Κατά μία έννοια, τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο πρέπει να τον ευχαριστούμε. Με την αναφορά του στον Γρίβα και στα λεγόμενά του, ο μόλις διαγραφείς από το κυβερνών κόμμα βουλευτής μας περιέγραψε (χωρίς μάλλον να το καταλάβει) τη διαφορά μεταξύ δεξιάς εθνικοφροσύνης και πατριωτισμού. Κατά τον αγαπημένο του κ. Μπογδάνου, Γεώργιο Γρίβα, “…έχουμε τρεις εχθρούς: τους Άγγλους, τους Τούρκους και τους κομμουνιστές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν οι κομμουνιστές”. Για τη δεξιά εθνικοφροσύνη, η οποία ζυμώθηκε μέσα από οργανώσεις όπως τα Τάγματα Ασφαλείας στην χειρότερη εκδοχή ή την υπό τον Γρίβα “Χ”, η οποία ήθελε επίσης να συνεργαστεί με τους ναζί, ο κατεξοχήν εχθρός είναι οι κομμουνιστές. Όχι οι Τούρκοι – που είναι και της μόδας. Μας το απέδειξε η εθνικοφροσύνη και με την προδοσία της Κύπρου.
Για την αριστερά στην όποια της εκδοχή, τέτοια ζητήματα δεν υπήρξαν ποτέ: ο κύριος εχθρός ήταν πάντα οι κατοχικές δυνάμεις, οι αποικιοκράτες και όσοι απειλούν την εδαφική ακεραιότητα. Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ εθνικοφρόνων και πατριωτών, η οποία θεμελιώνεται στα διαφορετικά υλικά συμφέροντα και στην διαφορετική σχέση με το έθνος και με τον λαό: στα δύσκολα, με αποκορύφωμα την κατοχή.
Οι πρώτοι έπρεπε και πρέπει να διασφαλίσουν την εσωτερική αποικιοποίηση, προκειμένου να λεηλατούν τον πλούτο του ελληνικού λαού. Επομένως, οι ξένοι είναι υπό όρους προστάτες και όσοι πρεσβεύουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό εχθροί.
Οι δεύτεροι πρέπει να έχουν πατρίδα ελεύθερη για να μπορούν να την μετασχηματίσουν, επομένως οι ξένοι οι οποίοι υφαρπάζουν την εθνική και λαϊκή κυριαρχία είναι εχθροί.
Οι πρώτοι βλέπουν τον λαό ως εν δυνάμει εχθρό. Οι δεύτεροι είναι η πρωτοπορία του λαού. Εξ ου και, παρότι οι κομμουνιστές και η αριστερά ηττήθηκαν στα πεδία των μαχών του εμφυλίου χάρη στις ΗΠΑ, ηγεμονεύουν ακόμα ιδεολογικά, έστω και σε συνθήκες υποχώρησης.
Ελάχιστοι στην αριστερά σήμερα (ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ) θα μπορούσαν να χαράξουν τις διαχωριστικές γραμμές με τρόπο τόσο δίκαιο, όσο εμμέσως έπραξε ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ο οποίος παίρνει πλέον τον δρόμο της διαμόρφωσης του συνασπισμού μιας “σοβαρής Χρυσής Αυγής”, με όσους τον περιμένουν εκτός, αλλά και εντός ΝΔ.
Το σχέδιο άλλωστε δεν είναι σημερινό. Συνίσταται στη διαμόρφωση ενός κόμματος, το οποίο χωρίς να εμπλέκεται ευθέως σε επιθέσεις στον δρόμο, όπως η Χρυσή Αυγή, θα μπορεί να ζυμώνει άνετα χουντικές αντιλήψεις στα σώματα ασφαλείας και στο κράτος ή στην Βουλή, εφόσον εκλεγεί (χωρίς τις γραφικότητες Βελόπουλου) και να σέρνει προς τα δεξιά την ΝΔ ή και να την νομιμοποιεί ως κεντρώα δύναμη και ως ανάχωμα.
Από την άλλη, η στάση Δένδια φωτογραφίζει την άνοδό του μέσα στο κυβερνών κόμμα και τη συντηρητική παράταξη, μέσα από μια χορογραφία επιλεγμένων κινήσεων: “υπερασπιστής του εθνικού συμφέροντος” – εκλεκτός ξένων δυνάμεων και εξυπηρετικός προς τα συμφέροντά τους, φυσικά “κεντρώος”, ό,τι και αν σημαίνει αυτό, και με προσεκτικές, πολιτικώς ορθές αναφορές στο Βίτσι, δια της υπόμνησης ότι ο πατέρας του είχε πολεμήσει εκεί.
Είναι σίγουρο ότι στον στενό πυρήνα του πρωθυπουργικού επιτελείου βράζουν από θυμό αλλά τους είναι αδύνατον να τον αλλάξουν αυτήν την στιγμή. Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών θα συνεχίσει να περιμένει υπομονετικώς για να έχει ίσως την ευκαιρία του στην ηγεσία της ΝΔ.
Θα δούμε αρκετά επεισόδια ακόμα στα εσωτερικά της ΝΔ και συνολικά της δεξιάς. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι όσο οι συνθήκες οικονομικοκοινωνικής κρίσης θα σωρεύονται και οι διεθνείς συνθήκες (άρα και η εξάρτηση) θα οξύνονται, η τάση ενίσχυσης της ακροδεξιάς, φιλοχουντικής εκδοχής της δεξιάς, μέσα στην συντηρητική παράταξη θα διευρύνεται.