Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στην απαράδεκτη απουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ελληνογαλλική συμφωνία – απουσία που περιορίζει, αν δεν εκμηδενίζει, την αξία των εγγυήσεων αμυντικής συνδρομής της Γαλλίας προς την Ελλάδα σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης και καθιστά “ανάπηρη” τη συμφωνία αυτή.
Ελπίζουμε η κυβέρνηση της ΝΔ να αντιληφθεί το στρατηγικό σφάλμα που διέπραξε και να σπεύσει να ζητήσει τη συμπερίληψη της Κύπρου στη συμφωνία. Ελπίζουμε επίσης να θέσει το θέμα η αντιπολίτευση.
Η υπόθεση αυτή δεν αφορά άλλωστε μόνο το μάλλον περιορισμένο ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία. Αφορά και την εκ νέου υπονόμευση από την ελληνική κυβέρνηση του θεμελιώδους άξονα αλληλεγγύης Ελλάδας και Κύπρου, δύο κρατών που είναι αδύνατο να επιβιώσει το ένα χωρίς το άλλο.
Υπονομεύοντας την αρχή της αλληλεγγύης των δύο κρατών, εννοούμε όχι τόσο το απίθανο σενάριο της κατάληψης της ελεύθερης Κύπρου από την Τουρκία, αλλά της μετατροπής της Κύπρου σε προτεκτοράτο των ΗΠΑ, της Βρετανίας και του Ισραήλ, όπως αυτή πήρε και επίσημη μορφή με το σχέδιο Ανάν μέσω ενός λαβύρινθου απίθανων νομικών διατάξεων και θεσμών (όπως οι τρεις ξένοι δικαστές που θα διοικούσαν το κράτος). Η μετατροπή της Κύπρου σε “προτεκτοράτο των τριών δυνάμεων”, που ναι μεν δεν πραγματοποιήθηκε θεσμικά, έχει κάνει όμως ατύπως τεράστια πρόοδο μετά το 2004, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή απίσχναση του ελληνισμού της Κύπρου και, τελικά, για μια “Κύπρο χωρίς Έλληνες”, όπως και για την ομηρία της Ελλάδας από τις δυνάμεις που θα ελέγξουν το νησί.
Τίποτα για την ελληνική βιομηχανία
Σήμερα θα αναφερθούμε όμως σε μια άλλη πολύ αρνητική και πολύ σοβαρή πτυχή της ελληνογαλλικής συμφωνίας η οποία επίσης χρήζει διόρθωσης, αν το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαθέτουν πατριωτικά αντανακλαστικά και σοβαρότητα. Αυτά ισχύουν επίσης και για την υποτιθέμενη αντιπολίτευση (της κακιάς ώρας) που διαθέτουμε και που επίσης δεν έχει θέσει το θέμα, με την ένταση τουλάχιστο που απαιτείται, μέχρι τουλάχιστο τη στιγμή που γράφουμε αυτό το άρθρο.
Παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις των αρμοδίων ότι οι προς αγορά φρεγάτες θα ναυπηγηθούν εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα, τίποτα τέτοιο δεν προβλέπεται από τη συμφωνία, μέσω της οποίας χρηματοδοτείται στην ουσία η γαλλική οικονομία, αλλά και χάνεται μια σπάνια ευκαιρία μεταφοράς υψηλής τεχνολογίας που χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε η Ελλάδα. Αλλά και η τελευταία επίσης ευκαιρία να διασωθεί η ελληνική αμυντική βιομηχανία (και η βιομηχανία “διπλής χρήσης”, όπως τα ναυπηγεία), χωρίς την οποία απλώς δεν υπάρχει εθνική άμυνα. (Σημειωτέον ότι το ίδιο συμβαίνει και με τα Raphale που αγοράσαμε και όπου πάλι δεν προβλέπεται κανένα κατασκευαστικό έργο στην Ελλάδα και καμιά μεταφορά τεχνολογίας).
Το να αγοράζεις πανάκριβα οπλικά συστήματα, που κάνουν όσο το βάρος τους σε χρυσάφι, χωρίς να έχεις την βιομηχανική και τεχνολογική υποδομή να τα υποστηρίξεις, είναι σαν να χτίζεις το ρετιρέ του σπιτιού χωρίς να έχεις χτίσει τα θεμέλιά του. Φαντάζεται κανείς εύκολα τι θα συμβεί στο τέλος στους ενοίκους αυτού του σπιτιού.
Πνίγοντας την Ελλάδα οικονομικά
Να σημειώσουμε ότι τα δέκα δισεκατομμύρια που ακούγονται για το σύνολο των νέων εξοπλισμών συνιστούν μια κολοσσιαία δαπάνη που θα αφαιρεθεί από τους πόρους που χρειάζεται κατεπειγόντως η Ελλάδα για να επενδύσει στην οικονομία της και να θεραπεύσει δραματικές κοινωνικές ανάγκες.
Πολύ περισσότερο για μια χώρα που βρίσκεται στην τραγική οικονομική και κοινωνική κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, παρά τις μπούρδες που λένε (και φαίνεται να τις πιστεύουν κιόλας!) η κυβέρνηση και τα μέσα “ενημέρωσης”. Το ξέρει αυτός όποιος άνθρωπος πληρώνει κοντά δύο ευρώ το κιλό τις ντομάτες στη λαϊκή και θα διαπιστώσει οσονούπω ότι δεν μπορεί να πληρώσει ούτε το ρεύμα του, όπως το ξέρει και ο επιχειρηματίας που δεν θα μπορεί να τα βγάλει πέρα σε μερικούς μήνες, όπως το ξέρει και αυτός που προσπαθεί να κάνει αξονική τομογραφία σε μεγάλα δημόσια νοσοκομεία και του λένε ότι ο τομογράφος δεν λειτουργεί όπως πρέπει. Το ξέρει επίσης όποιος μπορεί να διαβάσει το νούμερο του εξωτερικού και του εσωτερικού χρέους της χώρας συγκρίνοντάς το με το 2010 και όποιος δει τα ποιοτικά στοιχεία ακόμα και της τωρινής καχεκτικής “ανάπτυξης”, που, όπως και το “θαύμα” του Σημίτη, όχι μόνο στηρίζεται σε πήλινα πόδια, αλλά και εντείνει, αντί να θεραπεύει, τις κραυγαλέες ανισορροπίες που κατέστησαν μη βιώσιμη οικονομικά και κοινωνικά την Ελλάδα. (Την άλλη θεωρία ότι βγήκαμε από τα μνημόνια προτιμάμε να μη τη σχολιάσουμε, σεβόμενοι τη νοημοσύνη των αναγνωστών μας).
Είναι λοιπόν διπλά εγκληματικό ένα τμήμα τουλάχιστον αυτού του ποσού, εφόσον κρίνεται ότι πρέπει να ξοδευτεί για αμυντικούς σκοπούς, να μην γίνεται παραγωγική επένδυση στην Ελλάδα και μάλιστα σε έναν τομέα υψηλής τεχνολογίας με πολλαπλά οφέλη για τη χώρα. (Το αυτό είδαμε να συμβαίνει και με τα εμβόλια). Και λόγω της οικονομικής κατάστασης που βρισκόμαστε, αλλά και για λόγους εθνικούς. Η άμυνα εξάλλου είναι συνάρτηση σε τελική ανάλυση της οικονομίας.
Αμυντική Βιομηχανία
Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα ελληνική αμυντική βιομηχανία, καθώς η μία μετά την άλλη οι εταιρείες εκχωρούνται στους Αμερικανούς και τους Ισραηλινούς. Και αυτό συνιστά βαρύ έγκλημα κατά της χώρας και, ανεξαρτήτως της ελληνογαλλικής συμφωνίας, η κυβέρνηση πρέπει να το επανορθώσει άμεσα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης (αν είναι κόμματα και όχι προσωποπαγείς παρέες και δίκτυα συμφερόντων, επιδιδόμενες σε διαρκή άσκηση καιροσκοπισμού), να το ζητήσουν με τον πιο έντονο τρόπο. Η Ελλάδα χρειάζεται για λόγους ζωτικού εθνικού συμφέροντος δικές της αμυντικές βιομηχανίες.
Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό ότι το καλοκαίρι του 1974, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέκοψαν την παροχή ανταλλακτικών στην ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Για κάτι τέτοιους λόγους ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει ότι θέλει η ΕΑΒ να είναι σε θέση να επισκευάζει όλα τα είδη πτητικών μέσων που χρησιμοποιεί η Αεροπορία.
Το ξανάπαμε και το ξαναλέμε. Δεν υφίσταται στοιχειωδώς ανεξάρτητο κράτος χωρίς δική του αμυντική βιομηχανία. Και όταν δεν είναι ανεξάρτητο ένα κράτος, η δυνατότητά του να αμυνθεί, εξαρτάται αναπόφευκτα από τη διάθεση των “προστατών” του τη στιγμή που θα απειληθεί.
Μια ιστορική υπενθύμιση
Επειδή ενδεχομένως πολλοί αναγνώστες δεν είναι επαρκώς εξοικειωμένοι με τα θέματα των εξοπλισμών και της αμυντικής βιομηχανίας και του πόσο κεντρικά είναι για την Ελλάδα, αξίζει νομίζουμε να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο πως έχει το πρόβλημα αυτό τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Μετά το σοκ που υπέστη η Ελλάδα το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, κατέλαβε σχεδόν το μισό νησί και προχώρησε στην εθνοκάθαρση 200.000 Ελληνοκυπρίων, η Αθήνα δεν είχε άλλη επιλογή από το να προχωρήσει σε μια κούρσα εξοπλισμών με την Άγκυρα. Αυτή η κούρσα είχε σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομική χρεωκοπία, αλλά και ενίσχυσε τις τάσεις αποσύνθεσης και εξάρτησης του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας.
Δεν ήταν αναπόφευκτο να γίνει έτσι. Έγινε διότι στην Ελλάδα επικράτησε όχι ένα “στρατιωτικο-βιομηχανικό”, όπως στην Αμερική και την Τουρκία, αλλά ένα “στρατιωτικο-μεσιτικό” σύμπλεγμα, οι βαθύτερες ρίζες του οποίου ανάγονται, όπως τόσα άλλα, στους “επιχειρηματίες” που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στην Κατοχή και μετά με τους Εγγλέζους και τους Αμερικανούς. Έχουμε κατά καιρούς σημειώσει τη κεντρική σημασία όλων αυτών των παραγόντων για την Ελλάδα, για παράδειγμα και μόνο ενδεικτικά σε ένα άρθρο μας του 2010 και σε ένα ακόμα του 2014 , δημοσιευμένα αμφότερα στο περιοδικό Επίκαιρα.