Οι διεθνείς σχέσεις έχουν την τιμητική τους εδώ και πολύ καιρό. Επικαθορίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό και τις εσωτερικές εξελίξεις κάθε κράτους, ενώ αναδεικνύουν τον διπλό κίνδυνο του γενικευμένου πολέμου και της οικονομικής κρίσης για την παγκοσμιότητα.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, τα δυτικά μέσα ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα μαίνονται ότι επίκειται επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, συνήθως αναμεταδίδοντας σχετικές δηλώσεις αξιωματούχων της τελευταίας αλλά και εικασίες από τις ΗΠΑ. Μάλιστα, τοποθετούν την εν λόγω επέμβαση χρονικά, τον ερχόμενο Ιανουάριο. Είναι να απορεί κανείς βεβαίως, με μια στρατιωτική τακτική η οποία εδράζεται σε προαναγγελθείσα επέμβαση.
Αυτές οι διαρκείς εξαγγελίες από πλευράς ΗΠΑ και Ουκρανίας για επικείμενη ρωσική επέμβαση έχουν φυσικά μια σαφή χρησιμότητα: οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις προμηθεύονται με το παραπάνω πρόσχημα, ολοένα πιο σύγχρονο οπλισμό, ενώ και αμερικανικές δυνάμεις σταδιακώς μεταφέρονται (υπό τύπο συμβούλων, βεβαίως) στα εδάφη της Ουκρανίας. Ο εξοπλισμός της Ουκρανίας, στον οποίο συμμετέχει και η Τουρκία επιταχύνεται με πρόσχημα την κινητοποίηση δυνάμεων από την πλευρά της Ρωσίας εντός ρωσικού εδάφους. Εδώ εντοπίζεται και το πρωτοφανές του να κατηγορείται ένα κράτος, η Ρωσία, επειδή κινητοποιεί ή αναδιατάσσει δυνάμεις του εντός των εδαφών του, από ένα άλλο κράτος, τις ΗΠΑ, το οποίο στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις σε άλλη ήπειρο.
Για τη Ρωσία, αυτή η πίεση εγκυμονεί τον κίνδυνο της “σαλαμοποίησης” της άμυνάς της. Η επίκληση επικείμενης ρωσικής επίθεσης δικαιώνει εκ των προτέρων κάθε περαιτέρω εξοπλισμό της Ουκρανίας. ενώ ταυτοχρόνως και δια της επικοινωνιακής υπερπροβολής επιδιώκει να αδρανοποιήσει κατά το δυνατόν τις ρωσικές αντιδράσεις στην περικύκλωση της τελευταίας από δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Επίσης στρώνει τον δρόμο για την μετακίνηση ακριβώς στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας τέτοιων πυραυλικών συστημάτων που θα καθιστούν αναποτελεσματικές τις ρωσικές άμυνες, γεγονός το οποίο θα προκαλέσει αντίμετρα από πλευράς της Ρωσίας επί του εδάφους, ενώ παραλλήλως διαμορφώνει το πλαίσιο για την διαρκή αναζωπύρωση των συγκρούσεων στην ανατολική Ουκρανία.
Το αίσθημα περικύκλωσης της Ρωσίας θα ωθήσει την ηγεσία του Κρεμλίνου όντως στην ανάγκη να σκεφτεί και να σχεδιάσει μια πιθανή επίθεση στην Ουκρανία, ούτως ώστε να διασφαλίσει ένα buffer zone. Αλλιώς πριν να το καταλάβει μπορεί να βρεθεί με τις άμυνες της Ρωσίας ακυρωθείσες. Πρόκειται για έναν αλληλοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο, ο οποίος σπειροειδώς κατατείνει στον παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μάλιστα μπορεί να διακοπεί σχετικώς εύκολα, με μια ουδέτερη ή έστω αμφιταλαντευόμενη μεταξύ των δύο μπλοκ Ουκρανία.
Οι κινήσεις αυτές ανάγκασαν τους επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ και της Ρωσίας να έλθουν σε τηλεφωνική επικοινωνία. Φυσικά κάθε τέτοια επικοινωνία είναι καλοδεχούμενη, ωστόσο καταδεικνύει πόσο έχει κορυφωθεί η παγκόσμια ένταση. Ακόμα χειρότερα, ενώ έχουν λάβει χώρα συναντήσεις κορυφής, αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ, υφέσεις και οξύνσεις στην ανατολική Ουκρανία, πολλαπλές προειδοποιήσεις από διεθνείς αναλυτές, η τάση προς τον πόλεμο σε πλανητική κλίμακα σταθερά βαίνει αυξανόμενη.
Την ίδια στιγμή κατά την οποία ο πλανήτης φλερτάρει με την σύγκρουση, η Τουρκία, η οποία έχει εμπλακεί άμεσα σε όλες τις σημαντικές για την παγκόσμια ειρήνη συγκρούσεις, βρίσκεται στην δίνη της καπιταλιστικής κρίσης, η οποία την «τριγυρνά» εδώ και χρόνια. Στην αδιανόητα προπαγανδιστική (α λα Τούρκα) ελληνική δημοσιογραφία, η τουρκική οικονομία «καταρρέει» ξανά. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Η Τουρκία επί Ερντογάν γνώρισε μια ιστορικά μοναδική μεγέθυνση με οικονομικούς όρους, με το ΑΕΠ της από τα 314 δισ. δολάρια να κορυφώνει στα 957 δισ. το 2013, ενώ το 2019 βρέθηκε στα 761 δισ. Το πανδημικό 2020 έκλεισε με μεγέθυνση 1,7 %.
Το κόστος αυτής της θηριώδους μεγέθυνσης ήταν βεβαίως μια εξίσου γιγαντιαία φούσκα, όπως αυτές που ο καπιταλισμός λατρεύει πρώτα να δημιουργεί και μετά να σπάει, στο πλαίσιο της «δημιουργικής καταστροφής». Ο γρήγορος και εύκολος δανεισμός κατά προτίμηση σε ξένο νόμισμα, οι τυχοδιωκτισμοί του Ερντογάν που ιδίως στα πρώτα τους στάδια λάμβαναν χώρα σε απόλυτη συμφωνία και κοινό σχεδιασμό με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, τα φαραωνικά έργα υποδομών και η ανολοκλήρωτη μετάβαση σε καθεστώς μεγαλύτερης εγχώριας αυτοδυναμίας σε ό,τι έχει κάνει με την παραγωγή σύνθετων βιομηχανικών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης, η οποία αντιμετωπίζεται με νομισματικές υποτιμήσεις και όχι με εσωτερική υποτίμηση όπως συνέβη στην πατρίδα μας. Επιπροσθέτως, πληρώνει την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ η Τουρκία, γεγονός το οποίο μεταξύ άλλων αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η ισχύς της Δύσης συνίσταται και στον έλεγχό της επί των διεθνών οικονομικών οργανισμών και τραπεζικών κυκλωμάτων.
Το πόσο καταστροφικές θα αποδειχθούν αυτές οι μέθοδοι διαχείρισης της κρίσης μένει να φανεί. Ωστόσο επί της αρχής, η διολίσθηση του νομίσματος και η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων φαντάζουν απολύτως λογικές, παρότι επώδυνες επιλογές – σίγουρα προτιμητέες έναντι της προσφυγής στον μηχανισμό του ΔΝΤ. Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής διολίσθηση της τουρκικής λίρας θα πρέπει με κάποιο τρόπο και να ανακοπεί και να συνοδευτεί από μέτρα περιορισμού της τρώσης των εισοδημάτων των Τούρκων πολιτών, ιδίως δε των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων οι οποίες συνθέτουν την λαϊκή βάση του Ερντογάν.
Η επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στην Τουρκία εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο ή μάλλον και σε αυτό. Ο Ερντογάν ανταλλάσσει την δεσπόζουσα διεθνοπολιτική του θέση, με οικονομική στήριξη, ώστε να λειάνει τις επιδράσεις της οικονομικής κρίσης. Είναι αμφίβολο ότι μπορεί να βρει επαρκή βοήθεια, ωστόσο υποδηλώνει ότι η τουρκική κατάρρευση δεν μπορεί να συμβεί χωρίς γιγάντιες διεθνοπολιτικές και οικονομικές συνέπειες, οι οποίες αφορούν τόσο τον «δυτικό», όσο και τον «ανατολικό» κόσμο. Χρησιμοποιεί το μέγεθος της χώρας του και την υπόρρητη υπόσχεση διεθνοπολιτικού, μερικού επαναπροσανατολισμού του, ώστε να διασωθεί ο ίδιος και το μοντέλο το οποίο έχει δομήσει.
Παραλλήλως, η φαντασίωση δικών μας κύκλων περί αντιτουρκικού άξονα, στον οποίο περίοπτη θέση υποτίθεται ότι έχουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, καταρρέει.
Όσο μάλιστα, η προοπτική ενός γενικευμένου πολέμου θα οξύνεται, τόσο θα ανακύπτει και η ανάγκη διάσωσης της τουρκικής οικονομίας και διεθνούς παρουσίας. Η προοπτική του πολέμου και η οικονομική κρίση με άλλα λόγια σε περισσότερες από μία περιοχές καθιστούν την Τουρκία πολύφερνη νύφη. Θα εκβιαστεί, θα χτυπηθεί, θα πληρώσει εν μέρει τους τυχοδιωκτισμούς της, αλλά και θα δελεαστεί. Όσοι δεν καταλαβαίνουν (για άλλη μια φορά) ότι αντιρωσισμός και αντιτουρκισμός δεν πάνε μαζί, θα ξυπνήσουν άσχημα.