Η εξάρτηση των γηραιότερων πολιτών στην ΕΕ από τους νεότερους, τόσο σε επίπεδο παραγωγής πλούτου για την στήριξη του κράτους πρόνοιας όσο και σε επίπεδο γενικότερης ευημερίας, επιδεινώνεται ραγδαία όπως προκύπτει από την ανάγνωση των στοιχείων που δημοσιοποίησε σήμερα (Πέμπτη, 30/9) η Eurostat.
Το 2001 στην ΕΕ ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων από τους νεότερους ήταν 25,9%, δηλαδή χονδρικά αντιστοιχούσαν περίπου τέσσερις πολίτες σε ηλικία εργασίας (20-64 ετών) για κάθε ηλικιωμένο 65 ετών και άνω.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 2020 ο δείκτης είχε ήδη εκτιναχθεί στο 34,8%, δηλαδή πλέον αντιστοιχούσαν λιγότεροι από τρεις σε ηλικία εργασίας για κάθε «απόμαχο της ζωής».
Η προβολή των δεδομένων στο 2050, όταν οι σημερινοί 35άρηδες θα ετοιμάζονται να βγουν στην σύνταξη, περιγράφει μία δραματική εικόνα. Ο δείκτης εξάρτησης θα έχει φτάσει το πρωτοφανές 56,7%, δηλαδή θα αναλογούν λιγότεροι από δύο πολίτες ηλικίας 20-64 ετών για κάθε έναν 65 ετών και άνω. Πρακτικά δηλαδή, οι Ευρωπαίοι πολίτες σε ηλικία παραγωγής πλούτου που χρηματοδοτούν την εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών αναγκών του κράτους Υγείας και Πρόνοιας, θα είναι οι μισοί σε σχέση με την αρχή του 21ου αιώνα. Και αυτό αφορά την συντριπτική πλειοψηφία των 974 ευρωπαϊκών περιφερειών.
Σήμερα, ήδη η Ελλάδα έχει τις χειρότερες επιδόσεις σε αυτόν τον τομέα, καθώς υπολείπεται μόνο του ανατολικού τμήματος της Γερμανίας.
Η Ευρυτανία είναι η απολύτως χειρότερη από όλες τις ευρωπαϊκές περιφέρειες, με τον δείκτη εξάρτησης να είναι στο 78,3%. Η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία, επίσης παρουσιάζουν πολύ αρνητικούς δείκτες. Αντίθετα, είναι ελαφρά καλύτερες οι εκτιμήσεις για την κεντρική και βόρεια Ευρώπη.