ΑΘΗΝΑ
11:15
|
22.11.2024
Μεταξύ ενός νέου Πινοτσέτ ή ενός τρίτου δρόμου Αριστερά. Στις 19 Δεκεμβρίου η νέα αναμέτρηση σε μια ξεκάθαρα διχασμένη κοινωνία.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο πρώτος γύρος για την εκλογή του νέου προέδρου στη Χιλή, την Κυριακή 21 Νοεμβρίου, ανέδειξε στα πρόσωπα του ακροδεξιού Χοσέ Αντόνιο Καστ και του ριζοσπάστη Αριστερού Γκαμπριέλ Μπόριτς, τον βαθύ διχασμό της κοινωνίας, αλλά και την άνοδο της δεξιάς αντιμεταρρύθμισης στη Λατινική Αμερική, μετά τον μαρασμό της «αριστερής άνοιξης» (Τσάβες, Λούλα, Μορένο κλπ) στην ήπειρο.  Μία αντιμεταρρύθμιση που εκφράζεται είτε με την άνοδο στην εξουσία λαϊκιστών ακροδεξιών σαν τον Μπολσονάρου, έως μέχρι την ανάδυση του Νεοναζισμού, ιδίως μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.

Από τους έξι υποψηφίους στην κάλπη της Κυριακής οι Χοσέ Αντόνιο Καστ, από τη ριζοσπαστική δεξιά, και ο Γκάμπριελ Μπόριτς, που θα εκπροσωπήσει την αριστερή πτέρυγα, απέσπασαν τις περισσότερες ψήφους και θα διεκδικήσουν την προεδρία ξανά σε νέα αναμέτρηση στις 19 Δεκεμβρίου. Έτσι όπως εξελίχθηκε η εκστρατεία και των δύο , οι οποίοι πλέον θα πρέπει κατά τεκμήριο να μετριάσουν τις θέσεις τους, προκειμένου να πείσουν το εκλογικό ακροατήριο, που δεν τους ψήφισε και να αρδεύσουν ψήφους από ομοειδείς, πλην όμως διαφορετικού χαρακτήρα παρατάξεις, η κάλπη στις 19 Δεκεμβρίου θα αποτελέσει μια πρωτοφανή, πολωμένη, αβέβαιη ψηφοφορία και στην οποία για πρώτη φορά από την επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα δεν θα διεκδικούν την προεδρία τα παραδοσιακά κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα.

Ωστόσο, η παραδοξότητα που έχει το εκλογικό σύστημα στη Χιλή, με τις διαφορετικές περιφέρειες για τη Γερουσία (16) και τη Βουλή (28), οι παρατάξεις των δύο υποψηφίων «Χριστιανο-Κοινωνικό Μέτωπο» του Καστ και το «Επιλέγω Αξιοπρέπεια» (Apruebo Dignidad) του Μπόριτς, εξέλεξαν πολύ λιγότερους βουλευτές και γερουσιαστές από τα παραδοσιακά κόμματα, που εξακολουθούν να έχουν ισχυρή παρουσία στα δύο σώματα. Και που φυσικά, στη συνέχεια, θα συνεχίσουν να ασκούν την κοινοβουλευτική πίεση στον όποιον εκλεγμένο πρόεδρο.

Ένα από τα παράδοξα στην αναμέτρηση και την εκστρατεία που προηγήθηκε είναι πως στην τρίτη θέση (με 13%) αναδείχθηκε το νεοφιλελεύθερο Κόμμα των Κοινών Ανθρώπων (Partido de la Gente) του Φράνκο Παρίσι, ο οποίος ούτε καν πάτησε το πόδι του στη χώρα, κάνοντας προεκλογικό αγώνα από την Αλαμπάμα των ΗΠΑ!

Ο λόγος είναι πως ο Παρίσι δεν μπορεί να επιστρέψει στη Χιλή, καθώς εκκρεμεί μία δικαστική δίωξη και απαγόρευση εναντίον του, καθώς δεν έχει καταβάλλει τη διατροφή για τα δύο μικρότερα ανήλικα παιδιά του! Κι επιπλέον, όταν είχε ανακοινώσει πως παρά ταύτα θα επέστρεφε στη χώρα, διαγνώσθηκε με κορονοϊό και ένεκα του αυστηρότατου πρωτοκόλλου που ισχύει για τις αφίξεις, αναγκάσθηκε να παραμείνει στο εξωτερικό.

Ποιοι είναι όμως οι δύο τελικοί διεκδικητές σε αυτήν την πρωτοφανή μάχη για την εξουσία, που μοιάζει να περιγράφει την πολωτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ολάκερη η Νότια Αμερική;

Ο 55χρονος δικηγόρος, Χοσέ Αντόνιο Καστ, που την Κυριακή πρώτευσε έναντι πάντων στις ψήφους (27,91%), δηλωμένος υπερασπιστής της κληρονομιάς του στυγνού δικτάτορα Αουγούστο Πινοτσέτ, ενσαρκώνει τον υπαρκτό κίνδυνο η χώρα να επιστρέψει στις πιο σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας της. Γιος Γερμανών, που μετανάστευσαν στη Χιλή το 1950, ο 55χρονος δικηγόρος ήταν μέλος του κόμματος Ανεξάρτητη Δημοκρατική Ένωση και αργότερα ίδρυσε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Πατέρας εννέα παιδιών, με απόψεις που προσεγγίζουν το αναχρονιστικό Καθολικό κίνημα Schoenstatt, ο Καστ είχε ξαναθέσει υποψηφιότητα για το μέγαρο της Λα Μονέδα στις εκλογές του 2017, όπου κατετάγη στην τέταρτη θέση με 8% των ψήφων.

Ο Καστ κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει τη δημοφιλία του ως επί το πλείστον στη μεγάλη περιφέρεια του Νότου, χάρις στα συνθήματά του υπέρ του «νόμου και τάξης» και της στρατικοποίησής του, αλλά επίσης προσέλκυσε ψηφοφόρους με το μισαλλόδοξο πρόγραμμά του ενάντια στην «παράνομη μετανάστευση» και στις ακριτικές περιοχές του Βορρά. Υποσχόμενος «τάξη και πρόοδο», ο Καστ επεδίωξε να κατακτήσει τους -όχι απαραίτητα και ακροδεξιούς – ζηλωτές της περιόδου της διακυβέρνησης του Πινοτσέτ, τονίζοντας τον περασμένο Αύγουστο, ότι αν ζούσε ο ηγέτης του στρατιωτικού καθεστώτος της Χιλής, θα τον υποστήριζε στις κάλπες: «Ο Πινοτσέτ θα με ψήφιζε, είναι προφανές», είχε δηλώσει.

Μολαταύτα, έπειτα από τις ποικίλες αντιδράσεις που οι διατυπώσεις του αυτές προκάλεσαν, κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης εκστρατείας προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις, μετριάζοντας τον λόγο του και επαναλαμβάνοντας πως δεν υποστηρίζει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βέβαια, το γεγονός παραμένει ότι το 2017, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην τότε εκστρατεία του στη φυλακή Punta Peuco, όπου κρατούνται οι καταδικασμένοι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, είχε δηλώσει ότι ήταν υπέρ της χορήγησης χάρης σε όσους έχουν εκτίσει μέρος της ποινής τους και είναι ηλικιωμένοι.

Αν και ακολουθεί τα βήματα πολλών ακροδεξιών προκατόχων του, το ύφος του Κατς δεν μπορεί να ταυτισθεί με την ακρότητα και την αμετροέπεια ενός Τραμπ ή ενός Μπολσονάρου, καθώς πασχίζει να δώσει ένα πιο ήπιο προφίλ, του οικογενειάρχη και καλού Καθολικού. Είναι μέρος του διεθνούς οργανισμού Political Network Values, που υπερασπίζεται «την προστασία της ανθρώπινης ζωής, του γάμου, της οικογένειας και της θρησκευτικής ελευθερίας».

Όμως, όπως διατείνεται ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους για την προστασία των αξιών αυτών είναι η ασφάλεια. Κι όσον αφορά την προστασία και την ασφάλεια, οι θέσεις του Κατς παύουν να είναι φιλελεύθερες και να ασπάζονται τα χριστιανικά και ανθρωπιστικά ιδεώδη. Παραδείγματος χάριν, για να λύσει το πρόβλημα της παράτυπης μετανάστευσης και των δρόμων εισόδου των ναρκωτικών στον Βορρά υποσχέθηκε (όπως ο Τραμπ) να κτίσει μία προστατευτική κι αδιάβατη τάφρο.  Όσον αφορά τη βία που μαστίζει την περιοχή της Λα Αραουκανία στον Νότο, ο ακροδεξιός υποψήφιος τάσσεται υπέρ της χρήσης μυστικών πρακτόρων στη δίωξη των εγκληματιών και της τρομοκρατίας.

Όπως παρατηρείται σε όλους τους λαϊκιστές ακροδεξιούς, το ακραίο πρόγραμμά τους στην ασφάλεια συνοδεύεται και από ακραίες νεοφιλελεύθερες συνταγές σε  ό,τι αφορά την οικονομία. Έτσι, λοιπόν κι ο Καστ αναφορικά με τις συντάξεις, τάσσεται υπέρ της διατήρησης του ισχύοντος αποδοτικού συστήματος που βασίζεται όχι στην κρατική ανταποδοτικότητα, αλλά στην ιδιωτική αποταμίευση και υπόσχεται τη «βελτίωση» των συντάξεων μέσα από την… αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης!  Το πρόγραμμά του, όπως τονίζει είναι σχεδιασμένο έτσι, ώστε να προσδώσει στην αγορά περισσότερη ελευθερία δράσης και να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη συμμετοχή του κράτους στην οικονομία.  Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκει βάσει της γνωστής συνταγής να μειώσει τους φόρους και τις δημόσιες δαπάνες, εκφράζοντας την πεποίθηση και πιστεύοντας ότι έτσι θα πείσει και τον κόσμο, πως η υποσχόμενη σταθερότητα και η δημόσια τάξη θα προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις και θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη ανάπτυξη για τη χώρα.

Βέβαια, το μεγάλο κοινωνικό ξέσπασμα του 2019, όπως και οι μεγάλες κινητοποιήσεις ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατέδειξε πως μέσα στην κοινωνία  υπάρχει διάχυτη πλέον η επιθυμία να σταματήσει δια παντός η πολιτική που εισήγαγε ο Πινοτσέτ με τα Golden Boys της Σχολής του Σικάγου και η Πολιτεία να διανέμει ισόποσα τα έσοδα και να αναλάβει περισσότερες κοινωνικές δαπάνες για τον πάσχοντα πληθυσμό. Και απέναντι στις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του Καστ, πολλοί είναι εκείνοι, ιδίως από το μετριοπαθές κέντρο, που θα διστάσουν να τον επιλέξουν για πρόεδρο στις 19 Δεκεμβρίου, ακόμη και εάν ο αντίπαλός του είναι ένας ακραιφνής Αριστερός.

Για αυτό τον λόγο, ο Καστ είναι λάβρος απέναντι στον Μπόριτς. Ο Καστ δεν σταματά να καταγγέλλει τον αντίπαλό του «και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που θέλουν να συγχωρήσουν τους βανδάλους που επιδίδονται σε καταστροφές. Συναντιούνται με τρομοκράτες και δολοφόνους. Θέλουν την αστάθεια, να κλείσουν τα σύνορα στο εμπόριο, να βαδίσουν στον δρόμο του μίσους», όπως διατυμπανίζει. «Εμείς δεν θέλουμε έναν δρόμο που θα μας οδηγούν η Βενεζουέλα και η Κούβα», σε μία προσπάθεια να ταυτίσει τον Μπόριτς με τα «μορμολύκια» του κομμουνισμού. Άλλωστε το κύριο σύνθημά του ενόψει της 19ης Δεκεμβρίου είναι «Ελευθερία και δημοκρατία εναντίον κομμουνισμού».

Στα 35 του, ο Γκάμπριελ Μπόριτς φιλοδοξεί να γίνει ο νεότερος πρόεδρος στην ιστορία της Χιλής, μετά τη δεύτερη θέση και το 25,06% που συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο.  Ανύπαντρος και χωρίς παιδιά, ο Μπόριτς είναι ιδιαίτερα συμπαθής λόγω και του γεγονότος ότι ξεπέρασε τις ψυχολογικές διαταραχές από τις οποίες έπασχε στην παιδική του ηλικία. Ο αριστερός υποψήφιος που εκπροσωπεί τον συνασπισμό Επιλέγω Αξιοπρέπεια (που συγκροτείται από το Frente Amplio και το Κομμουνιστικό Κόμμα), εισήλθε στον πολιτικό στίβο προερχόμενος από τους φοιτητικούς αγώνες. Είχε πρωτοστατήσει στην ηγεσία του κινήματος, του οποίου οι κινητοποιήσεις πριν από μία δεκαετία συγκλόνισαν τη χώρα ζητώντας τη μείωση των αυξημένων διδάκτρων και απαιτώντας δωρεάν και ποιοτική Παιδεία.

Ο Μπόριτς διακηρύσσει πως στις 19 Δεκεμβρίου η χώρα καλείται να λάβει μία σαφή απόφαση ανάμεσα σε δύο ριζικά αντίπαλες θέσεις: «είτε προχωράμε σε μια χωρίς αποκλεισμούς, γενναιόδωρη Χιλή, που ασχολείται περισσότερο με τους δικούς της ανθρώπους, είτε συνεχίζουμε στη λογική της απόρριψης, του αποκλεισμού και των προνομίων, απέναντι στα οποία η Χιλή όρθωσε το ανάστημά της στις 25 Οκτωβρίου 2019 και ζήτησε αναθεώρηση του Συντάγματος», μία διαδικασία στην οποία τω όντι εξαναγκάσθηκε να συρθεί η προηγούμενη προεδρία κάτω από την κοινωνική πίεση.

Δριμύτατος επικριτής των προηγούμενων κεντροαριστερών κυβερνήσεων, που ανέλαβαν να διοικήσουν τα κοινά μετά την επιστροφή της δημοκρατίας, ο Μπόριτς αποφάσισε να δοθεί ψυχή τε και σώματι στην πολιτική. Εξελέγη  αρχικά βουλευτής το 2014 στο Μαγκαγιάνες, τη νοτιότερη περιοχή της χώρας, ενώ με υψηλό αριθμό ψήφων επανεξελέγη και το 2017 με αποτέλεσμα να γίνει μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του χώρου. Το 2019 ξεχώρισε στην κοινωνική έκρηξη που αναζήτησε μια θεσμική λύση στην κρίση και αργότερα οδήγησε στη Συντακτική Συνέλευση, η οποία καταρτίζει το νέο Σύνταγμα της χώρας. 

Σε μια χώρα που παραδοσιακά βρισκόταν πολωμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλες παρατάξεις, τη δεξιά και την κεντροαριστερά, ο Μπόριτς πλέον προβάλλεται ως μία τρίτη εναλλακτική πρόταση, με σαφώς πιο αριστερά χαρακτηριστικά. «Φυσικά και μας ενδιαφέρει η ανάπτυξη, αλλά δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούμε σε μια χώρα που είναι κοινωνικά διασπασμένη», τονίζει ο ίδιος.

Παρόλο που οι αντίπαλοί του, ακόμη κι οι εσωκομματικοί, του προσάπτουν έλλειψη εμπειρίας και απουσία μίας ικανής και καταρτισμένης τεχνικής ομάδας για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, ο Μπόριτς φαίνεται ιδιαίτερα στιβαρός, καθώς είναι εμφανές ότι εκπροσωπεί μία κοινωνική και πολιτική μερίδα του πληθυσμού, η οποία πλέον δεν μπορεί να ταυτισθεί με τις παραδοσιακές δυνάμεις. Άλλωστε, η ηγετική του φυσιογνωμία αναδύθηκε κατά τις προκριματικές εκλογές στον  αριστερό συνασπισμό του οποίου ηγείται, όταν θριαμβευτικά επικράτησε του κομμουνιστή ηγέτη Ντανιέλ Χαδούε.

Στο προεκλογικό  πρόγραμμά του περιλαμβάνονται τέσσερις μεγάλες μεταρρυθμίσεις: εγγυημένη και καθολική πρόσβαση στην υγεία, ένα νέο συνταξιοδοτικό σύστημα χωρίς τους αμφιλεγόμενους Διαχειριστές των Ταμείων Συντάξεων (AFP), ένα δημόσιο, δωρεάν και ποιοτικό εκπαιδευτικό σύστημα και την υπόσχεση πως θα ηγηθεί και θα σχηματίσει την πρώτη πραγματικά οικολογική κυβέρνηση στη Χιλή.

Η Λυδία Λίθος όμως για την εκπόνηση του προγράμματός του είναι η αποτελεσματική συγκομιδή των εσόδων, που απαιτεί είσπραξη φόρων. Ο ίδιος διατείνεται πως οι νέοι πόροι θα προέρχονται από πηγές όπως η φορολογική μεταρρύθμιση, η κατάργηση των φορολογικών απαλλαγών και η εφαρμογή δικαιωμάτων εκμετάλλευσης στην εξόρυξη, με στόχο να χρηματοδοτηθεί επαρκώς η  κοινωνική ατζέντα.

Κι εδώ εστιάζονται οι επικρίσεις εναντίον του. Από τη μια η επιβολή της φορολογίας παραδοσιακά φοβίζει τη μικρομεσαία τάξη, και από την άλλη αμφισβητείται εάν θα είναι και ικανός να εφαρμόσει στην εντέλεια τις μεταρρυθμίσεις του. Ιδίως εν μέσω μίας τόσο περίπλοκης κατάστασης, καθώς η χώρα πασχίζει να ανακάμψει μετά την εκατόμβη -σε θύματα και οικονομική- που προκάλεσε ο κορονοϊός. Επιπλέον, η δημοφιλία του Μπόριτς ενδέχεται να πληγεί από το γεγονός ότι ο συνασπισμός του περιλαμβάνει το απεχθές σε μεγάλο τμήμα του αστικού εκλογικού σώματος Κομμουνιστικό Κόμμα κι αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα αποτρεπτικό στοιχείο για τον β’ γύρο.

Το βέβαιο είναι πως ο β’ γύρος θα χαρακτηρισθεί από πολλά παράδοξα και τις αλληλοδιασταυρούμενες συμμαχίες, που άλλωστε έδωσαν το στίγμα και στον πρώτο γύρο. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό (22%) του εκλογικού σώματος ψήφισε υπέρ νέων δυνάμεων, ενώ το χαμηλό ποσοστό προσέλευσης (43%) δείχνει ότι ο κόσμος γυρίζει την πλάτη του στην πολιτική, θα παίξει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο. Είναι εμφανές ότι ο πρώτος γύρος έδειξε την ήττα της παραδοσιακής δεξιάς και την αποδοκιμασία του απερχόμενου προέδρου Πινιέρα, αλλά και της κεντροαριστερής άποψης της Μισέλ Μπατσελέτ. Είναι ενδεικτικό πως με 48 έδρες στις 155 οι ανεξάρτητοι και οι νέες πολιτικές δυνάμεις θα αποτελέσουν την κύρια δύναμη μέσα στην Συντακτική Συνέλευση. Επίσης σημαντικό στοιχεί θα παίξει η στάση των δύο υποψηφίων απέναντι στη Συντακτική Συνέλευση, που για πρώτη φορά προβλέπει σημαντικές αλλαγές για τις γυναίκες, ή το περιβάλλον.

Το μόνο αδιαμφισβήτητο πάντως γεγονός παραμένει το ότι μετά τις 19 Δεκεμβρίου, είτε πάει προς τα ακρότατα της δεξιάς, είτε επιλέξει την εναλλακτική αριστερά, η μετά-Πινιέρα και Μπατσελέτ Χιλή θα είναι μία διαφορετική χώρα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο Τραμπ επιταχύνει τη λύση Ντράγκι κατά του «αργού θανάτου» της Ε.Ε.

H εκλογή Τραμπ αναγκάζει τους «27» να επισπεύσουν τις κινήσεις αφύπνισης από τον «δογματικό ύπνο» της πλήρους υποταγής της οικονομίας τους στις αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες.
ΣΥΝΑΦΗ

Εκδήλωση στο Αγρίνιο: Ο φασιστικός κίνδυνος και οι αναγκαίες αντιστάσεις

Παμ Μπόντι: Η νέα «εκλεκτή» του Τραμπ για το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά το «ναυάγιο» του Γκέιτς

Εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Οδηγίες για τις κάλπες της 24ης Νοεμβρίου

Κουβέιτ και Τυνησία υπέγραψαν συμφωνίες συνεργασίας

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα