Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών της Κυριακής 3 Οκτωβρίου στην Ιταλία, σύμφωνα και με το σύνολο του Τύπου στη χώρα, αδιαμφισβήτητα δείχνουν πως εκείνος που επικράτησε στην ουσία είναι η εκτεταμένη, ιστορικού επιπέδου, αποχή. Πλην όμως, ακόμη και μέσα σε τούτο το αποκαρδιωτικό, για τη σημασία της δημοκρατικής συνείδησης και συμμετοχής, ισχνό νούμερο προσέλευσης, αναδεικνύονται σαφώς νικητές και ηττημένοι, καθώς για το πολιτεύεσθαι κάποιων κομμάτων θετική ή τιμωρητική δεν στάθηκε μόνον η ψήφος των πολιτών, αλλά και η αποχή τους, το γύρισμα της πλάτης σε δημοκοπίες ή διαψεύσεις τους.
Αναντίρρητα ο πιο κερδισμένος από τις διήμερες εκλογές (καθώς, όπως πάντα στην Ιταλία, οι κάλπες ήσαν ανοικτές έως τη Δευτέρα στις 15.00, τοπική ώρα) είναι το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (Pd) του Ενρίκο Λέτα, που ήδη άλωσε από την πρώτη ψηφοφορία τους σημαντικούς δήμους του Μιλάνου, της Νάπολης και της Μπολόνιας, ενώ στις επαναληπτικές εκλογές στη Ρώμη και το Τορίνο οι υποψήφιοί του διατηρούν μεγαλύτερες πιθανότητες επανεκλογής απ’ ό,τι οι δεξιοί διεκδικητές. Ο ίδιος ο Λέτα πέτυχε (πάλι με χαμηλότατη προσέλευση) να εκλεγεί στην διεκδικούμενη έδρα για το κοινοβούλιο στη Σιένα.
Πλέον το Pd μπορεί να υποστηρίζει ότι αποτελεί όχι μόνον το κύριο στήριγμα στην εκλεκτή των Βρυξελλών κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας του δοτού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι, αλλά και, χάρις στο αποκεντρωμένο σύστημα διοίκησης και διαχείρισης των έργων από τις περιφέρειες και τους δήμους στην Ιταλία, τον εγγυητή για την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης που έχει συμφωνηθεί με την Ε.Ε. και περιέχει ούτε λίγο, ούτε πολύ, 528 προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των χρημάτων τα οποία πρέπει να ψηφισθούν και να εφαρμοσθούν κατά γράμμα. Μόνο η πρώτη δόση εμπεριέχει 51 προϋποθέσεις για “μεταρρυθμίσεις” που επείγουν και που η κυβέρνηση Ντράγκι θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει έως τουλάχιστον τις αρχές του 2022, οπότε ξεκινά η διαδικασία για την εκλογή νέου προέδρου της Δημοκρατίας (ο Σέρτζο Ματαρέλα δηλώνει πως δεν επιθυμεί επανεκλογή του) και η υποψηφιότητα Ντράγκι για το Κυρηνάλιο Μέγαρο, με ενεργές όλες τις διασταλτικά ενισχυμένες λόγω των περιστάσεων εξουσίες του προέδρου για έκδοση διαταγμάτων και διορισμό πρωθυπουργού, φαντάζει πολύ πιθανή κι αρεστή. Αρεστή όχι μόνον στους μνηστήρες της πρωθυπουργίας, αλλά και στις Βρυξέλλες, που θα ήθελαν πολύ να έχουν και μια πρόθυμη κυβέρνηση και έναν παντοδύναμο πρόεδρο στο τιμόνι της Ιταλίας.
Μεγάλος χαμένος η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και κατ’ επέκταση όλη η κεντρο-ακροδεξιά παράταξη, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Βέβαια, η Λέγκα τιμωρήθηκε περισσότερο από τους σχεδόν ομοϊδεάτες της των Αδελφιών της Ιταλίας (FdI) της Τζόρτζα Μελόνι (με την οποία αντιμάχεται για τα πρωτεία στην “πολυκατοικία”) και η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο ίδιος ο Σαλβίνι, όπως πάντα, απέδωσε την καταβαράθρωση σε βιαστικές επιλογές της τελευταίας ώρας, όσον αφορά τα πρόσωπα για τις υποψηφιότητες, βιασύνη δικαιολογούμενη από τις σχοινοτενείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριών κομμάτων της παράταξης. Βέβαια, το αποτέλεσμα (ιδίως σε δήμους, όπως η Μπολόνια και το Τορίνο, που πριν ελέγχονταν από την κεντροδεξιά)καταδεικνύει πως οι ψηφοφόροι δεν καταδίκασαν τις επιλογές, γιατί πάντα ο πεπεισμένος οπαδός ψηφίζει οποιονδήποτε αποφασίσει η παράταξη, αλλά τις ίδιες τις ηγεσίες και τα κόμματα.
Πλέον, ο Σαλβίνι αισθάνεται πολιορκημένος, τόσο από τη μετριοπαθή φιλοκυβερνητική πτέρυγα της Λέγκας, όσο και από τις αντιπολιτευτικές πιέσεις της παραταξιακής συμμάχου του Μελόνι και τις καιροσκοπικές αμφιταλαντεύσεις του Μπερλουσκόνι, και προσπαθεί εική και ως έτυχε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, αποδεικνύοντας πως αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ευστάθεια της κυβέρνησης Ντράγκι και την χάραξη της πολιτικής της. Το τελευταίο του ανδραγάθημα είναι η ξαφνική απόφασή του να ακυρώσει την Τρίτη τη συμμετοχή του στο υπουργικό συμβούλιο που θα αποφάσιζε για το νέο φορολογικό σύστημα. Ο Σαλβίνι, φανερά έντρομος από τις αποτυχίες των υποψηφίων του (ή τις επιτυχίες, εάν αναλογισθεί κανείς πως η επανεκλογή του Τζάια στη Βενετία, ενισχύει το αντίπαλο δέος του Σαλβίνι και πιθανό αντίπαλό του μέσα στη Λέγκα), τα σαφώς καλύτερα αποτελέσματα των επιμέρους ποσοστών του και των υποψηφίων που επέλεξε το FdI (π.χ. της Μικέτι στη Ρώμη, ή του Οκιούτο που επανεξελέγη στην Καλαβρία), προβάλλει τώρα ως θεματοφύλακας των πολιτών και της τσέπης τους, διαλαλώντας πως “δεν θα πληρώσουμε άλλους φόρους”.
Βέβαια, από τη βεβιασμένη τούτη εσωκυβερνητική αντιπολίτευση διαγράφεται ο φόβος του Σαλβίνι για νέα πολιτική αποτυχία, που θα του στερήσει την ηγετική θέση στην κεντροδεξιά αρένα. Πολλοί αρθρογράφοι και αναλυτές διαβλέπουν στο αποτέλεσμα (αλλά και βάσει των διαξιφισμών στο εσωτερικό κυρίως της ακροδεξιάς πτέρυγας της δεξιάς παράταξης, την αρχή του τέλους της λαϊκίστικης δημοκοπίας, δηλ. μία μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς “ασφαλέστερες” για την Ε.Ε. και την άρχουσα τάξη της χώρας συστημικές δυνάμεις, που είναι προσφορώτερες να στηρίξουν τους συμφωνημένους άξονες για την “ανάκαμψη” της ιταλικής οικονομίας.
Αισθητά χαμένο είναι και το λαϊκίστικο Κίνημα Πέντε Αστέρων (M5S), του οποίου οι υποψήφιοι, όπως η δήμαρχος Βιρτζίνια Ράτζι στη Ρώμη, καταβαραθρώθηκαν όπου εκτέθηκαν ξεχωριστά και όχι σε συμμαχίες με το Pd. Είναι εμφανές πως η σύμπλευση του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε με το M5S, με απώτερο στόχο την ανασυγκρότησή του, δεν καταφέρνει να ανασχέσει την απογοήτευση του κόσμου στην πολιτική του, όπως καταγράφεται τους τελευταίους μήνες και εντυπώθηκε με έντονο τρόπο στις κάλπες, καθώς η αποχή μαζί με τη Λέγκα ως επί το πλείστον επηρέασε και το κόμμα του Μπέπε Γκρίλλο. Επιπλέον, οι εκλογικές επιδόσεις του M5S αναμένεται να πυροδοτήσουν μία εσωκομματική αντιπαράθεση, καθώς απέναντι στον Κόντε θα βρεθούν στελέχη (όπως η Ράτζι) που πλέον δεν κατέχουν κάποιο δημόσιο αξίωμα και θα διεκδικήσουν πρωτεία μέσα στο κόμμα και την κυβέρνηση Ντράγκι, της οποίας ένας βασικός πυλώνας είναι το Κίνημα. Βέβαια, ο ρόλος του Κόντε μέσα στο M5S είναι κομβικός και στηρίζεται από όλα τα εξωθεσμικά και θεσμικά κέντρα, καθώς στόχος της ένταξής του και της προσπάθειάς του για ανασύνταξη του Κινήματος είναι η μετατροπή του από “αντι-ευρωπαϊκό” και “λαϊκίστικο”, “εθνικιστικό” κόμμα, σε μία συστημική, φιλο-ευρωπαϊκή παράταξη, που θα στηρίζει κυβερνήσεις όπως του Ντράγκι και επιλογές όπως εκείνες που επιλέγουν τα λόμπι και ο σύλλογος βιομηχάνων, ορίζοντας τις στατιστικές και τους στόχους κατά το δοκούν.
Κάτι αντίστοιχο άλλωστε επιχειρείται και στο εσωτερικό της Λέγκας, όπου ο υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης Τζανκάρλο Τζορτζέτι δεν είναι μόνον ένας διαπρύσιος υποστηρικτής της κυβέρνησης Ντράγκι, αλλά λειτουργεί και εσωκομματικά ως αντι-Σαλβίνι, παίζοντας μεγάλο ρόλο στις ουσιαστικές επιλογές του κόμματος, τις περισσότερες φορές μακριά από τα δημοκοπικά σόου και τα προκλητικά tweets του ηγέτη της. Η συμμετοχή της Λέγκας στην κυβέρνηση Ντράγκι και η σπουδή για τη μετατροπή της σε ακόμη μία συστημική μονάδα της ιταλικής πολιτικής (που, όπως και η Forza Italia του Μπερλουσκόνι όποτε παρίσταται ανάγκη για τις Ε.Ε. και τους εργοδότες θα συγκλίνει με τους αντιπάλους της) αντανακλάται και σε άλλες, φαινομενικά άσχετες, πιέσεις, όπως η πρόσφατη σύλληψη του γκουρού της επικοινωνίας του Σαλβίνι, Λούκα Μορίζι, που στόχο έχουν το “συμμάζεμα” του Capitano και την υποταγή του στις συστημικές πολιτικές. Άλλωστε πέρα από τις κορώνες και όποια την εθνικιστική ή ρατσιστική αμετροέπεια, η πρώτη συγκυβέρνηση της Λέγκας υπό τον Κόντε απέδειξε ότι ακολουθεί πιστά όταν βρίσκεται στην εξουσία.
Οι δημοτικές εκλογές στην Ιταλία, λοιπόν, ανέδειξαν έναν σαφή νικητή: τον Μάριο Ντράγκι και όλο το σύστημα που βρίσκεται πίσω από αυτόν, που είναι πλέον έτοιμοι να ασκήσουν ανεμπόδιστα την πολιτική τους και παρ’ όλα τα bravado του Σαλβίνι, δεν πλήττονται και δεν καλούνται να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω.