Με όλες τις ψήφους να έχουν καταμετρηθεί από τις εφορευτικές επιτροπές, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) αναδεικνύονται νικητές των βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν χθες Κυριακή στη Γερμανία, μπροστά από τη συντηρητική παράταξη της απερχόμενης καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU), σύμφωνα με τον ιστότοπο της εθνικής εκλογικής επιτροπής.
Το SPD συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1% (–8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημείωσαν με άλλα λόγια τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση.
Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8% των ψήφων και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής.
Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Το κόμμα Η Αριστερά πέφτει στο 4,9%, λίγο κάτω από το όριο του 5% που απαιτείται για την εκπροσώπηση στη βουλή.
Η επαναφορά των Σοσιαλδημοκρατών ως μείζων πολιτική δύναμη πιστώνεται στην προσωπικότητα του Όλαφ Σολτς, που ανήκει στη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του και που έχει δείξει τις αντιλήψεις του ως δήμαρχος του κρατιδίου του Αμβούργου αλλά και ως ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών. Ο Σολτς κατάφερε να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα που τρόμαζε το κόμμα του μέχρι πριν λίγους μήνες και φέρνει το SPD στην πρώτη θέση μετά από 19 χρόνια.
Για τον επικεφαλής του Ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Insa, Χέρμαν Μπίνκερτ, αυτό που κόστισε κυρίως στον Άρμιν Λάσετ ήταν το γέλιο του κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του ομοσπονδιακού προέδρου Φρανκ – Βάλτερ Σταϊνμάγερ στην περιοχή που επλήγη το καλοκαίρι από τις πλημμύρες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία δημοσκόπησης του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού n-tv, το 52% θεωρεί ότι ο Λάσετ ήταν “ο λάθος” υποψήφιος, ενώ το 25% ότι υπήρχε γενικότερη δυσαρέσκεια με την Χριστιανική Ένωση, η οποία υπέστη φθορά έπειτα από τόσα χρόνια στην εξουσία. Επιπλέον, το (εντυπωσιακό) 62% θεωρεί τον Λάσετ υπεύθυνο για το αρνητικό αποτέλεσμα του κόμματος στις χθεσινές εκλογές.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό σκηνικό. Πόλος σταθερότητας στην εποχή της Μέρκελ, η Γερμανία εισέρχεται σε πολύ πιο απρόβλεπτη φάση, ενόψει των δύσκολων διαπραγματεύσεων ενόψει για να σχηματιστεί η επόμενη κυβέρνηση είτε υπό τους Σοσιαλδημοκράτες, είτε υπό τους συντηρητικούς.
Πιθανόν σήμερα θα ξεκινήσουν ήδη διερευνητικές επαφές, καθώς τόσο ο κ. Λάσετ όσο και ο κ. Σολτς ζήτησαν η επόμενη κυβέρνηση να βρίσκεται στη θέση της πριν από τα Χριστούγεννα. Μέχρι το σχηματισμό κυβέρνησης η Άνγκελα Μέρκελ θα συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της ως καγκελάριος. Το 2017 πάντως χρειάστηκαν 171 ημέρες για να συμφωνήσουν CDU/CSU και SPD να σχηματίσουν ακόμη έναν “μεγάλο συνασπισμό”, μόνο αφού κατέρρευσαν οι συνομιλίες για συνασπισμό “Τζαμάικα”, με πρωτοβουλία του Κρίστιαν Λίντνερ.
Πρακτικά, το γερμανικό Σύνταγμα δεν αποκλείει τον σχηματισμό κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα. Το 1980 η Χριστιανική Ένωση κέρδισε, αλλά ήταν το FDP αυτό που τελικά έστειλε τον Χέλμουτ Σμιτ, όχι τον Χέλμουτ Κολ, στην καγκελαρία. Σε αυτή τη διαδικασία ωστόσο τώρα κομβικό ρόλο θα έχουν οι Πράσινοι, οι οποίοι θα κληθούν επίσης να αποφασίσουν ποιον θέλουν για καγκελάριο.