Από τη συνύπαρξή των γενεών στον χώρο και τη διαδοχή τους στον χρόνο προκύπτουν η συνέχεια της οικογένειας στη μικρή χρονικά κλίμακα, η αντοχή και η διάρκεια μιας συλλογικής ανθρώπινης οντότητας (ενός πολιτισμού, ενός κράτους, μιας κοινωνίας) στη μεγάλη χρονικά κλίμακα και, τέλος, οι επαναλήψεις των ιστορικών κύκλων μακράς διάρκειας, ανεξαρτήτως γεωγραφικού μήκους και πλάτους και ιστορικής εποχής.
Τέσσερις γενεές είναι αρκετές για να μετατραπεί ένα ψαροχώρι και μια περιφερειακή επαρχιακή πόλη σε κοσμόπολη, ή προκειμένου να φτάσει μια ζωντανή πολύβουη μητρόπολη στον θάνατό της, μετατρεπόμενη σε μια σχεδόν ακατοίκητη έρημο, ή να κατεδαφιστεί μια αυτοκρατορία, μεταβαλλόμενη σε σωρό ιστορικών ερειπίων, ή να καταλήξει μια κοινωνία από τη ζωτικότητα και την ακμή της στο σάπισμα και την αποσύνθεσή της, στη σκόνη του μηδενός και του τίποτα.
Οι τέσσερις γενεές, ως οριοθέτηση, δεν έχουν κάποιο μεταφυσικό υπόβαθρο. Είναι απλώς ο αριθμός των γενεών που συνυπάρχουν και ζουν ταυτόχρονα στον χώρο και τον χρόνο ο πατέρας με τον γιο, τα εγγόνια και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, τα δισέγγονα – τέσσερις γενιές, λοιπόν, είναι το ανώτερο όριο που έχει φτάσει ο άνθρωπος από πλευράς ταυτόχρονης συνύπαρξης σε ένα συλλογικό παρόν (συνήθως το όριο περιορίζεται στις τρεις γενιές ενώ σπάνια επεκτείνεται στις πέντε+).
Αντιθέτως, μια πράξη με σχεδόν μυστικιστική δύναμη και διάσταση αποτελεί το έθιμο να δίνονται τα ονόματά του παππού και της γιαγιάς στα εγγόνια, καθώς σηματοδοτεί το πέρασμα από τη φυσική στη ψυχική σχέση και σύνδεση μεταξύ των δύο γενεών, δηλαδή το πέρασμα από το βιολογικό στο συμβολικό, και τη δέσμευση της ψυχής του παππού ή της γιαγιάς στον εδώ φυσικό κόσμο.
Ο άνθρωπος μετεξελίχθηκε από βιολογικό σε συμβολικό ζώο προκειμένου να συνεχίσει την ύπαρξή του μετά από το πέρας της βιολογικής του ζωής. Αυτή η μετεξέλιξη του ανθρώπου αποτελεί, από μόνη της, νίκη επί του θανάτου σε συμβολική μορφή μέσω της συλλογικότητας.
Εντός της διάρκειας ζωής αυτών των τριών ή τεσσάρων γενεών λαμβάνει χώρα, με άμεσο τρόπο, η παραλαβή της σκυτάλης από τους προηγούμενους και η παράδοσή της στους επόμενους. Με το πέρας της ταυτόχρονης συνύπαρξης αυτού του αριθμού γενεών, καθίσταται αναγκαία και απαραίτητη η ύπαρξη εθίμων και θεσμών, προκειμένου να υπάρχει συνέχιση των γενεών και συνεπακόλουθα συλλογική ιστορική ύπαρξη – αφού κανένας από τη γιαγιά μέχρι το δισέγγονο και από τον εγγονό μέχρι τον προπάππου, δεν θα είναι πλέον εν ζωή. Η διατήρηση και διαιώνιση μύθων (κάθε ανθρώπινη συλλογική οντότητα θεμελιώνεται επί ενός μύθου), τα παραμύθια και οι ιστορίες που περνάνε από γενιά σε γενιά, τα έθιμα και η λεγόμενη παράδοση, τα τελετουργικά ως τρόποι παραλαβής και παράδοσης εξουσιών, καθώς και ως μέθοδος νομιμοποίησης τους, όλα αυτά, πέρα από τις βασικές διαχειριστικές λειτουργίες που επιτελούν και τις άμεσες ανάγκες που ικανοποιούν, αποτελούν τρόπους και προσπάθειες συνέχισης της ανθρώπινης συλλογικής ύπαρξης για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι αυτό δυνατόν.
Οι “γενεές δεκατέσσερις” της Βίβλου είναι ένα ωραίο λογοτεχνικά και ρητορικά σχήμα. Όμως, πέραν αυτού, ίσως να αποτελεί και μια διαισθητική σύλληψη ενός άτυπου νόμου ή μιας πορείας πραγμάτων που παρατηρείται εμπειρικά στην ιστορία: Αν οι τέσσερις γενεές είναι το μέγιστο χωροχρονικό συνεχές συνύπαρξης γενεών σε ένα συλλογικό παρόν (οικογένεια), αυτό που παρατηρείται διαχρονικά, μέσα από την ιστορική εμπειρία, είναι πως η μέγιστη χρονική διάρκεια μιας συλλογικής ανθρώπινης οντότητας (ενός πολιτισμού, μιας αυτοκρατορίας, ενός κράτους, μιας κοινωνίας, ενός έθνους), δύσκολα υπερβαίνει έναν ορισμένο αριθμό γενεών. Και τούτο, μάλιστα, ανεξάρτητα από εξωγενείς παράγοντες και εξωτερικές ασυνέχειες, δηλαδή βλέποντας τα πράγματα καθαρά ενδογενώς. Αν σταθμίσουμε και τις συνθήκες που διαμορφώνονται στο εξωτερικό περιβάλλον, η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη για εμάς και πιο δύσκολη για τη διάρκεια και την αντοχή μιας ανθρώπινης συλλογικότητας. Διαχρονικά, λοιπόν, παρατηρείται πως από ένα σημείο και ύστερα, και πέραν ενός ορισμένου αριθμού διαδοχής γενεών (που μπορεί να ξεκινά μετά από δέκα-δώδεκα διαδοχικές γενεές), ακολουθεί κατάρρευση ή διάλυση μιας ανθρώπινης συλλογικής οντότητας είτε, στην περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν συμβεί, η δημιουργία νέας (π.χ ίδρυση νέου κράτους), είτε η διατήρησή της μέσω μετασχηματισμού (π.χ αλλαγή δυναστείας) είτε η ριζοσπαστική εισαγωγή νέων θεσμών και η μεταβολή του κυρίαρχου μύθου (δηλαδή επανάσταση: π.χ. παραμένει το κράτος αλλά έχουμε αλλαγή καθεστώτος) και, γενικότερα, παρατηρούνται εποχές εσωτερικών αναταραχών, συγκρούσεων και ανακατατάξεων.
Ο άνθρωπος μετεξελίχθηκε από βιολογικό σε συμβολικό ζώο προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει πέρα και μετά από τις τρεις ή τέσσερις γενεές και, μέσω της συλλογικότητας, να διαιωνίζει την ύπαρξή του μέχρι τις δέκα, τις δεκατέσσερις ή για όσες περισσότερες γενιές είναι αυτό δυνατόν. Υπό αυτή την έννοια, (παν)ανθρώπινος, με όλη τη σημασία της λέξης, και πραγματικά ισχυρός, είναι αυτός που αντέχει στον χρόνο.
Όμως, όλες οι ανθρώπινες συλλογικές οντότητες, ακόμη και εάν δεν υπήρχε καμία εξωγενής απειλή ή εξωτερική ασυνέχεια – και ακόμη και εάν υπήρχε ενδογενώς μια αόρατη πηγή ή ένα αόρατο χέρι που θα προσέφερε σε αφθονία όλα τα αναγκαία και απαραίτητα προκειμένου να συνεχίζουν να υπάρχουν – θα είχαν ένα ιστορικό τέλος μετά από το πέρασμα και τη διαδοχή ενός ορισμένου αριθμού γενεών, καθώς οι δεσμοί, οι σχέσεις και η συνοχή μεταξύ των γενεών, σε υλικό και ηθικό επίπεδο, χαλαρώνουν, αραιώνουν και αποσυντίθενται με το πέρασμα του χρόνου.
~ . ~
Η “αμερικανοποίηση” του ζητήματος των γενεών, δηλαδή οι ιδεολογισμοί και οι υποκειμενισμοί μέσω των οποίων γίνονται προσπάθειες από τους Αμερικανούς να παρουσιαστούν ως οικουμενικά ιδιαίτερα περιεχόμενα των γενεών της δικής τους κοινωνίας (που ασφαλώς προέκυψαν μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου κλίματος), έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση, αν όχι στον ευτελισμό, του κεφαλαιώδους σημασίας αυτού ζητήματος: έτσι οι λεγόμενοι Boomers, η Generation X, οι Millenials και η Generation Alpha (η τελευταία αποτελείται συνήθως από τα παιδιά των Millenials), όχι μόνο ονοματοδοτούνται και οριοθετούνται χρονικά με βάση την αμερικανική ιστορία, αλλά και τα ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά της κάθε γενιάς νοηματοδοτούνται και ορίζονται από τις εμπειρίες της κοινωνίας των Η.Π.Α, ανεξαρτήτως του τόπου γέννησης, π.χ. ενός ατόμου της Generation X.
Βέβαια οι Αμερικανοί πότε ισχυρίζονται πως αναφέρονται σε γενιές “του δυτικού κόσμου” και πότε πως μιλάνε “παγκόσμια” (με το διανοητικά νωθρό επιχείρημα περί παγκοσμιότητας να είναι πάντοτε η τεχνολογία). Ασφαλώς και κάθε γενιά αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και έχει έναν εσωτερικό ρυθμό που τη συνοδεύει. Και, πράγματι, ίσως θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σε αδρές γραμμές ορισμένα εξωτερικά-επιφανειακά κοινά στοιχεία σε κάποιες περιπτώσεις. Όμως δεν έχει, άραγε, η γενιά που έζησε τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι στην Ιαπωνία, και την άνευ όρων συνθηκολόγηση της χώράς της, διαφορετικές εμπειρίες από τη λεγόμενη Greatest Generation των Η.Π.Α; Ή μήπως δεν έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά η γενιά που έζησε την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν και τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, με τη γενιά που βίωσε τον μεγάλο σεισμό στο Μεξικό το 1985, και τη γενιά που έζησε την απόπειρα δολοφονίας του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη; Ή, τέλος, μήπως θα είναι ίδιος ο χαρακτήρας της γενιάς που ζει τη μεγαλύτερη άνοδο βιοτικού επιπέδου, και τη μαζικότερη έξοδο από τη φτώχεια, στην ανθρώπινη ιστορία, με τον χαρακτήρα της γενιάς που έζησε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, την εισβολή στο Καπιτώλιο και την πτώση της Καμπούλ, απλώς και μόνο, επειδή και οι δύο αυτές γενεές χρησιμοποιούν i-phone;
Είναι ακριβώς αυτές οι ιδιαίτερες συνθήκες, αυτό το ιδιαίτερο κλίμα, που καθορίζει τον χαρακτήρα κάθε γενιάς και τον εσωτερικό ρυθμό που τη συνοδεύει. Υπό αυτή την έννοια τα χαρακτηριστικά κάθε γενιάς έχουν να κάνουν περισσότερο με ιδιαιτερότητες και λιγότερο με οικουμενικότητα, σε διαφορετικές ανθρώπινες συλλογικές οντότητες. Αυτό που είναι ανεξάρτητο από τον τόπο και τον χρόνο είναι οι επαναλήψεις ιστορικών κύκλων μακράς διάρκειας και οι εσωτερικοί νόμοι που καθορίζουν όλες τις γενεές, ανεξαρτήτως γεωγραφικού μήκους και πλάτους και ιστορικής εποχής, δηλαδή ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου.