«Ο πολιτισμός σταματάει όταν πέσει το ρεύμα» λέει ένα παλιό, ελαφρώς πριμιτιβιστικό σύνθημα. Ωστόσο, στο διάστημα από όταν διατυπώθηκε, μάθαμε να οραματιζόμαστε με μεγαλύτερη σαφήνεια το τέλος του πολιτισμού. Από το σινεμά μέχρι τη λογοτεχνία και τα βιντεοπαιχνίδια, δεν είναι και σπάνιο να βλέπουμε αναπαραστάσεις ενός κόσμου μετά τη μεγάλη καταστροφή, είτε κλιματική, είτε πυρηνική. Ακόμα όμως και σ’ αυτές τις κοινωνίες που δεν μπορούν να συγκροτηθούν σε στοιχειωδώς συλλογικά σώματα, είναι αδύνατο να διανοηθούμε ένα κόσμο χωρίς ενέργεια – και το σύνθημα πέφτει στο κενό.
Και πράγματι, αξίζει να προσέξει κανείς ότι από τα Mad Max και μετά, που λειτούργησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν ως το υπερεγώ της μετα-αποκαλυπτικής επιστημονικής φαντασίας, στο φόντο των ερημωμένων τοπίων όπου αγριεμένες συμμορίες αλληλοσκοτώνονται πάνω από το μοίρασμα μιας σπάνης φυσικών πόρων που απαιτούνται για την επιβίωσή τους, υπάρχουν πάντα ηλεκτροπαραγωγικές δομές και ιδιαίτερα ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: σκουριασμένες ανεμογεννήτριες, ετοιμόρροπα υδροηλεκτρικά στα ελάχιστα αποθέματα νερού, αυτοσχέδια φωτοβολταϊκά που τηγανίζονται κάτω από τον εμμενή ήλιο.
Τα κείμενα του Δημήτρη Λένη σε αυτό το σάιτ είναι σπάνια διαμάντια στο βομβαρδισμένο τοπίο της ελληνικής δημοσιολογίας – ή τολμώ να πω και της ελληνικής δημοσιογραφίας. Και έχω κάθε λόγο να ασπαστώ τις δυσοίωνες προβλέψεις στο πιο πρόσφατο πόνημά του, «Κλίμα και Τιμωρία». Άλλωστε, ακολουθούν ως συμπεράσματα από προκείμενες οι οποίες δεν θα έπρεπε να επιδέχονται αμφισβήτηση, από τη σύμπτωση του «ανθρωπόκαινου» με τους πυκνούς αιώνες του καπιταλισμού μέχρι τη βαθιά και δομική απροθυμία του συστήματος να αναλογιστεί έστω το ενδεχόμενο μιας ύστατης κι απέλπιδας, πλην ειλικρινούς προσπάθειας να τραβήξει το χειρόφρενο.
Αδυνατώ όμως διαβάζοντας τη δυστοπική του προφητεία να μην σκεφτώ αυτομάτως τις εικονοποιήσεις του μετα-αποκαλυπτικού κόσμου και ιδίως αυτή τη σκουριασμένη ανεμογεννήτρια του Mad Max που συνεχίζει να παράγει ένα ελάχιστο ρεύματος, ακόμα κι όταν η ιδέα της βιομηχανίας και του εμπορίου έχει φτάσει να ανήκει πια στους αρχαίους μύθους.
Μετά την καταστροφή, η ανεμογεννήτρια δεν είναι εκεί για να παράγει καθαρή ενέργεια· η καταστροφή που η καθαρή ενέργεια επιχειρούσε να αποτρέψει έχει συντελεστεί προ πολλού. Δεν είναι εκεί για να μπει σε έναν ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό, να φύγει στα νοικοκυριά εντός της χώρας ή να καταγραφεί στο ισοζύγιο των εξαγωγών. Παρέχει το ρεύμα που χρειάζεται ή ίσως και λιγότερο από αυτό που χρειάζεται ο πληθυσμός που βρίσκεται δίπλα της. Δεν είναι δε τυχαίο που βλέπουμε μικρές ανανεώσιμες πηγές σε αυτά τα τοπία· η εμμονική διάθεση με την οποία οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας χτίζουν τους κόσμους τους, τους επιτρέπει να δουν ότι οι μονάδες φυσικού αερίου, πετρελαίου ή άνθρακα (ή ακόμα και τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα) ανήκουν στη βιομηχανική και μετα-βιομηχανική κοινωνία που τελείωσε με την καταστροφή. Προϋποθέτουν αγορά, αλυσίδες εφοδιασμού, μεγαλεπήβολες επενδύσεις σε διακριτούς τομείς – καπιταλισμό με λίγα λόγια.
Είναι εύκολο να κρυφτεί μέσα στην απελπιστική εικόνα της συντελεσμένης καταστροφής, αλλά με έναν παράδοξο τρόπο, η μετα-αποκαλυπτική ανεμογεννήτρια, η ενεργειακή παραγωγή που συντελείται έξω από το αυτοκτονικό μοντέλο των σημερινών παραγωγικών σχέσεων, δείχνει προς μια εν πολλοίς ανεξερεύνητη κατεύθυνση. Υπονοεί ένα σενάριο όπου ο ενεργειακός χάρτης του μέλλοντος δεν καταρτίζεται από τα τουρμπο-καπιταλιστικά οράματα των βιομηχανικών ΑΠΕ και των μονοπωλιακών παγκόσμιων δικτύων διανομής, αλλά από την αυτο-παραγωγή στο επίπεδο της κοινότητας, των ανανεώσιμων που οι ίδιοι οι χρήστες τους έχουν αποφασίσει τη χωροθεσία και τους όρους χρήσης τους. Έναν ενεργειακό κοινοτισμό που κατ’ αναλογία με την προηγούμενη χάραξη του ενεργειακού χάρτη, θα απαιτήσει και θα επιφέρει αλλαγές στις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις που καλείται να ηλεκτροδοτήσει.
Ωστόσο, το ίχνος μιας ελπιδοφόρας κατεύθυνσης που κλέβεται από το επέκεινα του τέλους, δεν επαρκεί για να ανατρέψει την ευφυή και τεκμηριωμένη απαισιοδοξία που διαπερνά το κείμενο του Δημήτρη Λένη. Αυτή δεν αφορά μόνο τα μεγάλα προβλήματα της αλλαγής παραδείγματος: το γεγονός ότι η Ελλάδα (το πεδίο δράσης των ανθρώπων που διαβάζουν κείμενα σαν το παρόν) από μόνη της θα ήταν ανίκανη να υπαγορεύσει έναν νέο δρόμο, τις υπερεπενδύσεις ενεργειάδων και εφοπλιστών στο φυσικό αέριο και τις βιομηχανικές ΑΠΕ, τα στενά χρονικά περιθώρια, τα κενά στις τεχνολογίες που θα απαιτούνταν για μια αποτελεσματική ενεργειακή μετάβαση, την μερική καταστροφή που αναπόφευκτα θα επέλθει ακόμα και στα πιο αδικαιολόγητα αισιόδοξα σενάρια για το 2050.
Θα μπορούσα να υποθέσω ότι παρά το δυσοίωνο των παραπάνω δεδομένων, η απαισιοδοξία κυρίως εδράζεται στην αδυναμία αυτής της προοπτικής να μετουσιωθεί σε λόγο και πολιτική. Γιατί είτε πρόκειται για τους τεχνο-προφήτες της σύγχρονης Βιομηχανίας, είτε για αυτούς που θα αναλάμβαναν να μετατρέψουν την προοπτική της καταστροφής σε θεωρία που καλεί σε δράση, όλοι αντιλαμβάνονται την επόμενη μέρα σαν ένα προμηθεϊκό έργο που θα αναλάβει η πεφωτισμένη τεχνοκρατία (αριστερή ή βιομηχανική) και θα επιβάλλει ως «σκληρό, αλλά δίκαιο» νόμο στους υπηκόους.
Δεν θα ανθολογήσουμε εδώ τη διεθνή βιβλιογραφία που διαπραγματεύεται «ριζοσπαστικές» λύσεις για το ανθρωπόκαινο. Είναι ωστόσο προφανή τα μοτίβα της: από προτάσεις να τροποποιηθεί η μαρξιστική θεωρία της αξίας ώστε να συμπεριλάβει και κλιματικές ρήτρες, μέχρι υπερφιλόδοξα γεωμηχανικά εγχειρήματα αποκατάστασης οικοσυστημάτων, το κοινό που μοιράζονται είναι η απροθυμία τους να δεχτούν ως υπολογίσιμη τη δράση των υποκειμένων που πρωτίστως αφορά αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού, είτε πρόκειται για τα ψαροχώρια που βουλιάζουν στην Καμπότζη, είτε για τους εργαζόμενους στους κρατικούς και ιδιωτικούς ενεργειακούς κολοσσούς. Και στο φόντο, φυσικά, αυτή η σταθερή τάση ενοχοποίησης της κοινωνίας που μπλοκάρει κάθε προοπτική οργάνωσης και αυτενέργειας, ευνοώντας τη νεοφιλελεύθερη τεχνοκρατία, ακόμα κι εκεί που φαινομενικά την εχθρεύεται.
Όμως υπάρχουν παραδόσεις που θα μπορούσαν να ενισχυθούν για να χαράξουν την επόμενη μέρα, ακόμα κι αν δεν απέτρεπαν πλήρως την καταστροφή. Στο επίπεδο της πρακτικής, θα μπορούσε να δει κανείς τον κοινό χώρο που εγκαινίασε μεταξύ εργατικού κινήματος, τοπικών κοινοτήτων και περιβαλλοντικών ακτιβιστών το Σωματείο Εργαζομένων στα Πετρελαιοειδή, τα Χημικά και την Ατομική Ενέργεια στις ΗΠΑ υπό τον Τόνι Ματσόκι, το όνομα του οποίου ακόμα μνημονεύεται όταν τα συνδικάτα συναντιούνται με τους μαθητές σε κοινές κινητοποιήσεις για το κλίμα.
Ή στη θεωρία, θα μπορούσε να κοιτάξει κανείς το παράδειγμα του Δημήτρη Μπάτση που ακόμα στοιχειώνει μεγάλο μέρος των κινημάτων στην Ελλάδα – σε τέτοιο βαθμό που διαιωνίζει την παρανόηση ότι η ενεργειακή δικαιοσύνη περνάει από την προστασία του λιγνίτη. Γράφοντας σε μία άλλη εποχή την «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα», ο Μπάτσης χρησιμοποίησε τέτοια κριτική οξύνοια και μια τόσο ζωηρή φαντασία που βλέποντας μπροστά του την κατασκευή μιας Λαϊκής Δημοκρατίας της Ελλάδας, βρήκε τη λύση στο πρόβλημα της εκβιομηχάνισης μέσα στα κοιτάσματα του λιγνίτη Πτολεμαΐδας.
Μια τέτοια ριζοσπαστική, κλιματική φαντασία εφάμιλλη της χειρονομίας του Μπάτση είναι που χρειάζεται και όχι το αναμάσημα των ιδεών του. Ένας κοινός τόπος για τη συγκρότηση των υποκειμένων που θα επωμιστούν την αναχαίτιση της κλιματικής δυστοπίας. Μπορεί να αποδειχθεί και τόσο απλό, όσο μια ανεμογεννήτρια που δεν ανήκει στον Βαρδινογιάννη, τον Περιστέρη ή τον Κοπελούζο. Δεν ξέρουμε τι θα επιφέρει, αλλά θα κινείται σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση.