Μετά την υπογραφή της συμφωνίας Γαλλίας-Ελλάδας στις ανησυχίες της τουρκικής πλευράς φαίνεται να προστέθηκε εκείνο το οποίο διαφήμισε δεόντως (αν και παρενθετικώς προς τα υπόλοιπα) η πλευρά της Ελλάδας: το γεγονός πως η Γαλλία κατέχει πυρηνικά όπλα.
Βεβαίως το πυρηνικό οπλοστάσιο της τελευταίας δεν είναι το πλέον ισχυρό μεταξύ των υπολοίπων πυρηνικών δυνάμεων, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι υπαρκτό και συνιστά το ύστατο αμυντικό όπλο του Παρισιού.
Είναι επίσης παραπάνω από προφανές ότι η περίπτωση να συμπεριλάβει η αμυντική συνδρομή της Γαλλίας προς την Ελλάδα πυρηνικά όπλα είναι από ελάχιστη έως απίθανη. Ωστόσο αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της σύναψης διμερούς αμυντικής συμφωνίας με μια πυρηνική δύναμη θα ερμηνευτεί από την Τουρκία ως πιθανότητα, η Ελλάδα να βρεθεί πιο κοντά, προϊόντος του χρόνου, σε ένα πυρηνικό οπλοστάσιο.
Είναι γνωστό ότι ο Τούρκος πρόεδρος επιθυμεί να καταστήσει την Τουρκία πυρηνική δύναμη θεωρώντας (όχι άδικα εδώ που τα λέμε) ότι η συνθήκη για την μη επέκταση των πυρηνικών όπλων αποτελεί μια εγωιστική συνθήκη, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ήδη υπαρχουσών πυρηνικών δυνάμεων.
Επίσης είναι γνωστό ότι προσπαθεί να φτιάξει πυραύλους πολύ μεγάλου βεληνεκούς, ακόμα και διηπειρωτικούς, παρότι απέχει ακόμα αρκετά από αυτό το επίπεδο, ενώ η συνεργασία με το Πακιστάν προοπτικά μπορεί να λάβει την διάσταση (αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο ήδη) και της μεταφοράς στρατιωτικής πυρηνικής τεχνογνωσίας.
Επομένως, είτε ως πραγματικός φόβος, είτε ως άλλοθι, η γαλλο-ελληνική συμμαχία θα τύχει επίκλησης από την τουρκική πλευρά, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι πυρηνικές φιλοδοξίες της.
Το κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω δεν έγκειται στα τουρκικά άλλοθι ή ανησυχίες, αλλά στην πραγματικότητα της πιθανής πυρηνικοποίησης του ανταγωνισμού της Τουρκίας με την πατρίδα μας.
Πρέπει εδώ να προσέξουμε μια κομβική ανωριμότητα της εγχώριας στρατηγικής σκέψης: μία συνθήκη η οποία φαντάζει δεδομένη σήμερα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ισχύει με τον ίδιο τρόπο αύριο.
Αν για παράδειγμα μας έλεγε κανείς την δεκαετία του ’80 πως η Τουρκία θα μας απειλούσε μέσω Λιβύης ή ότι θα ήγειρε ζήτημα Κρήτης, θα ακουγόταν μάλλον τρελός – ή ψεκασμένος βάσει της σημερινής ιδιολέκτου. Τα πράγματα αλλάζουν ωστόσο.
Παρομοίως, σήμερα, το σύστημα ελέγχου διασποράς των πυρηνικών όπλων και ο συσχετισμός ισχύος δεν είναι “φιλικός” προς μια πυρηνική Τουρκία. Σε συνθήκες όμως περαιτέρω απορρύθμισης του διεθνούς πλαισίου, με τους μηχανισμούς επιτήρησης ακόμα πιο αποδιοργανωμένους, μπορεί να δούμε πολύ λιγότερο σθεναρές αντιρρήσεις προς την ίδια προοπτική.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την περιβόητη περίπτωση του Σαχέλ. Παρότι δύσκολα καμουφλάρεται η αλήθεια ότι το ελληνικό επιχειρηματικό κατεστημένο θέλει μέρος από την πίτα των γαλλικών συμφερόντων στην περιοχή, είναι επίσης γεγονός ότι δεν μπορείς να ανταγωνιστείς την Τουρκία, αν δεν την πλήξεις στις περιοχές ενδιαφέροντός της. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει κανείς να στείλει στρατό, όπου έχει στείλει και η Τουρκία. Ούτε ότι τυφλά θα πρέπει η Ελλάδα να συνάπτει συμμαχίες με κάθε αντίπαλο της Τουρκίας.
Σημαίνει ωστόσο ότι σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, πρέπει να εντοπίσεις τους αναγκαίους, αποτελεσματικότερους και χαμηλότερου κόστους αλλά και έκθεσης σε κινδύνους τρόπους, ώστε να μετριάσεις την δύναμη και την επέκταση της άλλης πλευράς. Εξ ου, η κυβέρνηση θα πρέπει να μας απαντήσει γιατί νοιάζεται τόσο πολύ να αντιπαλέψει την τρομοκρατία και την Τουρκία στο… κάπως μακρινό Σαχέλ αλλά όχι στην τόσο κοντινή Συρία.
Η ελληνική ελίτ, μπαίνοντας στην λογική του μετριασμού της επέκτασης της Τουρκίας αργά, υπηρετώντας ξένα συμφέροντα πρώτα και κύρια και χωρίς επαρκή στρατηγική αντίληψη, είναι βέβαιο ότι θα κινείται μεταξύ ηττοπάθειας και τυχοδιωκτισμού. Μια τέτοια παρατήρηση ή και καταγγελία είναι εύκολη. Το δύσκολο αρχίζει όταν καλούμαστε να δούμε την αντι-θέση σε σχέση με εκείνη του κατεστημένου.
Και δυστυχώς, μέσα σε ένα περιβάλλον απορρύθμισης συχνά δεν υπάρχουν εύκολες ή ευχάριστες επιλογές. Από την επέκταση των “killer robots” έως τους εξωχώριους ανταγωνισμούς και από τις διμερείς συμμαχίες έως την προοπτική πυρηνικοποίησης, το τανγκό της έντασης δεν θα διακοπεί εύκολα. Αν κανείς λοιπόν θέλει αντιπολιτευτικά σήμερα και ως κυβέρνηση αύριο, να αποδειχτεί καλύτερος της δεξιάς, πρέπει να σκεφτεί τι μπορεί να γίνει μέσα στο δεδομένο πλαίσιο. Να αποδειχτεί όχι τυχοδιώκτης, αλλά ρεαλιστής.