ΑΘΗΝΑ
05:39
|
07.11.2024
Ο Mad Clip αναλάμβανε τον ρόλο της ψυχρότητας για να λάμπουν διά αντιστίξεως οι γαιώδεις θερμότερες χροιές των ομοτέχνων του.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ήταν μία ιδιαίτερη κηδεία. Όταν το φέρετρο με τη σορό του Mad Clip βγήκε από τον ναό της Παναγίτσας Παλαιού Φαλήρου επικράτησε για λίγο νεκρική σιγή που σεβάστηκαν ευλαβικά όλοι οι θορυβολάγνοι θαυμαστές του. Και μετά ένα παρατεταμένο έντονο χειροκρότημα συνοδευόμενο από τελετουργικώς επαναλαμβανόμενα μαρσαρίσματα. Καθώς το φέρετρο έμπαινε στην άσπρη νεκροφόρα, ακούστηκε από τα μεγάφωνα αυτοκινήτου στην πλατεία του ναού το δίστιχο: «Οι κακές συνήθειες δεν αλλάζουν. Σκέφτομαι τους δαίμονές μου, με τρομάζουν». Θα έλεγε κανείς στίχοι στους αντίποδες αυτών της νεκρώσιμης ακολουθίας που ελάμβανε χώρα. Όμως οι παπάδες ήταν πολύ ανεκτικοί από αδυναμία ή και από συγκατάνευση· άλλωστε στις ανακοινώσεις του ναού έβρισκε κανείς σημείωμα που προέτρεπε τους πιστούς να κάνουν λάικ στη σελίδα της ενορίας στο Facebook, follow στο Instagram, rate κ.ο.κ. δίπλα στον πίνακα με τους ιερείς που ήταν διαθέσιμοι για εξομολόγηση, φαντάζεται κανείς και για το αμάρτημα της (διαδικτυακής) ματαιοδοξίας.

Το χειροκρότημα είναι ένα στοιχείο που επεκράτησε θεαματικά στις δύο κρίσιμες στιγμές: Και κατά την είσοδο της σορού στη νεκροφόρα και κατά την ταφή στο χώμα. Θα έλεγε κανείς ότι οι fans του Mad Clip ήθελαν να επιβραβεύσουν τον τρόπο ζωής και θανάτου του ήρωά τους, να διασκεδάσουν την ένσταση ότι είχε κάνει μία από τις γνωστές του «μαλακίες», αυτή τη φορά θανάσιμη, ή την εντύπωση ότι είχαν απατηθεί στις προσδοκίες τους από αυτόν. Υπαρξιακώς δύο ήταν κυρίως τα στοιχεία που διαφοροποιούσαν την κηδεία από τις συνήθεις. Το ένα ήταν ότι τα χειροκροτήματα επικρατούσαν έναντι της σιγής και των λυγμών. Όπως όταν τον έβλεπαν «live», έτσι και τώρα που ήταν νεκρός, οι οπαδοί τον επιδοκίμαζαν για τη συνέπεια ήθους στη ζωή και στον θάνατο και αυτή η ανάγκη υποστήριξης ήταν πιο ισχυρή από τη σιωπηλή περισυλλογή ή τον σπαραγμό. Το δεύτερο ήταν ότι οι περισσότεροι έβγαζαν κινητά και τραβούσαν βιντεάκια ή και σέλφι. Ο καθένας εναλλάξ πότε πενθούσε ή και έκλαιγε και πότε ανέσυρε το κινητό του για να κάνει ένα αυτοσχέδιο ρεπορτάζ μιας κηδείας όπου ο ίδιος συντελούσε στην πρωτόγνωρη πρωτοτυπία της.

Η πλατεία ήταν ασφυκτικά γεμάτη από ένα μεγάλο πλήθος. Κυρίως μαυροφορεμένοι έφηβοι με T-shirts. Έξω από την εκκλησία ήταν εντυπωσιακά πολλές οι έφηβες που έκλαιγαν τον Mad Clip με ακατάσχετους λυγμούς. Άραγε κορίτσια με «εσωτερικευμένη πατριαρχία» ή pick me που λάτρευαν τον περιβόητο μισογύνη, όπως θα ήθελε το φεμινιστικό ιδίωμα, ή άτομα μιας νέας γενιάς που έχει άλλους κώδικες ακόμη όχι εύκολα χαρτογραφήσιμους από τους μεγαλύτερους; Στη συνέχεια, στην πορεία προς το Κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου επικρατούσε συγκριτικώς το ανδρικό στοιχείο. Ίσως αντί για «πορεία» θα ήταν ακριβέστερο να μιλήσουμε για «λιτανεία», καθώς προπορευόταν η λευκή νεκροφόρα με τη σορό και τον ιερέα και ακολουθούσε ένα τεράστιο πλήθος από μηχανόβιους κυρίως εποχούμενους σε παπάκια, αλλά και σε άλλες μηχανές, καθώς και σε φτιαγμένα αυτοκίνητα που «δεν ήταν μαμά». Υπήρχαν και πολλοί πεζοί που κατέκλυζαν τον δρόμο μέχρι το νεκροταφείο διακόπτοντας για πάνω από μία ώρα την κυκλοφορία στους δρόμους του Φαλήρου, ενώ και τα σταματημένα λεωφορεία έμοιαζαν να συμμετέχουν στο πένθος με τη φωτεινή πινακίδα τους «Συγνώμη» («εκτός λειτουργίας»).

Αν η λιτανεία φάνταζε σαν μια νέα μορφή αυθόρμητου μη συστημικού επιταφίου, τότε αυτό που ακολούθησε έξω από το κοιμητήριο παρέπεμπε περισσότερο στις αρχαίες ελληνικές σπονδές. Οχήματα κάθε είδους, από τζιπ και αγροτικά μέχρι παπάκια, έκαιγαν τα λάστιχά τους, κυρίως εν στάσει, με αποτέλεσμα να αναδίνεται ένας καπνός που οπτικά θύμιζε την αιθάλη από τα σφάγια των αρχαίων θυσιών. Ο καθένας που ερχόταν με το όχημά του στην κηδεία, πλούσιος ή πένης, ήθελε να προσφέρει ανιδιοτελώς τα λάστιχά του, ακριβά ή φτηνά, για να τιμήσει τον Mad Clip. Θεωρείτο αυτονόητο και τελείτο σε αγέλαστο και αιδήμονα σιγή χωρίς τον κομπασμό που επιδεικνύουν άλλοτε οι κάγκουρες. Σε σπάνιες περιπτώσεις, ορισμένα οχήματα έκαναν πλαγιολίσθηση εν κινήσει και οι παριστάμενοι τα εμπόδιζαν όπως μπορούσαν, με τα μπράτσα και τα σώματά τους, να πέσουν στα σταθμευμένα. Στον ναό του κοιμητηρίου οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος εικονίζονταν αγκαλιασμένοι ύστερα από το πρώτο μπιφ στην ιστορία του χριστιανισμού και μια παρόμοια ομόνοια ένωνε τον κόσμο της τραπ, ενώ οι νέοι που δεν είχαν προλάβει να εισέλθουν, σκαρφάλωναν στον ψηλό τοίχο και τα κάγκελα για να πηδήξουν μέσα ή για να δουν και βιντεοσκοπήσουν την ταφή εξ ύψους.

Τώρα τα πειραγμένα οχήματα με μεγάφωνα έπαιζαν δυνατά μια πλειάδα από τραπ άσματα του τεθνεώτος. Συχνό ήταν το εμβληματικό «θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα, γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά», που εκφράζει το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής· και πιθανότατα εξηγεί την αγάπη που τρέφουν για τον Mad Clip επιφανείς Νεοδημοκράτες, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης που είχε σπεύσει να σελφιστεί μαζί του ή ο Στέλιος Πέτσας που μίλησε για ένα ξημέρωμα «σκοτεινό σαν το σκοτάδι», όταν έφυγε ο trapper, σχετικό ταυτολογικό στίχο του οποίου οικειοποιήθηκε. Και πράγματι ο Mad Clip παρά τις όποιες πολιτικές του πεποιθήσεις έδειχνε να ταιριάζει, λόγω της ψυχρής του έμφασης στο κέρδος, στο νεοδημοκρατικό σύμπαν μέρος του οποίου τον λάτρεψε, ερχόμενος άλλωστε σε αντίστιξη με τον περισσότερο Συριζαίο Υποχθόνιο. Ο Mad Clip, άλλωστε, ήταν Ελληνοαμερικανός που τα Νότια Προάστια του θύμιζαν με λίγη φαντασία το Μαϊάμι, διαφοροποιούμενος από τους Αλβανούς trappers. Οι τελευταίοι αποτελούν τη μεταφορά στην Ελλάδα του αμερικανικού blaxploitation των μαύρων που λόγω της εκμετάλλευσης που υπέστησαν θεώρησαν δικαίωμά τους τη συχνά υπεραναπληρωματική επίδειξη πλούτου και χλιδής. Ο Mad Clip, αντιθέτως,  καθώς δεν διέθετε το αλβανικό άλλοθι, υπήρξε εν πολλοίς ένας λαθρεπιβάτης της ελληνο-αλβανικής trap και για αυτό ο πιο ψυχρός και κυνικός ήρωάς της. Και η ίδια η μορφή του άλλωστε με την ελαφρά πλαδαρότητα εισήγαγε την ακραία ενδεχομενικότητα ότι για να αποτελέσεις «μεγιστάνα από αλάνα» δεν χρειάζεται καν να έχεις έναν μυώδη σωματότυπο· αρκεί η δύναμη της θέλησης και ο αυτοπροσδιορισμός.

Επικρατούσε, όμως, στα μεγάφωνα κυρίως το υπαρξιακότερο «αν πεθάνω αύριο, θάψτε με μπάφο», καθώς θεωρείται ότι ο Mad Clip είχε προΐδει τον πρόωρο θάνατό του και είχε αφήσει την πνευματική του παρακαταθήκη. Το συγκεκριμένο τραγούδι μοιάζει με αντίστοιχα ρεμπέτικα όπου ο μάγκας δείχνει ότι είναι έτοιμος για την πλέον φρικτή αντιμετώπιση, αυτή με τον Χάρο, αναλαμβάνει την πιθανότητα πρώιμου τέλους λόγω του κακού τρόπου ζωής του, και εντέλλεται στους οικείους να του εναποθέσουν κτερίσματα, όπως λουλά κ.ο.κ. O Mad Clip στον δικό του ενοπτρισμό του θανάτου περιέλαβε κλασικά ρεμπέτικα μοτίβα, όπως στους στίχους: «Κι αν πεθάνω αύριο, στρίψτε μου ένα μπάφο· να ‘σαι σίγουρος θα το σκάσω με τον Χάρο. Στον παράδεισο θα κρυφτώ και θα νταγκλάρω. Κάπου μες στα σύννεφα θα βρω να την αράξω». Προχώρησε όμως και σε καίριες επικαιροποιήσεις, όπως στους στίχους που έδωσαν και τον τίτλο «Gucci» στο επιθανάτιο άσμα: «Αν πεθάνω αύριο, θάψε με με μπάφο· ντύσε με με Gucci, κλείσε μου τον τάφο. Μην ξεχάσεις όλα αυτά που σας έλεγα. Θα ‘μαι κάπου εκεί ψηλά, μες στα σύννεφα». H Gucci ήταν η εκλεκτή του τεθνεώτος, όπως φαίνεται και στον στίχο από το Mama? «Louis V και Gucci, δεν παίζουμε με Prada». Στο ίδιο άσμα του ομότεχνου Sin Boy, o Mad Clip έλεγε τους διάσημους πλέον στίχους «γεμάτο paranoia είναι το μυαλό· ο μόνος μου αντίπαλος ο εαυτός μου». Ένα από τα πολλά δύστυχα δίστιχα που αποδείχθηκαν προφητικά, καθώς ο Mad Clip είχε βασικά μία κόντρα: αυτήν με τον εαυτό του. Και την έχασε οδηγούμενος στον θάνατο.

Πιστοί στον Mad Clip, οι fans εναπέθεσαν κτερίσματα στο δέντρο όπου βρήκε τον θάνατο στην παραλιακή στη Βουλιαγμένη. Κουτάκια από μπίρες, τσιγάρα και αναπτήρες δίπλα σε εικονίτσες της Παναγίας, αλλά και του άγιου Αρσενίου του Καππαδόκη, και στην αμερικανική σημαία· μαζί με πλήθος από ανθοδέσμες, προσωπικά σημειώματα για την άλλη ζωή και προσωπογραφίες, εκ των οποίων η μία δεσπόζουσα σε στάση σχεδόν προσευχητικής περισυλλογής αντλημένη από παρόμοια εμβληματική φωτογραφία του. Στο άσμα αντιμετώπισης του Χάροντα, ο Mad Clip έλεγε: «Δυστυχώς, πούλησα ψυχή πριν κάποια χρόνια· η κόλαση δεν έχει ζέστη, είναι μες στα χιόνια. Από τότε η καρδιά μου κρύα σαν τον χειμώνα· η ψυχή μου πιο ψυχρή και από παγετώνα». Σαν άλλος Dante Alighieri, o Mad Clip ενοπτρίσθηκε την κόλαση όχι ως πύρινη ποινή αλλά ως ένα ψυχικό τοπίο παγωμένης ερημίας. Την υποτιθέμενη συμφωνία του με τον Σατανά τη θεώρησε ως μια νεανική απερισκεψία στην οποία έμεινε εγκλωβισμένος, όπως και στις κακές συνήθειές του που δεν μπορούσε να αλλάξει και τις οποίες σκεφτόταν σαν οικείους του δαίμονες.

Κι όμως, κατά μία περίεργη διαλεκτική, ίσως ήταν το γεγονός ότι ο Mad Clip αναλάμβανε εκουσίως τον ρόλο του κακού ή έστω του ψυχρού, του χωρίς άλλοθι πρότερης φτώχειας καυχησιάρη, που έκανε τους fans του να τον λατρέψουν και να τον πενθήσουν. Σε ένα είδος όπου παίζει τον σημαντικότερο ρόλο η αλήθεια και η αυθεντικότητα, ο Mad Clip εντέλει ξεχώρισε από το γεγονός ότι δεν είχε το ελάχιστο άλλοθι για τον κομπασμό του. Τις κακές συνήθειές του, που τελικά του κόστισαν τη ζωή, τις ονόμασε «μαλακίες» του, ενώ σε άλλα άσματα τις τραγούδησε με βραδεία νωχέλεια αφοπλιστικής κατάθλιψης. «Όπου υπάρχει το σκοτάδι κρύβεται το φως» είναι το μότο του επιθανάτιου τραγουδιού του και όντως ο Mad Clip αναλάμβανε τον ρόλο της ψυχρότητας για να λάμπουν διά αντιστίξεως οι γαιώδεις θερμότερες χροιές των ομοτέχνων του. Η μεταθανάτια αγάπη των ανθρώπων που τον πένθησαν και τον απεικόνισαν με φωτοστέφανο στο δέντρο του θανάτου του ίσως δείχνει ότι όπου υπάρχει παγωμένη κόλαση μπορεί να κρύβεται ένας θερμός παράδεισος.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Υπό κατάρρευση ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία

Στο Πεκίνο, οι ελληνικές αμέτρητες όψεις του Ωραίου

Δύο νέα πυροσβεστικά οχήματα απέκτησε η Ρόδος

Προεδρικές Εκλογές 2024: Επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα