Ο βοναπαρτισμός του Εμμανουέλ Μακρόν, η ακραία βολονταριστικη έκφραση του l’ etat c’ est moi που κορυφώθηκε με τα “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” στην εποχή του κορονοϊού, παραμένει απαρασάλευτος, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις που έχει προκαλέσει στην γαλλική κοινωνία (αλλά και στη δικαιοσύνη με την έρευνα που διέταξε το ειδικό σώμα CJR κατά της πρώην υπουργού Υγείας Ανιές Μπιζίν για έκθεση σε κίνδυνο της ανθρώπινης ζωής) η αστυνομικής και όχι υγειονομικής προσέγγισης στάση του ως προς το πιστοποιητικό εμβολιασμών.
Λίγο ενδιαφέρει τον Γάλλο πρόεδρο το γεγονός ότι πλήθος υγειονομικών και γιατρών, τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, προτιμούν να σταματήσουν την πρακτική τους ή να αλλάξουν επάγγελμα παρά να εξαναγκασθούν σε εμβολιασμό, αλλά ούτε και το γεγονός ότι οι διαμαρτυρίες τους αυτές εγκολπώνονται ακόμη και ακραίες μορφές δημόσιας διαμαρτυρίας, όπως η απεργία πείνας δύο υγειονομικών έξω από το νοσοκομείο της Νίκαιας. Ο Μακρόν είναι αποφασισμένος να φέρει εις πέρας το πρόγραμμά του, ωθώντας στα άκρα την πολιτική της “αποφασιοκρατίας”, μία γραμμή που τόσο αποθέωνε στο πρόσωπο του “Ηγέτη” ο Kronjurist των ναζιστών Καρλ Σμιτ (ο οποίος στο βιβλίο του “Η Έννοια του Πολιτικού” διατράνωνε πως η πολιτική εκκινείται από μια εξωτερική απόφαση, πάντα του απόλυτου ηγέτη, που υπερβαίνει την νομική τάξη).
Μία αντίληψη που εξέφρασε εμμέσως πλην σαφώς ο ίδιος ο Μακρόν αναφορικά με την κλήση προς εξέταση της Μπιζίν, επικρίνοντας την αυτεπάγγελτη πρωτοβουλία της δικαιοσύνης να αναζητήσει ευθύνες για την πλημμελή αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, τη σχετική αβουλία της κυβέρνησης να θωρακισθεί το εθνικό σύστημα υγείας και να περιορίσει τους κατοίκους σε έναν ανώφελο εγκλεισμό, χωρίς να ληφθεί μέριμνα για δομές και υποδομές, με τη φράση “το ρίσκο που επικρέμαται πάνω στην ίδια την ουσία της πολιτικής, είναι το να μπορείς να αποφασίζεις”. Για τον Μακρόν η απόφαση είναι η ουσία της πολιτικής και μόνον αυτή επικαθορίζει και τη σχέση του κυβερνήτη με τους υπηκόους του. Στις ίδιες δηλώσεις του τόνιζε, πως “ο μοναδικός κριτής είναι ο λαός”.Υπονοώντας ότι “ο ανώτατος δικαστής” που προσωποποιείται στον θεσμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορεί να κρίνει τις αποφάσεις των ηγετών βάσει των νομικών υποχρεώσεων που εκπηγάζουν από τη νομοθεσία ή το Σύνταγμα, αλλά υποκαθίσταται από την υποκειμενικότητα της κρίσης του λαού ή στην περίπτωσή μας του ακυρωμένου λόγου του πληθυσμού λόγω του (σμιτιανής και τούτης έμπνευσης) καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που έχει επιβάλλει η κρίση της covid-19. Mία έκτακτη εξουσία στο πλαίσιο της “κατάστασης εξαίρεσης” που εκ των πραγμάτων ακυρώνει ουσιαστικά την αναγωγή του λαού ως κριτή και δικαιολογεί την αποφασιοκρατία καθώς όπως έλεγε ο (τι παράξενο, εμπνευσμένος και εκείνος από τον Σμιτ) Ζυλιάν Φρόιντ “κάθε δημοκρατία (…) εξυπακούει μία καθοδήγηση”, που σε αυτήν “εναπόκειται να λαμβάνει αποφάσεις, υπό την έννοια πως η υστέρηση ή η έλλειψη αποφασιστικότητας είναι επίσης στάσεις που προκαλούν συνέπειες”, δικαιολογώντας ακόμη και τις αποτυχίες που συνδέονται με τα ρίσκα που τόσο αρέσκεται να επαναλαμβάνει ότι τολμά και παίρνει ο Μακρόν.
Κάθε ρίσκο έχει και συνέπεις, όμως ο “μεγάλος” ηγέτης δεν μπορεί να είναι μετριοπαθής κατά τον Μακρόν, ο οποίος προτείνοντας μία δική του ερμηνεία της “οντολογίας της δράσης” (ontologie d’ agir) και του “ικανού ανδρός” (homme capable) του καθηγητή και μέντορά του Πολ Ρικέρ, περνά στον αντίποδα του έργου του, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Ανρί Πένια-Ρουΐζ, εγκαταλείποντας το δικό του “πνεύμα της μεσότητάς” (esprit du milieu), ποζάροντας ως πλατωνικός “βασιλιάς-φιλόσοφος”. Ο Μακρόν προτάσσει τη νομιμοποίηση και την ηρωϊκότητα του επιχειρείν και του ρίσκου , έναντι των νόμων και συντάσσεται όλο και περισσότερο με τον Σμίτ και τον ζηλωτή του Φρόιντ, που στο opus magnum του “Η Ουσία της Πολιτικής” δήλωνε πως “η νομιμότητα δεν είναι αυτοσκοπός” και πως η “αυθαίρετη” άσκηση της πολιτικής εξυπονοεί την αποκοπή της από το δίκαιο καθαυτό, ιδίως σε “ακραίες περιπτώσεις”, όπως στην ενεστώσα περίσταση της πανδημίας.
Άλλωστε ο Μακρόν δεν περίμενε ποτέ τον κορονοϊό για να περιορίσει έως και να καταργήσει το CJR και να περιβάλλει με τυπικό ακαταδίωκτο τους υπουργούς του για όποια ολέθρια απόφαση έμελλε να λάβουν στο πλαίσιο της απολυταρχικής του διακυβέρνησης. Το ειδικό σώμα τούτο, που θεσπίσθηκε στον απόηχο της διαβόητης υπόθεσης με το “μολυσμένο αίμα” και ελέγχει υπουργούς για αδικήματα κοινού ποινικού δικαίου, από καιρό βρισκόταν στο στόχαστρο του Μακρόν και θα είχε ήδη καταργηθεί, εάν ο πρόεδρος διέθετε την απαραίτητη πλειοψηφία και στη Γερουσία. Το ίδιο σώμα, από τον περασμένο Ιούλιο έχει διατάξει έρευνες και εναντίον του υπουργού Δικαιοσύνης Ερίκ Ντιπόν-Μορετίγια σύγκρουση συμφερόντων που αφορούν το δημόσιο αξίωμά του και την ιδιωτική άσκηση του επαγγέλματός του. Όμως την αποκαρδιωτική αντιμετώπιση, εάν όχι εγκληματική και διχαστική, της κρίσης του κορονοϊού από την κυβέρνηση Μακρόν, δεν εγκαλεί μόνον (αυτεπάγγελτα, όπως θα όφειλε και παρ’ ημίν) η δικαιοσύνη. Η διαχείρισή της, πέρα από τις κοινωνικές αντιδράσεις, έχει προλειάνει το έδαφος για μία σειρά από αγωγές, παντός είδους, από υγειονομικές παραλείψεις, ευθύνες για θανάτους κλπ, μέχρι για οικονομικές απώλειες και πτώση του ΑΕΠ. Ο Μακρόν εξόν από την αρνητική βαθμολόγηση των ανεξάρτητων ειδικών, βρέθηκε αντιμέτωπος και με τα βέλη των δικών του επιστημόνων, που συμμετείχαν στην έκθεση που ο ίδιος είχε παραγγείλει, κατατάσσοντας τη Γαλλία σε ενδιάμεση θέση στην αξιολόγηση της αντιμετώπισης της κρίσης μεταξύ των γειτόνων της, με αποτέλεσμα κάποιες από τις αγωγές τούτες να έχουν και νομικό έρεισμα.
Βέβαια, γεγονός παραμένει πως η κυβέρνηση Μακρόν χρεώνεται τις παλινωδίες, την ασυνεννοησία και τον οικονομίστικο βολονταρισμό της, που τώρα πασχίζει να καλύψει με την τεχνητή διχαστική πολιτική του πιστοποιητικού εμβολιασμού που δεν σταματά να πυροδοτεί εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Παρά το γεγονός ότι από τις 15 Σεπτεμβρίου είναι απολύτως επιβεβλημένο για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, υγειονομικοί κυρίως, αλλά και εκατοντάδες πυροσβέστες, μολονότι τον Αύγουστο είχε απορριφθεί η ένστασή τους για υποχρεωτικότητα, είναι έτοιμοι για κινητοποιήσεις.
Το μέτρο, που έχει αμφιλεγόμενη αξία, εγείρει συνταγματικές αντιρρήσεις, αλλά επίσης κυοφορεί επικίνδυνες απειλές για την ιδιωτικότητα και την ασφάλεια των δεδομένων των πολιτών, δεδομένου ότι δεν εγγυάται την όποια πειρατεία, όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη αποκάλυψη για την υποκλοπή των δεδομένων 1,4 εκατ. εμβολιασμένων στο Ιλ-ντε-Φρανς. Μία υπόθεση που συνηγορεί στην καχυποψία για την ασφάλεια των δεδομένων πολιτών σε δημόσιους οργανισμούς, που το έργο τους εκχωρείται όλο και περισσότερο σε ιδιωτικές εταιρείες, μιας και στην συγκεκριμένη περίπτωση οι χάκερ δεν στοχοποίησαν το Εθνικό Αρχείο των Διαγνωστικών εξετάσεων (SI-DEP) αλλά “μια ασφαλή υπηρεσία κοινής χρήσης αρχείων”, που χρησιμοποιήθηκε “περιστασιακά τον Σεπτέμβριο του 2020” για να διαβιβάσει στην Κοινωνική Ασφάλιση και τους περιφερειακούς οργανισμούς των υγειονομικών αρχών (ARS) πληροφορίες” χρήσιμες για την “ανίχνευση επαφών”.
Και φυσικά η η αναμφισβήτητη πραγματικότητα των 3.300 κλειστών αιθουσών διδασκαλίας λόγω έξαρσης των κρουσμάτων σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, (το ίδιο που συμβαίνει και στην επίζηλο της μακρονικής πολιτικής Ιταλία με τα κρούσματα που ήδη καραδοκούν στα σχολεία) αποδεικνύει περίτρανα πως ο κορονοϊός δεν σταματά φοβούμενος τα διατάγματα και την λουδοβίκεια αποφασιοκρατία του Μακρόν και όλων των απανταχού ζηλωτών του (όπως η Ιταλία και κυρίως η καταπίνουσα αμάσητα τις ξένες ιδέες Ελλάδα).