ΑΘΗΝΑ
03:29
|
22.11.2024
Το μοιρολόι, ο θρήνος δεν φεύγει ποτέ από κοντά μας με έναν τρόπο, όπως ούτε και η συναίσθηση της όποιας απώλειας.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Αποχαιρετώντας τον Μίκη Θεοδωράκη, ο Στέφανος Τζουμάκας έγραψε σε προσωπικό τόνο: “Πέρασα μαζί του σε κάτι νέο, στον Διαφωτισμό, έφυγα από το μοιρολόι. Πέρασα στο “εμπρός”, στο “είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς”, στο “όχι άλλα δάκρυα”, στο “πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες”. Στη πατρίδα μου την Ήπειρο τα μοιρολόγια καλά κρατούσαν. Για τη ξενιτειά, για τις ήττες στο Μέτωπο, για τα μαρτυρικά χωριά που έκαψαν οι Ναζί (όπως και το χωριό μου), για το αίμα και τους τάφους του εμφύλιου, για την ανέχεια. Πέτρινα χρόνια και μοιρολόγια. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν για μας το σάλπισμα για νικηφόρους αγώνες για το δίκιο και τη λευτεριά”.

Σήμερα που ο Μίκης Θεοδωράκης οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία, ας μας επιτραπούν λίγες σκέψεις γύρω από αυτό το γεγονός. Το μοιρολόι είναι σπουδαίο. Ας με διορθώσουν οι ανθρωπολόγοι αν κάνω λάθος: είναι τιμή και εκτόνωση και ως εκ τούτου συνδέει το πένθος με το επέκεινα. Το μοιρολόι είναι αναγκαίο.

Αλλά ο Στέφανος Τζουμάκας έχει πολύ δίκιο σε αυτό που υπονοεί: σαν την δυστυχία, μπορεί να καταστεί καθηλωτικό. Και όταν συμβεί αυτό, όταν ο θρήνος παραταθεί και παγιωθεί στο συλλογικό επίπεδο, κακοφορμίζει, είτε λάβει την μορφή μιας έντιμης αρχικά παθητικότητας και αποστασιοποίησης από τα εγκόσμια, είτε ενός λούμπεν φθόνου και μιμητισμού προς τους ισχυρούς.

Το μοιρολόι, ο θρήνος δεν φεύγει ποτέ από κοντά μας με έναν τρόπο, όπως ούτε και η συναίσθηση της όποιας απώλειας. Η μουσική του Θεοδωράκη μεταξύ άλλων, μας το θυμίζει. Το ζητούμενο είναι σε τι οδηγεί.

Ο θάνατός του Μίκη Θεοδωράκη έρχεται στην μετάβαση από μια κομβική, πλην όμως ματαιωθείσα ως προς τις λαϊκές εξάρσεις της, δεκαετία, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό, σε μια νέα δεκαετία η οποία ξεκίνησε με την παγίωση της κρισιακότητας, την επέκταση της πανοπτικής εξουσίας, της ανισότητας και της αβεβαιότητας.

Παρότι σε κάποιο επόμενο άρθρο θα αποπειραθούμε να εξετάσουμε ένα αναλυτικό σχήμα για αυτήν την μετάβαση, σίγουρα η βαριά διάθεση (αν όχι και θρηνητική) των τελευταίων δέκα χρόνων, μετά από ένα προγενέστερο, άνισο υπερκαταναλωτικό πάρτι το οποίο ήδη έφθινε και από τις βαθιές απογοητεύσεις δεν επιτρέπει σήμερα, παιάνες και επική μουσική.

Δεν ζήσαμε δεκαετία του ’60 προκειμένου να μιλάμε για την “χαμένη άνοιξη” της εποχής μας. Ζήσαμε ένα σύντομο, θολό αλλά καυτό καλοκαίρι του 2015, μέσα στο οποίο για λίγες ημέρες, ο ελληνισμός έγινε ξανά παγκόσμιος και έγραψε ιστορία. Πολλές φορές αυτά τα χρόνια των “back to back” κρίσεων σκεφτήκαμε “γιατί δεν βγαίνει ένας νέος Θεοδωράκης”. Γιατί τελικά δεν ξεπερνάμε το στριφογύρισμα γύρω από το μοιρολόι, το οποίο μετατρέπεται σε μιζέρια καθώς τραβάει σε μάκρος ατελείωτο.

Είμαστε γεννήματα της ηρωικής κουλτούρας: πιστεύουμε ότι πάντα μπορεί κάποιος (άτομο ή και συλλογικότητα) να συντμήσει τον χρόνο και να ανοίξει ή να βοηθήσει καταλυτικά να ανοίξουμε τον δρόμο μέσα και παρά την όποια δυσκολία ή κρίση. Πρόκειται για μοναδικά ανθρώπινη και επιπλέον ιδιαιτέρως ελληνική συνιστώσα της κουλτούρας μας.

Ωστόσο, ακόμα και το ηρωικό πρότυπο και πράξη δεν διατάσσεται αλλά ωριμάζει. Βρισκόμαστε, μόλις τριάντα χρόνια μετά την ήττα της πρώτης ιστορικής απόπειρας υλοποίησης του σοσιαλισμού και στα καθ’ ημάς μόλις 25 χρόνια μετά το τέλος (στο όνομα του “εκσυγχρονισμού”) της απόπειρας διαμόρφωσης μιας κυρίαρχης πατρίδας με κοινοβουλευτικά μέσα και μόλις έξι έτη μετά από έναν παγκοσμίων συνεπειών ξεσηκωμό του λαού (με την όποια θολούρα, η οποία ήταν μεγάλη) και την εγκατάλειψή του, όταν πραγματοποίησε την ρήξη την οποία είχε μπροστά του με την ολιγαρχία και με την ξένη κηδεμονία.

Ζούμε ακόμα την υποχώρηση της νεωτερικότητας, των μεγάλων σχημάτων, των μεγάλων ερμηνειών, των μεγάλων προσδοκιών και την αντεπίθεση των μικρών, των επιμέρους, των επιφανειακών, των ασήμαντων εξηγήσεων και ικανοποιήσεων.

Είναι πολύ νωρίς για έναν νέο Μίκη Θεοδωράκη, για μια νέα δεκαετία του ’60, όσο και αν το θέλουμε. Ξεχνούμε ότι τίποτα δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο, ξεχνούμε πόσα προηγήθηκαν τέτοιων προσώπων και περιόδων, πόσες αγωνίες και αβεβαιότητες αντιμετωπίστηκαν. Παραβλέπουμε ότι ήδη, σε έναν κόσμο του οποίου το κέντρο μετατοπίζεται, ενώ το τοπίο παραμένει φαινομενικά άνυδρο, οι λαοί κινούνται και πάλι, εδώ και χρόνια. Η ιστορία δεν τελείωσε, ούτε καν πάγωσε ποτέ.

Ζούμε στην εποχή ακόμα της ήττας, χωρίς καμία εγγύηση ότι θα βγούμε από αυτήν. Παρότι είναι λογικό να ακούγεται ακόμα το μοιρολόι, υπάρχει μια σημαντική παρηγοριά: η ιστορία, Αυτή η οποία συνεχίζει να εξελίσσεται με εμάς (δυνάμει) στο επίκεντρο, δηλαδή ως ιστορικότητα και όχι ως απλή γεγονότητα, αλληλουχία συμβάντων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έκανε το χρέος του. Το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε χρέος και μετά κάποιοι θα βρεθούν που θα ξαναδείξουν τον δρόμο της πληρωμής του.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης

Το τραγούδι της ημέρας

Πέθανε ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης

Συγκροτήθηκε Συμβούλιο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα