ακτιβιστής Σίκου Μέντες) με μία απολίτικη οικολογική αντίληψη “κηπουρικής” και όχι ως αυτόνομα δυναμικό πλαίσιο και οργανικό στοιχείο του ανθρώπινου habitat.
Τρανό παράδειγμα η περιοχή της Σικελίας, που όπως και η Σαρδηνία κάθε χρόνο δοκιμάζεται από μεγάλες πυρκαγιές. Και εάν η δεύτερη διαθέτει ένα ιδιαίτερα πλούσιο και ζηλευτό φυσικό περιβάλλον και αξεπέραστα δάση, η Σικελία ωστόσο είναι από τις περιοχές εκείνες στην Ιταλία που έχει μικρή δασική κάλυψη σε σχέση με την έκτασή της. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στη Σικελία πραγματοποιείται το 17% των επεμβάσεων για πυρκαγιές κάθε χρόνο σε όλη τη χώρα.
Σύμφωνα με το Περιφερειακό Σχέδιο για τα αίτια και την πρόβλεψη, οι δύο κυριότερες αιτίες (τουλάχιστον οι προφανείς για τη διοίκηση) των πυρκαγιών έχουν δολερά κίνητρα: φωτιές που οι ίδιοι οι κάτοικοι ανάβουν για να καθαρίσουν από ζιζάνια τα χωράφια ή να δημιουργήσουν τμήματα βοσκοτόπων, αλλά και εξάλειψη δέντρων και θάμνων με σκοπό την εντατική καλλιέργεια, είτε του ελαιόλαδου, είτε των εξαιρετικών σε ποιότητα εσπεριδοειδών της Σικελίας. Μόνο που οι καλλιέργειες δεν αντικαθιστούν τον φυσικό, σταθεροποιητικό, ρόλο που παίζει το φυσικό περιβάλλον, αντίθετα αποσπούν (μέσω της άρδευσης, του καθαρίσματος, λίπανσης, ψεκασμών) ζωογόνες λειτουργίες από τη φύση.
Ωστόσο, στη Σικελία, η οποία είναι Αυτόνομη Περιοχή, ήτοι διαθέτει δικά της κεφάλαια, κυβέρνηση και λαμβάνει μόνη της τις αποφάσεις και νομοθετεί, υπάρχει και μία άλλη αιτία που συνδέεται με τη λεγόμενη “βιομηχανία της πυρκαγιάς”. Αυτή, μέσω των πυρκαγιών, ευνοεί τη τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε δραστηριότητες πρόληψης, κατάσβεσης, αλλά κυρίως τις δραστηριότητες για αποκατάσταση κι ανασύσταση των περιοχών που έχουν πληγεί. Η “πυροσβεστική βιομηχανία¨ είναι το πιο πρόσφατο αποτέλεσμα που έχει δημιουργήσει ο επείγων χαρακτήρας και η επιτακτική προσέγγιση του προβλήματος των πυρκαγιών, που κάνει αναγκαία την πρόσληψη προσωπικού, την κάλυψη των μέσων και τις εργασίες αποκατάστασης κι αναδάσωσης.
Βέβαια, όπως αναφέρεται στο ίδιο Περιφερειακό Σχέδιο, τούτο δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: οι ανειδίκευτοι και εποχιακά εργαζόμενοι στη δασοπυρόσβεση έχουν ίδιον συμφέρον να βάζουν οι ίδιοι τις φωτιές που καλούνται να σβήσουν!
Μία άλλη επίσης κακόβουλη αιτία είναι και ο “εκβιασμός”: στην περιοχή της Μάφιας, ακόμη κι η δασική πυρκαγιά μπορεί να αποβεί ένα μέσο για να αποσπασθούν μέσω του εκβιασμού μεγάλα ποσά για να παραμείνει αλώβητο από τις φλόγες το περιβάλλον.
Σε αυτό το τελευταίο θα πρέπει να προστεθεί και η μεγάλη ζήτηση που υπάρχει τα τελευταία χρόνια σε εδάφη στη Σικελία για φωτοβολταϊκά πάρκα. Εδάφη που κοστίζουν χρυσό και αποκτώνται είτε μέσω ιδιαίτερα χρυσοφόρων συμβολαίων, είτε μέσω του συνήθους εκβιασμού ή τις δόλιες πρακτικές (πυρκαγιές), όποτε οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν να τα παραχωρήσουν στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Και φυσικά ο κατάλογος για τις αιτίες, λόγω παραλείψεων, αδιαφορίας και επιχειρηματικών συμφερόντων δεν σταματά εδώ: όπως αποκαλύπτει το “Συντονιστικό για τη σωτηρία των δασών του Τράπανι”, οι εργασίες για την πρόληψη, τον καθαρισμό και την προετοιμασία και χάραξη των αντιπυρικών ζωνών πάντοτε ξεκινούν αργά. Τα υδροφόρα οχήματα, τα σκαπτικά κι όλα τα άλλα οχήματα δεν επισκευάζονται, ούτε συντηρούνται, αφήνονται τον χειμώνα εκτεθειμένα (ούτε καν σε σκέπαστρα), δεν έχουν ανταλλακτικά. Και φυσικά πολλά από αυτά δεν κινούνται όταν χρειάζεται. Οι κρουνοί βρίσκονται σε αχρηστία και είναι εγκαταλελειμένοι.
Και σε όλα τούτα θα πρέπει να υπολογίζονται οι επώνυμοι που κερδίζουν έπειτα από κάθε πυρκαγιά: ιδιοκτήτες φυτωρίων που προμηθεύουν δέντρα και φυτά για τις αναδασώσεις που προκηρύσσει η Περιφέρεια και που σχεδόν κατά κανόνα ανατίθενται χωρίς διαγωνισμό. Και παρ’ όλο που όλα αυτά έχουν καταγγελθεί (με τις πρώτες καταγγελίες να χρονολογούνται από το 2017) και καταγγέλλονται διαρκώς, πάλι φέτος η ίδια πρακτική έμεινε αμετάβλητη.
Εννοείται ότι το φαινόμενο της κλιματικής κρίσης, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Μεσογείου, έτσι και στην Ιταλική Χερσόνησο και ιδίως στις νότιες περιοχές της έχει αυξήσει τη συχνότητα των μετεωρολογικών συνθηκών που ευνοούν τις πυρκαγιές. Η πυρική περίοδος χρονικά όλο και πιο πολύ παρατείνεται και εντείνεται: η αύξηση των μέσων ετήσιων θερμοκρασιών, η ριζική μεταβολή του υδρολογικού έτους με την όλο και μεγαλύτερη μείωση των βροχοπτώσεων, η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως τα κύματα καύσωνα και οι ξηρασίες, αυξάνουν την υδατική πίεση στη γενικότερη βλάστηση, καθιστώντας την πολύ πιο εύφλεκτη. Αυτές οι συνθήκες και οι νέες, επίκτητες, φυσικές ιδιότητες καθιστούν τις πυρκαγιές πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμες, ευνοούν τη μεγαλύτερη εδαφική εξάπλωσή τους και συνδέονται άμεσα με τις ανθρώπινες δραστηριότητες, τις παραλείψεις και τη συμβολή τους στην κλιματική αλλαγή.