Μέσα στο περιβάλλον των συμβάντων στην Σταυρούπολη, ο Θάνος Τζήμερος αποφάσισε να ζητήσει να τεθεί εκτός νόμου του ΚΚΕ.
Θα σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για τις γνωστές γραφικότητες ενός τύπου ο οποίος συστήθηκε ως (νεο)φιλελεύθερος, δικαιώνοντας τελικά όσους υποστηρίζουμε ότι στα θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού βρίσκεται αντικειμενικά μια καμουφλαρισμένη… χουντίτσα στην ελληνική εκδοχή και ένας ολοκληρωμένος “πινοσετισμός” διεθνώς.
Παρότι σαφώς υπάρχει και αυτή η διάσταση, δεν πρόκειται μόνο περί αυτής, ούτε και περί του ΚΚΕ αποκλειστικώς. Ίσως μάλιστα και όχι κυρίως στην παρούσα φάση.
Οι τύποι σαν τον Φαήλο Κρανιδιώτη και τον Θάνο Τζήμερο, αποτελούν για την επίσημη δεξιά ό,τι ο Άδωνις και ο Μάκης Βορίδης πριν 15 με 10 χρόνια: χρυσές εφεδρείες, έτοιμες να ριχτούν στην μάχη για την ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς, η οποία δεν γίνεται παρά να επέλθει μέσα από την κυριαρχία της ακροδεξιάς. Αυτής που όχι μόνο δεν απολογείται, αλλά αντιθέτως νιώθει περήφανη τόσο για το κράτος της δεξιάς, όσο και την χούντα.
Το μήνυμα το οποίο περνάνε λοιπόν οι εφεδρείες της δεξιάς είναι ότι τώρα πρέπει να ολοκληρωθεί ο ενταφιασμός όλων των κατακτήσεων της μεταπολίτευσης: και στο επίπεδο των πολιτικών δικαιωμάτων, μετά από εκείνο των κοινωνικών δικαιωμάτων, της δημόσιας περιουσίας και της προσδοκίας βελτίωσης του γενικού βιοτικού επιπέδου του λαού.
Η “θεωρία των δύο άκρων” αποτελεί μια ευφυέστατη παγίδα εις βάρος της δημοκρατίας και της ομαλότητας. Με μια αφελή αλλά εύπεπτη συλλογιστική στην βάση της, η οποία ελάχιστα διαφέρει από το λογοπαίγνιο σχετικά με τον αστυνομικό-μπουζούκι, κάθε μορφή βίας, κάθε σχεδόν πολιτική δράση στον δρόμο και κάθε πολιτικός και ιδεολογικός στόχος υπέρβασης ή και ανατροπής της αστικής δημοκρατίας, ταυτίζεται με τον ναζισμό και άρα κάλλιστα μπορεί να τεθεί εκτός νόμου.
Χωρίς να στεκόμαστε στον αφελή τρόπο με τον οποίο τμήμα του αριστερισμού έχει χειριστεί την υπόθεση της Χρυσής Αυγής, η πραγματικότητα είναι ότι η δεξιά περίμενε πολύ καιρό για να ξεμπερδεύει με την μεταπολιτευτική συναίνεσή της με την κομμουνιστική αριστερά.
Άλλωστε, η ίδια η Ε.Ε. πρωταγωνιστεί όχι σε έναν θολό αντικομμουνισμό μόνο, αλλά στην πολιτική έξωσης των κομμουνιστικών κομμάτων από τον δημόσιο βίο των μελών της ή των κρατών στα οποία ασκεί επιρροή, είτε δια της διαστρέβλωσης της ιστορίας, είτε και δια άμεσης απαγόρευσής τους.
Ποιο είναι το κίνητρο και ο στόχος λοιπόν, πέρα προφανώς από τις όποιες εμμονές των γραφικών εφεδρειών της δεξιάς; Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, η αριστερά παραμένει επικίνδυνη παρά την ιστορική της κρίση. Ακόμα και με το πλήγμα που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και με τις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς σχεδόν ανύπαρκτες, ακόμα και με το ΚΚΕ σε στασιμότητα, ακόμα και με τhν πλειοψηφική ηγεμονική, σοσιαλιστική και πατριωτική παράταξη διαλυμένη, η προηγούμενη δεκαετία απέδειξε ότι δεν είναι καθόλου απίθανη η ανάδειξη κόμματος ικανού να βρεθεί σε θέση αμφισβήτησης της καθεστωτικής στρατηγικής, της εξάρτησης και του νεοφιλελευθερισμού.
Η πενταετία 2010-2015, με αποκορύφωμα του καλοκαίρι του 2015, η οικονομική επίδραση της πανδημίας, οι διεθνείς εξελίξεις με την υποχώρηση των ΗΠΑ να ξεχωρίζει, η διάχυτη οργή και δυσθυμία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αντιπολιτευθεί το σύστημα εξουσίας (άρα δεν μπορεί και να διασφαλίσει στον βαθμό που του αναλογεί την γενική κοινωνική ασφαλή εκτόνωση) δείχνουν στο κατεστημένο της πατρίδας μας ότι ένας νέος ιστορικός κύκλος με εξεγερτικά χαρακτηριστικά είναι πιθανός.
Τι καλύτερο λοιπόν, από το να βγουν μπροστά οι “λαγοί”, ώστε να διαμορφώσουν κλίμα καταδίωξης όχι του ΚΚΕ εν στενή εννοία αλλά κάθε αντισυστημικής πολιτικής στρατηγικής και δράσης. Αν υπάρξει ΠΑΣΟΚ, όχι δεκαετίας του ’70 αλλά έστω της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ’90-’93, και αυτό θα βρεθεί στο στόχαστρο της ρητορικής η οποία στρέφεται σήμερα κατά του ΚΚΕ.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η παντοδυναμία της εκτελεστικής λειτουργίας, η μόνιμη κρισιακή διακυβέρνηση με αναστολές ή με δραματικούς περιορισμούς ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, η υποτακτικότητα της δικαστικής λειτουργίας και η προπαγανδιστική δράση των μέσων ενημέρωσης αποτελούν μόνιμες συνθήκες της πολιτειακής πια συγκρότησης, με στόχο την διαμόρφωση ενός γενικευμένου κλίματος φόβου των πολιτών και πρόσκλησης από πλευράς τους για μια πιο παρεμβατική και αυταρχική κρατική εξουσία. Ο πειρασμός να χρησιμοποιηθεί το λιγότερο ως μόνιμη απειλή προς ριζοσπαστικά πολιτικά σχέδια, η ισχύς του κράτους και κατά βάση ως μηχανισμός, έκδηλα καθεστωτικός αποδεικνύεται πολύ μεγάλος.
Δεν πρόκειται για το ΚΚΕ μόνο ή ίσως κυρίως, αλλά για την δυνατότητα ύπαρξης εναλλακτικών ως προς την συστημική καταπίεση και εξουσία.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ιδίως στις καπιταλιστικές μητροπόλεις (ΗΠΑ, Βρετανία) ο σοσιαλισμός στην νεολαία και σε εργατικούς πληθυσμούς καθίσταται εκ νέου δημοφιλής. Οι γιγαντιαίες ανισότητες και η προκλητική επίδειξη ισχύος από τους ολιγάρχες του πλούτου, η παρακμή της αστικής δημοκρατίας και ο κίνδυνος παγκοσμίου πολέμου αποτελούν υπερ-επαρκείς λόγους για την ανασυγκρότηση, έστω με αργούς ρυθμούς, ενός σοσιαλιστικού σχεδίου. Άρα απαιτείται άμεση πολεμική εναντίον του σοσιαλισμού και των υποψηφίων ή των κομμάτων που το υπερασπίζονται.
Ο Θάνος Τζήμερος θα έμενε στα τηλεοπτικά σκουπίδια ή τουλάχιστον στην έρημο της πολιτικής ζωής αν δεν τον είχε αναστήσει η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τα μνημόνια. Παρόλα αυτά, δεν αποτελεί κατά βάση ο ίδιος κίνδυνο – με τα σημερινά δεδομένα. Λειτουργεί όμως ως προανάκρουσμα, ως άγγελος μελλοντικών εξελίξεων. Οι όποιοι απείθαρχοι του συστήματος έχουν μπροστά τους μια βιομηχανία διώξεων προκειμένου να εξαναγκαστούν στην σιωπή.