Ζήσαμε τούτο το καλοκαίρι ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός· ίσως το σημαντικότερο των τελευταίων χρόνων από το 2015 και μετά. Μιλώ για τον τρόπο που η κοινωνία ανέλαβε την ευθύνη της αυτοπροστασίας της απέναντι στις καταστροφικές πυρκαγιές, παρακάμπτοντας το παραλυμένο και πανικόβλητο κράτος· πώς οι άνθρωποι δεν εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, όπως εκβιαστικά τους ζητούσαν η κυβέρνηση και τα κανάλια, και έμειναν εκεί, επί του πεδίου, δίνοντας μαζί με τους πυροσβέστες και τους ειδικευμένους εθελοντές τη δική τους μάχη για τη ζωή, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονταν, υπέρ “βωμών και εστιών”.
Εννοείται ότι όσοι ενήργησαν με αυτόν τον τρόπο, το τελευταίο που τους απασχολούσε ήταν η πολιτική (αν και δεν έλειψαν οι πολιτικές αιχμές, όπως το γνωστό σύνθημα για τον Μητσοτάκη). Είναι όμως αυτή ακριβώς η “μη πολιτική” αφετηρία όσων συνέβησαν που δίνει στο γεγονός ακόμα μεγαλύτερη πολιτική αξία. Ήταν η επανασύνδεση της πολιτικής με τα βαθύτερα υπαρξιακά και κοινωνικά της θεμέλια. Μόνο έτσι εξηγείται η σχεδόν αυτονόητη και ομόφωνη απόρριψη της κυβερνητικής ρητορικής περί “ανθρωπίνων ζωών” από ανθρώπους που δεν θα το περίμενε κανείς.
Εν πάση περιπτώσει, όλο αυτό, όπως το ζήσαμε, με όλο το υπαρξιακό του βάθος, ήταν ένα έμπρακτο δείγμα κοινωνικής αυτοοργάνωσης, που μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες και χωρίς ούτε μια στάλα ιδεολογικής νοσταλγίας ή υπεκφυγής από τη σκληρή πραγματικότητα έδωσε ουσιαστική υπόσταση στο κοιμώμενο πνεύμα του κοινοτισμού. Και αυτό προσπάθησα να περιγράψω στο προηγούμενο άρθρο μου “Οι πυρκαγιές άναψαν τη σπίθα του κοινοτισμού” (δημοσιεύθηκε στον Δρόμο της Αριστεράς και αναδημοσιεύθηκε στο Κοσμοδρόμιο).
Υπήρξε όμως ένα σημείο στο οποίο νομίζω ότι πρέπει να επανέλθουμε και να σταθούμε με μεγαλύτερη προσοχή.
Ανυπακοή με θετικό πρόσημο
Έχοντας κατά νου τη θυμωμένη όσο και δημιουργική ταυτόχρονα αντίδραση του κόσμου μίλησα στο άρθρο αυτό για “ανυπακοή”. Και χρησιμοποίησα τον όρο, όπως το έχω κάνει και άλλες φορές, όχι με τη συνήθη σημασία που έχει στην καθημερινή γλώσσα, αλλά με το ιδιαίτερο νοηματικό περιεχόμενο που έχει αποκτήσει στη νεώτερη πολιτική σκέψη – ξεκινώντας από το κλασικό δοκίμιο του Αμερικανού πολιτικού στοχαστή του 19ου αιώνα Χένρι Ντέιβιντ Θόρω, την Πολιτική Ανυπακοή (Civil Disobedience), περνώντας στη “μη βία” του Γκάντι, και από εκεί στον Μ. Λ. Κινγκ και την πολιτική διαμαρτυρία της δεκαετίας του 60, στην αντίσταση στο Απαρτχάιντ, στους Γερμανούς Οικολόγους της δεκαετίας του 80, στα κινήματα της αντιπαγκοσμιοποίησης (Γένοβα κλπ)· και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Θα δούμε μάλιστα λίγο παρακάτω ότι περιλαμβάνει και την πρόσφατη δική μας πολιτική ιστορία.
Υπό το πρίσμα αυτής της πολιτικής παράδοσης η έννοια της ανυπακοής καλύπτει ταυτοχρόνως δύο πτυχές των πραγμάτων. Μία που θα μπορούσαμε να την πούμε “αρνητική”: στην προκειμένη περίπτωση την άρνηση των ανθρώπων να υπακούσουν στις κρατικές εντολές για “εκκένωση”. Αλλά και μια δεύτερη, που θα μπορούσαμε να τη δούμε ως “θετική”: το ότι αυτοί που αντέδρασαν δεν περιορίστηκαν στις διαμαρτυρίες και στις διεκδικήσεις, αλλά ανέλαβαν αυτόβουλα την ευθύνη της κατάστασης, την ευθύνη του εαυτού τους και των συμπολιτών τους, υποκαθιστώντας με θετικό τρόπο την απούσα κρατική εξουσία. Στη διαλεκτική μετάβαση από την άρνηση σε μια νέα κατάφαση, από τον θυμό στην έλλογη υπέρβαση, από την αντίσταση στη δημιουργία, εκεί βρίσκεται το μυστικό της πολιτικής ανυπακοής.
Και αν θέλουμε να δούμε λίγο πιο μακρυά είναι μέσα σε αυτή ακριβώς τη μετεξελικτική διαδικασία, ταυτοχρόνως παιδαγωγική και πολιτική, που το κοινωνικό σώμα ανασυγκροτείται στη βάση μιας νέας ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής σύνθεσης. Έτσι μόνο μπορεί να παιχτεί και να κερδηθεί το παιχνίδι της ηγεμονίας.
Το κενό στην πολιτική μας κουλτούρα
Δεν τα επεσήμανα αυτά ρητά και με σαφήνεια στο προηγούμενο άρθρο, και έτσι κάποιοι από τους αναγνώστες, ενώ είδαν θετικά όλη την υπόλοιπη συλλογιστική, στάθηκαν με επιφύλαξη ή επικριτικά απέναντι στην ιδέα της ανυπακοής. Για παράδειγμα, ένας φίλος είπε πως υποστηρίζοντας την ανυπακοή κάνουμε ίσως ένα βήμα προς τον αλληλοσπαραγμό.
Αρχικά είδα τις αντιρρήσεις αυτές σαν απλή παρανόηση και πίστεψα πως θα αρκούσαν κάποιες εξηγήσεις εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ότι “δεν είναι αυτό που φαίνεται”, πως άλλο ανυπακοή και άλλο στασιασμός, και πως παρά το αρνητικό φορτίο που έχει η λέξη στην καθομιλουμένη, σαν ειδικός “τεχνικός όρος” έχει εν τέλει θετικό πρόσημο. Διότι, όπως είχε πει και ο Μ. Λ. Κίνγκ, πρόκειται για “την πιο δημιουργική μορφή διαμαρτυρίας”. Ειδικά δε στο φόβο του φίλου μου μήπως η ανυπακοή οδηγήσει σε αλληλοσπαραγμό θα μπορούσα να αντιτάξω τις βασικές αρχές του Γκάντι, ότι ο “πολιτικός αντιρρησίας δεν εκφράζει ποτέ την οργή του”, ενώ αντιθέτως “μπορεί να χρειαστεί να υποστεί την οργή του αντιπάλου”, ή ότι “θα υποβληθεί οικειοθελώς στη σύλληψη, και δεν θα αντισταθεί στην κατάσχεση ή την αφαίρεση της περιουσίας του από τις αρχές” κλπ κλπ.
Αναλογιζόμενος πόσο εξωτικά μπορεί να ακούγονται όλα αυτά συνειδητοποίησα πως πέρα από το πρόβλημα της ορολογίας υπάρχει μια άλλη πιο σοβαρή δυσκολία, που έχει να κάνει με την ουσία του πράγματος. Ότι δηλαδή αυτό που κυρίως λείπει από την ελληνική πολιτική κουλτούρα – όχι μόνο στην κοινή γνώμη, αλλά και στα πολιτικά κινήματα – δεν είναι τόσο η εξοικείωση με την ορολογία. Αλλά πως το κυρίως πρόβλημα είναι η ουσιαστική άγνοια, η απουσία πραγματικής επαφής με το δημιουργικό στοιχείο που υπονοείται στον όρο “πολιτική ανυπακοή”.
Ανυπακοή και αντιμνημονιακό κίνημα
Αυτό το στοιχείο δεν έλειψε από την ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων δέκα χρόνων. Κάθε άλλο μάλιστα. Ήταν αυτό που έδωσε υπόσταση στο αντιμνημονιακό κίνημα από τις αρχές μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας που πέρασε: στους Αγανακτισμένους του 2011-12, στο κίνημα “δεν πληρώνω”, στην αντίσταση στο χαράτσι, στην κατάληψη της ΕΡΤ, στην πρόταση των λειτουργικών καταλήψεων σε σχολεία και νοσοκομεία το 2013, και σε πολλές άλλες περιπτώσεις μέχρι και τις τελευταίες κινηματικές αντιστάσεις των αγροτών και των δικηγόρων το 2016. Και ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη, η λήθη και η συκοφάντηση αυτού του στοιχείου, που καθόρισε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο το τελικό αποτέλεσμα της αναμέτρησης.
Αυτό συνέβη επειδή το πολιτικό ήθος της παραδοσιακής ελληνικής αριστεράς (όχι μόνο της ρεφορμιστικής και ηττοπαθούς, αλλά και της ριζοσπαστικής, και της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής, ιδίως των πιο ανυπότακτων εξωκοινοβουλευτικών ομάδων της) επεσκίασε τελικά και επιβλήθηκε στο ήθος της “πολιτικής ανυπακοής”, πρώτα απ’ όλα μέσα στους κόλπους της αντιμνημονιακής λαϊκής πλειοψηφίας και κατ’ επέκταση στο σύνολο της δημόσιας σφαίρας.
Ήταν μέσα απ’ αυτή την εξέλιξη που κατέστη όχι απλώς αληθοφανής, αλλά και πραγματικά αληθής, ο ισχυρισμός πως “δεν υπάρχει εναλλακτική”, και έτσι καταλήξαμε στην κατασυκοφάντηση των Αγανακτισμένων και όλων των μαχητικών εκφράσεων του αντισυστημικού κινήματος των τελευταίων δέκα χρόνων κάτω από τον ψευδώνυμο όρο “λαϊκισμός” και τη χρέωσή τους στη λαϊκιστική ακροδεξιά.
Μια ιστορία που μέλλει να ειπωθεί
Αυτή είναι μια ιστορία που δεν έχει ακόμα ειπωθεί. Και αν θέλουμε να κεφαλαιοποιηθεί πολιτικά η δημιουργική αντίδραση του κόσμου στις πυρκαγιές θα πρέπει, νομίζω, να ξεκινήσουμε από εκεί. Να ξαναδούμε την πρόσφατη πολιτική ιστορία μας υπό το φως αυτού του κριτηρίου, της ανυπακοής και της αυτοοργάνωσης που αναδείχθηκε μέσα απ’ τις φλόγες.
Θα πρέπει δηλαδή να ξαναδούμε τις πολυποίκιλες εκφράσεις του αντιμνημονιακού κινήματος μέσα από την ταλάντευση μεταξύ πολιτικής ανυπακοής και προσχώρησης στον κρατικισμό και τον γραφειοκρατικό οργανωτικισμό της αριστέρας· πώς μέσα σε αυτό το φαύλο παιχνίδι η παραδοσιακή αριστερά άλλες φορές οικειοποιείται παραπλανητικά την ανυπακοή και άλλες τη συκοφαντεί.
Και υπό το φως όλης αυτής της εμπειρίας ίσως χρειαστεί να ξαναδούμε και θεωρητικά πώς προκύπτει και πού θεμελιώνεται ηθικά, πολιτικά και κοινωνικά η ανυπακοή σαν πολιτική πράξη. Προσωπικά επιφυλάσσομαι να επανέλθω και ελπίζω ότι και άλλοι θα δουν την πρόσκληση και θα την αποδεχθούν.