Εάν κάποιος είναι θιασώτης του συνθήματος «Ελλάς, Γαλλία, Συμμαχία» και πιστεύει στην καλοσύνη των …(Γ)άλλων που θα σώσουν τη χώρα από τον κακό Τούρκο και χαίρεται πως τα συμφέροντα του Εμανουέλ Μακρόν τον φέρνουν εγγύτερά μας, τότε αυτός πλανάται πλάνην οικτράν. Διότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα στην οποία η Γαλλία επεκτείνει την «επίθεση φιλίας» της, συνοδεύοντας τη με συμφωνίες στις οποίες καρπούται τη μερίδα του λέοντος και όλα τα λεφτά.
Στη διήμερη επίσκεψη του Μακρόν (25-26/11) στη Ρώμη, η πολιτική ατζέντα περιλαμβάνει τη συνυπογραφή με τον δοτό πρωθυπουργό, Μάριο Ντράγκι, της Συνθήκης του Κυρηναλίου, για το περιεχόμενο της οποίας το ιταλικό Κοινοβούλιο δεν είχε καμία ενημέρωση. Η εν λόγω Συνθήκη έχει συνταχθεί με τη μέγιστη δυνατή μυστικότητα. Μία μυστικότητα που το πέπλο της ήδη έχει προκαλέσει τριγμούς στους κόλπους της Κεντροδεξιάς, με τη Λέγκα και το ακροδεξιό «Αδέλφια της Ιταλίας» να την καταγγέλλουν. Και όχι άδικα, γιατί στο παρελθόν η προηγούμενη συμφωνία που είχε συναφθεί με τη Γαλλία, επί υπουργίας Εξωτερικών του σημερινού ευρωπαίου Επιτρόπου Πάολο Τζεντιλόνι, η επονομαζόμενη «Συνθήκη της Καέν» για τα θαλάσσια σύνορα, είχε αποδειχθεί λίαν επιζήμια για την Ιταλία, που-όπως σκωπτικά γράφτηκε- βρέθηκε αναγκασμένη «να πουλήσει τις γαρίδες» της τσάμπα στους Γάλλους.
Τον δάκτυλο Τζεντιλόνι, γνωστού για τα τη φιλογαλλική του στάση, διαβλέπουν πολλοί και πίσω από τη νέα συμβατική συνθήκη που ετοιμάζεται να υπογράψει ο Ντράγκι, με στόχο να παγιώσει την επίπλαστη εικόνα που διάφορα κέντρα καλλιεργούν περί της ιταλικής (αντάμα με τη γαλλική, ελλείψει της γερμανικής επί του παρόντος) ηγεσίας στην Ευρώπη, ιδίως στον ευρωπαϊκό Νότο, ως αντίπαλου δέους της συμμαχίας της λιτότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Βορρά. Μία σύμπραξη, που έχει αρχίσει να συμπυκνώνεται, ιδίως μετά τη σύνοδο των G20, τόσο στον οικονομικό, όσο και στον γεωπολιτικό και στρατηγικό τομέα, πρωτίστως με άξονα τα τεμνόμενα και συγκλίνοντα συμφέροντα των δύο χωρών στη Λιβύη και δευτερευόντως (ελέω και μεταναστευτικού για την Ιταλία) και στο Σαχέλ.
Όμως πέρα από την αίγλη, που μία τέτοια μεμονωμένη αλλά πλατιά, μέσα στα ευρωπαϊκά πλαίσια πρωτοβουλία, θα προσδώσει στην Ιταλία, εκείνος που είναι έτοιμος να κατακτήσει τα πραγματικά τρόπαια είναι μόνον η Γαλλία. Άλλωστε οι γαλλικές εταιρείες είναι εκείνες που ετοιμάζονται να επιδράμουν στο ιταλικό έδαφος για να καρπωθούν μεγάλο μέρος από τον πακτωλό των πιστώσεων που προετοιμάζει για την Ιταλία η ΕΕ. Από τη σιδηροδρομική γραμμή μεγάλης ταχύτητας ΤΑV (Λιόν-Τορίνο), που παραμένει στάσιμη λόγω του κινήματος διαμαρτυρίας, μέχρι την ενέργεια (της πυρηνικής περιλαμβανομένης), του ελέγχου των τηλεπικοινωνιών και του κυβερνοχώρου (με εταιρείες που η μία μετά την άλλη περνούν σε γαλλικές), έως τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές που από καιρό βρίσκονται στο στόχαστρο των Γάλλων.
Μία ατέρμονη σειρά από επιθετικές επενδύσεις και αγορές κινδυνεύει να δημιουργήσουν ένα γαλλικό μονοπώλιο μέσα στην ιταλική βιομηχανία και αγορά. Η συγχώνευση της Fiat με την Psa, που γέννησε τη Stellantis, την είσοδο της Cassa Depositi e Prestiti στο Euronext, τις επιθετικές κινήσεις της Vivendi για την Tim και τη (μπερλουσκονική) Mediaset ή τη συνεργασία στον διαστημικό τομέα. Βέβαια, υπήρξαν και κάποια πισωγυρίσματα, όπως το αδιέξοδο της συμφωνίας Fincantieri-Stx, με τον όμιλο της Τεργέστης να μην μπορεί να ολοκληρώσει την εξαγορά των Chantiers de l’Atlantique.
Αυτή η μονομέρεια στη γαλλική εξάπλωση, είναι που αρκετές φωνές, φωνές, που ως άλλοι Ιερεμίες, προειδοποιούν να μη γίνει η Συνθήκη του Κυρηναλίου «Συνθήκη των Ηλυσίων», βλέποντας το διακύβευμα στην οικονομία και την πιθανή στρατηγική εμπλοκή της Ιταλίας σε έναν ευρύτερο πόλεμο συμφερόντων της Γαλλίας. Και μάλιστα ως φτωχού συγγενή, με τη Συμφωνία του Κυρηναλίου να μετατρέπεται σε μία ωχρή κι υποδεέστερη, «ancillae» της συμφωνίας του Άαχεν μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου.
Άλλωστε τα δύο αυτά κραταιά έθνη αποτελούν μέσα στη διπολική δομή τους την κινητήρια δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οικονομικά, κοινωνικά και αμυντικά. Μία δομή που φάνηκε να διασπάται μόνον κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά που παραμένει αρραγής σε πολλούς τομείς. Όπως για παράδειγμα στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, όπου οι δύο χώρες σχεδιάζουν το νέο ευρωπαϊκό άρμα μάχης και ζητούν από την Ιταλία να εγκαταλείψει το διαμάντι της αμυντικής της βιομηχανίας Oto Melara, που σήμερα ανήκει στη Leonardo.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να προσεχθεί η σημασία που μπορεί να έχει η κλίση που θα λάβει η πλάστιγγα υπέρ του Μακρόν-χάρις σε μία λεόντεια ερμηνεία της Συνθήκης του Κυρηναλίου- στις θέσεις, συχνά αντικρουόμενες, που είχαν η Ιταλία κι η Γαλλία για τις σχέσεις με τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Μη λησμονούμε πως ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί είχε εκπαραθυρώσει τον Μπερλουσκόνι και είχε βομβαρδίσει τη Λιβύη λίγο μετά την επίσκεψη του Καντάφι στη Ρώμη και την υπογραφή, ίσως και της σημαντικότερης, εμπορικής συμφωνίας που είχε συνάψει ποτέ η Ιταλία.
Οι απόψεις της Ρώμης και των Παρισίων ήσαν συχνότερα αντίθετες παρά συγκλίνουσες στο θέμα της Συρίας και της Λιβύης, ενώ και στο μεταναστευτικό ο ηγέτης της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι, ως υπουργός Εσωτερικών είχε διαρκείς τριβές με τη γαλλική κυβέρνηση όσον αφορά το κλείσιμο των λιμανιών και την υποδοχή των μεταναστών. Μία εμπλοκή της Ιταλίας στους πολέμους της Γαλλίας στην υποσαχάρια Αφρική, στους οποίους ενδέχεται να συρθεί με το πρόσχημα της καταστολής των κυκλωμάτων που διακινούν παράτυπους μετανάστες, είναι πιθανό να στοιχίσει στη χώρα σε πολλούς τομείς.
Άλλωστε ένας ακόμη λόγος για να ανησυχεί κανείς στην Ιταλία για την επικείμενη συμφωνία είναι, όχι μόνον πως ένας από τους συντάκτες της είναι ο Σάντρο Γκότσι-πρώην συνεργάτης των, όχι και τόσο ‘πατριωτών’ Τζεντιλόνι και Ματέο Ρέντσι-και που έχει εκλεγεί ως ευρωβουλευτής στη Γαλλία με το Renew. Ο λόγος είναι που ένας αυτόκλητος υπερασπιστής της είναι η πρόεδρος της Εθνικής Συσπείρωσης (Rassemblement National) της Γαλλίας, Μαρίν Λεπέν. Σε συνέντευξή της στην Corriere della Sera, η Λεπέν χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «ακόμη ένα δείγμα για την μεγάλη επιστροφή των διμερών σχέσεων ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη. Στις Βρυξέλλες», πρόσθεσε, «δεν υπάρχει ένα τείχος που να μπορεί να πέσει τόσο ξαφνικά όσο το τείχος του Βερολίνου. Θα χρειαστεί λίγος χρόνος, αλλά εν τέλει τα έθνη θα ανακτήσουν τον δικό τους χώρο».
Γι’ αυτό, αρκετοί είναι κι εκείνοι που εντοπίζουν στις βλέψεις της Γαλλίας, μέσα από το πρίσμα της Συμφωνίας αυτής, έναν κίνδυνο για την ίδια την Ευρώπη, καθώς δημιουργεί ακριβώς αυτές τις σφαίρες τοπικού και περιφερειακού ανταγωνισμού και αποκλίνουσας εξωτερικής πολιτικής μέσα στην ΕΕ. Με μόνον κερδισμένο σε αυτήν την περίπτωση, όπως συμφωνούν όλοι μόνον τον Μακρόν, που με αυτόν τον τρόπο ενισχύει το προφίλ και την επιρροή του.