Ο Στέλιος Πέτσας διετέλεσε εκπρόσωπος της κυβέρνησης, κατά τεκμήριο δηλαδή είναι ένας πολιτικός που κατ’ εξοχήν εκφράζει τη νοοτροπία και τα ήθη της. Σήμερα κατέχει το αξίωμα του αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών. Στις 3 Σεπτεμβρίου, την επαύριο του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη, έγραψε ένα τουίτ για τον τραγικό θάνατο του νέου τράπερ του Mad Clip που συνέπεσε με τον θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη – αγωνιστή:
«”Σκοτεινό σαν το σκοτάδι” τούτο το ξημέρωμα για εκατομμύρια fans του Mad Clip. Έφυγε βιαστικά. Θα ζει όμως για πάντα στα χείλη όσων θα τραγουδούν τα τραγούδια του. R.I.P».
Δεν γνωρίζουμε πως ο κ. Πέτσας μέτρησε τα εκατομμύρια των fans. Αντίθετα δεν μας εκπλήσσει η λέξη fans που χρησιμοποιεί. Ενστικτωδώς, η ελληνική «ελίτ» γνωρίζει κατά βάθος πόσο απελπιστική ανάγκη κύρους έχει και πιστεύει, ανεξαρτήτως του επιπέδου των αγγλικών της, ότι η χρήση τους της προσδίδει κάποιο.
Τι είναι αυτά τα τραγούδια που, κατά τον κ. Υπουργό, θα μείνουν για πάντα στα χείλη των οπαδών του; Να ένα παράδειγμα:
«Της έμαθα να πίνει, τον κώλο της να δίνει, ξέρω τι θέλεις ρε πουτάνα, μεγιστάνα από αλάνα, να ξέρει απο γκάνια, να ξέρει απο χαβιάρι, να ξέρει από σαμπάνια”. Υπάρχουν και πιο προχωρημένα όπως για παράδειγμα ένα στο οποίο λέει ότι «βγάζει έσοδα με την κόκα και τη σόδα».
Του την έπεσαν του Πέτσα από τα social media, δεν ξέρει ότι σε μερικές περιπτώσεις κρείττον σιγάν, έβγαλε και μια ανακοίνωση για τον Μίκη Θεοδωράκη!
Αλήθεια, ο κ. Πρωθυπουργός και οι συνάδελφοί του στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, τι να σκέφτονται άραγε για όλα αυτά; Μήπως να λάβουν υπόψιν τους και οι κυρίες Μενδώνη και Κεραμέως τις απόψεις του συναδέλφου τους, να διδάσκονται και στα σχολεία τα βίντεο του άτυχου τράπερ;
Ακόμα και αν κανείς εξαντλήσει όλα την επιείκεια που διαθέτει απέναντι στα τραγούδια που ο κ. Πέτσας λέει ότι θα ζουν για πάντα στα χείλη των οπαδών του τραγουδιστή, αλλά και προς τον ίδιο, διερωτάται κανείς αν είναι δυνατόν ένα στέλεχος της κυβέρνησης να τα επιδοκιμάζει, εμμέσως μεν, σαφώς δε. Δεν πρόκειται άλλωστε για «μεμονωμένο περιστατικό», αλλά ενδεικτικό της γενικότερης πορείας που έχει, εδώ και καιρό, υιοθετήσει η «ελίτ».
Διαβάστε εδώ το ρεπορτάζ από την κηδεία του άτυχου νεαρού μιας από τις μεγάλες εφημερίδες της χώρας. Διακρίνει κανείς πίσω από τις λέξεις μια σκηνοθεσία που εμφανίζει περίπου ως αδικοχαμένο ήρωα έναν νεαρό που έπεσε πιθανότατα θύμα της μανίας του να τρέχει, της λατρείας του στα ακριβά αυτοκίνητα, ίσως και των υπολοίπων παθών (ή μήπως θεωρούνται πλέον αρετές;) που τραγούδησε.
Μήπως να ακολουθήσουμε όλοι το παράδειγμα που τραγουδάει ο μακαρίτης και να κοιτάξουμε να βγάλουμε κι εμείς τα έσοδά μας διακινώντας κόκα; Μήπως όλοι οι Έλληνες νέοι να κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να αποκτήσουν μια Πόρσε ή μια Φεράρι να πάνε να σκοτωθούνε με δαύτηνα; Μήπως έχουμε φτάσει στο σημείο η «ελίτ» της χώρας, εξοικειωμένη πιθανώς η ίδια με τη διακίνηση των ναρκωτικών, να θεωρεί ότι είναι ένα σπορ που συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου, κάποια παρηγορία στην αφόρητη ανία ανθρώπων με τόσο φανταχτερές ζωές χωρίς κανένα νόημα, με τα εξαιρετικά μεγάλα υλικά οφέλη;
Τι επίπτωση άραγε έχει αυτός ο ηθικός σχετικισμός που διαχέεται στην κοινωνία από τα πιο επίσημα χείλια και τα πιο «έγκυρα» Μέσα;
Για τον τράπερ βρέθηκαν όντως χιλιάδες, και όχι τα εκατομμύρια του κ. Πέτσα ασφαλώς, να τον θρηνήσουν. Δεν θα βρεθούν όμως πολλοί, πλην των οικείων τους, για τους νέους που, παρασυρμένοι από αυτά τα είδωλα, θα γίνουν λιώμα στην παραλιακή ή θα καταλήξουν στο ΚΑΤ με προορισμό να γίνουν ανάπηροι εφ’ όρου ζωής, ίσως κι έχοντας στείλει στον άλλο κόσμο αθώους ανθρώπους.
Ούτε θα βρεθούν πολλοί εκτός από τους γονείς τους που συντετριμμένοι θα θρηνήσουν τον φρικτό θάνατο (κατόπιν μακροχρόνιου εξευτελισμού) των νέων που πέφτουν θύματα της ηρωϊνης και της κοκαϊνης. Γι’ αυτούς θα πουν και κάμποσοι «τάθελε και τάπαθε, δεν του φταίει κανείς», σε μια κοινωνία που αποσυντίθεται βάζοντας το άνευ ορίων και κοινωνικών αναφορών ‘Ατομο στη θέση του Θεού της και στο κέντρο της λατρείας της.
Πως αντιλαμβάνονται οι Έλληνες πολιτικοί και τα ελληνικά Μέσα τον ρόλο τους; Κάθε πολιτισμένος άνθρωπος νοιώθει θλίψη για τον τραγικό θάνατο του τράπερ και συμμερίζεται τον πόνο των οικείων του. Αλλά δεν υπάρχει και μια υποχρέωση προστασίας του πληθυσμού από την αναγωγή του σε είδωλο, με πρόσχημα τη λύπη για τον θάνατό του;
Δεν είμαι προσωπικά οπαδός της άποψης να αντιμετωπίζονται με ηθικοπλαστικά κηρύγματα και από μια σκοπιά πουριτανισμού καλλιτεχνικά έργα, αν και πολύ αμφιβάλλω ότι τα τραγούδια και τα βίντεο του τράπερ εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία και, επιπλέον, υπάρχει αν δεν κάνω λάθος και νόμος περί ναρκωτικών. Δυστυχώς φοβάμαι ότι το πιο αυθεντικό και το πιο τραγικό έργο του τράπερ είναι ο ίδιος ο θάνατός του, αποτέλεσμα πιθανότατα της αδυναμίας του να ελέγξει τις τάσεις που διαφήμιζε ο ίδιος.
Το ίδιο ισχύει και για όλα τα κοινωνικά φαινόμενα. Περισσότερη σημασία από το να τα καταδικάζουμε έχει να τα κατανοούμε και να τα ερμηνεύουμε. Μη γελάς, μην κλαις, να καταλαβαίνεις, έλεγε ο Σπινόζα. Εντούτοις δεν μπορεί κανείς να μην τρομάξει βλέποντας την απόλυτη καταστροφή του νοήματος, του ανθρώπινου συναισθήματος και της γλώσσας, φορέα του Λόγου, της φαντασίας, που είναι η ανώτερη λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης, αλλά και την εμφάνιση κάθε γυναίκας ως υποψήφιας πουτάνας στα «καλλιτεχνήματα» του τράπερ. Βλέπει και ακούει κανείς τα έργα του τράπερ και παθαίνει ίλιγγο από το απόλυτο μηδέν που μοιάζουν να δηλώνουν. Φοβάται ότι μας δείχνει με τα βίντεό του μια μαύρη τρύπα όπου έχει αρχίσει κιόλας να γλυστράει η κοινωνία μας.
Άλλωστε, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν απέχει και πολύ το σήμα των τράπερ από αυτό που μας εκπέμπουν οι ιδιωτικές τηλεοράσεις, με το πρώτο βραβείο μάλλον επάξια να απονέμει στη σειρά Bachelor η Ντέπυ Γκολεμά. Είναι οι ίδιες τηλεοράσεις που κόπτονται κατά τα άλλα για τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν, οι οποίοι Ταλιμπάν καταπιέζουν ασφαλώς άγρια τις γυναίκες, δεν τις εξευτελίζουν όμως και δεν τις στερούν από τον πυρήνα της αξιοπρέπειάς τους!
Μοιάζει σαν να έχουμε κάνει μια πλήρη περιστροφή περί τον άξονα από την εποχή που οι νέοι του 1968 διακήρυσσαν τη σεξουαλική ελευθερία και την ισότητα των γυναικών, ως ουσιαστικό βήμα προς την ελευθερία του ανθρώπου και όχι ως μέσο για τον εξευτελισμό του, και χωρίς βέβαια να εννοούν τη μετατροπή του σεξ και της γυναίκας σε εμπόρευμα και, ακόμα χειρότερα, σε «όραμα» των γυναικών, περίπου συνώνυμο της κοινωνικής επιτυχίας. Η ελευθερία χωρίς την ευθύνη οδηγεί στον Φασισμό, διδάσκει ο Έριχ Φρομ σε ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του Εικοστού Αιώνα, τον Φόβο μπροστά στην Ελευθερία. Δεν μπορούμε να διεκδικούμε ατομικά δικαιώματα χωρίς κοινωνικές υποχρεώσεις. Φοβάμαι ότι όλα αυτά συνιστούν μια ακόμα ισχυρή ένδειξη ότι βυθιζόμαστε σε όλη τη Δύση σε ένα νέο Μεσαίωνα, που κινδυνεύει μάλιστα να είναι και ο τελευταίος στην ιστορία μας. ‘Οσο για την παρούσα ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να τα πάει πολύ καλά στη διαχείριση αυτής της πορείας.
ΥΓ1. Είχα περιλάβει την παρατήρηση για τον κ. Πέτσα σε ένα προηγούμενο άρθρο μου για τον τρόπο αντιμετώπισης του Μίκη.
Την απέσυρα όμως τελικά γιατί δεν ήθελα να συμπέσει με την κηδεία του τράπερ. Τόχα ξεχάσει το θέμα όταν μια μέρα, θέλοντας να αποσπασθώ και να χαλαρώσω άνοιξα το χαζοκούτι. ‘Επεσα απάνω σε ένα πρόγραμμα για την κ. Φουρέιρα, συνεργάτη άλλωστε του μακαρίτη τράπερ. Αντί να χαλαρώσω νευρίασα με όσα έβλεπα και άκουγα και έγραψα το άρθρο που διαβάσατε.
ΥΓ2. Χρησιμοποίησα τον όρο πουτάνες γιατί ήταν απαραίτητος στη μεταφορά της πραγματικότητας χωρίς φτιασιδώματα. Δεν υπονοεί υποτίμηση των γυναικών που γίνονται πόρνες υπό την πίεση αφόρητων κοινωνικών συνθηκών. Σε αυτή την περίπτωση άλλωστε η σχέση πόρνης και πελάτη διατηρεί μια κατ’ αρχήν εντιμότητα, που απουσιάζει συνήθως από τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών σχέσεων της μεγαλοαστικής τάξης και μεγάλου μέρους της «μικρομεσαίας θάλασσας». Δεν είναι καθόλου σπάνιο, η αξιοπρέπεια που λείπει τόσο πολύ από την «καλή κοινωνία» να βρίσκει καταφύγιο στα λαϊκά, αλλά και στα λούμπεν κοινωνικά στρώματα.