Ξεκινάει σήμερα στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής η συζήτηση για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, θέμα για το οποίο υπάρχει ακόμη μια ηχηρή παρέμβαση που αυτή τη φορά προέρχεται από τη μεγαλύτερη δικαστική ένωση. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) σε αναλυτικό κείμενο που εστάλη πριν από δύο μέρες στα κόμματα και φυσικά στον υπουργό Δικαιοσύνης εκφράζει αναλυτικά τις αντιρρήσεις και τις παρατηρήσεις της στο νομοσχέδιο.
Τα κυριότερα σημεία που επισημαίνει είναι:
Η επαναφορά για ορισμένα κακουργήματα της ισόβιας κάθειρξης ως μοναδικής ποινής κρίνεται ατυχής και αδικαιολόγητα οπισθοδρομική και δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να προσφέρει στη γενική πρόληψη της εγκληματικότητας.
Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι “ένας από τους βασικούς σκοπούς που θέλει να εξυπηρετήσει το σχέδιο νόμου είναι η αντιμετώπιση της αυξανόμενης εγκληματικότητας και της δυσλειτουργίας που παρατηρήθηκε με την υποβάθμιση κακουργημάτων σε πλημμελήματα, που επισύρουν χαμηλότερες ποινές και προκαλούν το περί δικαίου αίσθημα”. Ωστόσο, -τονίζει η ΕνΔΕ- η υποβάθμιση ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα στον Ν. 4619/2019 συνδυάστηκε με την τροποποίηση της διάταξης περί αναστολής της ποινής φυλάκισης και την κατάργηση της δυνατότητας μετατροπής της ποινής φυλάκισης, ώστε ποινές φυλάκισης άνω των τριών ετών να εκτίονται πραγματικά. Με το σχέδιο νόμου επιτρέπεται ξανά η αναστολή ποινών φυλάκισης άνω των τριών ετών και κατά συνέπεια, για παράδειγμα, κάποιο κακούργημα που με τον νέο Π.Κ. είχε υποβαθμιστεί σε πλημμέλημα με ποινή πάνω από 3 χρόνια, με την αλλαγή Τσιάρα η ποινή αυτή θα μπορεί να ανασταλεί. “Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό αφενός ανατρέπεται η δικαιολογητική βάση της υποβάθμισης του αδικήματος από κακούργημα σε πλημμέλημα, αφετέρου αναιρούνται οι ως άνω σκοποί που το νομοσχέδιο φιλοδοξεί να ικανοποιήσει”.
“Το μέτρο της απόλυσης υπό όρο είναι θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα”
“Η βαρύτητα και η επικινδυνότητα συγκεκριμένων εγκλημάτων, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι δικαιολογεί τη διαφοροποίηση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της απόλυσης υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως προβλέπει το σχετικό άρθρο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον πλήρη αποκλεισμό εφαρμογής του θεσμού αυτού”. Δηλαδή να εφαρμόζεται το μέτρο μόνο για επιλεγμένα κακουργήματα. Σύμφωνα με όλη την επιστήμη και τη θεωρία της εγκληματολογίας, το μέτρο της απόλυσης υπό όρο είναι θεσμικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των κρατουμένων προκειμένου σταδιακά να επανενταχτούν. Αυτό επικαλείται και η ΕνΔΕ και θεωρεί επιβεβλημένη τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο σε όσους πληρούν τις προϋποθέσεις χωρίς εξαιρέσεις, ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις επιβληθούν αυστηρότεροι όροι.
Ψευδείς ειδήσεις (Fake News): Η πρώτη καίρια αντίρρηση αφορά τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης. Ενώ το ισχύον άρθρο αναφέρει ότι θεωρείται αξιόποινη η διασπορά ψευδών ειδήσεων μόνο αν προκληθεί φόβος σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, τώρα μετατρέπεται ξανά το αδίκημα “σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας, αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο”. Επιπλέον εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα μιας ψεύτικης είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη “δημόσια τάξη”. Όπως τονίζει η ΕνΔΕ, δεν είναι μέγεθος μετρήσιμο ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού, ενώ πολλές φορές κάποιο ψέμα περιέχει και στοιχεία αλήθειας. “Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η θέσπιση μίας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία”.
[Ολόκληρο το κείμενο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εδώ]
ΠΗΓΗ: EΦ. ΣΥΝ.