Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η μουσική αντηχεί σχεδόν παντού: στην εστίαση, σε πανηγύρια, σε διαφόρων ειδών εκδηλώσεις. Κατά πόσο είναι καλλιεργημένος μουσικά ο πληθυσμός της Ελλάδας; Οι απόφοιτοι Μουσικών Τμημάτων τι επαγγελματικές προοπτικές έχουν;
Με την ευκαιρία συμπλήρωσης τριάντα χρόνων από την ίδρυση του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το ΑΠΕ-ΜΠΕ συζήτησε με την καθηγήτρια Αναστασία Γεωργάκη, πρόεδρο του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, για τις προκλήσεις και τις ελλείψεις της μουσικής παιδείας στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα με την πλούσια παράδοση στις παραστατικές τέχνες (μουσική, θέατρο, χορός) και ούσα κόμβος πολιτισμών θα έπρεπε να επενδύει στη μουσική παιδεία. Η ανεπαρκής χρηματοδότηση και ο ατυχής σχεδιασμός οδηγούν στην απαξίωση των τεχνών στη χώρα μας, αναφέρει η κ. Γεωργάκη.
Το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΕΚΠΑ ιδρύθηκε το 1991 από τον τότε πρύτανη, Μιχάλη Σταθόπουλο, ταυτόχρονα με το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών για να καλύψει τα πολλά κενά στον τομέα των τεχνών. Ένα πάγιο αίτημα του Τμήματος, το οποίο διαρκεί πέντε χρόνια και αποδίδει τίτλο μάστερ, είναι η σύνδεση της επιστημονικής κατεύθυνσης (μουσικολογία) με την πρακτική εξάσκηση μουσικών οργάνων, πράγμα που δεν συμβαίνει. Άλλωστε, από τα πέντε Τμήματα Μουσικών Σπουδών που λειτουργούν στην Ελλάδα, μόνο σε τρία (Ιόνιο, ΠΑΜΑΚ και Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) διδάσκονται μουσικά όργανα.
Ανάγκη σύνδεσης θεωρίας-πράξης
«Το Τμήμα έχει αναπτυχθεί σε πολλά επιστημονικά πεδία, αλλά όχι καλλιτεχνικά», αναφέρει η κ. Γεωργάκη. Η μουσική (και γενικότερα η τέχνη) με την επιστήμη είναι συγκοινωνούντα δοχεία, σημειώνει και εξηγεί: Η θεωρία πρέπει να επικοινωνεί με την πράξη και το αντίστροφο, γιατί βοηθάει τους φοιτητές να κάνουν τη σύνδεση της μουσικής λογικής και έρευνας με τη μουσική πράξη. «Έχουμε σαν υπόβαθρο τη μελέτη της μουσικής ως επιστήμη (Ιστορική και Συστηματική Μουσικολογία, Εθνομουσικολογία, Πολιτιστική Ανθρωπολογία κ.λπ.), αλλά λίγα πρακτικά μαθήματα μουσικών συνόλων και καθόλου δεξιότητας οργάνων», υπογραμμίζει η κ. Γεωργάκη.
Στην Αθήνα δεν υπάρχει διδασκαλία και εκτέλεση μουσικών οργάνων σε πανεπιστημιακό επίπεδο, «γιατί η Πολιτεία δεν διαθέτει ποσά για επέκταση του πανεπιστημίου (όργανα, ανθρώπινο δυναμικό, χώροι) σε καλλιτεχνικά αντικείμενα, όπως η μουσική σύνθεση και εκτέλεση», υποστηρίζει η κ. Γεωργάκη. Μόνο στο ΠΑΜΑΚ, Ιόνιο και Ιωαννίνων αποφοιτά κανείς αναγνωρισμένος καθηγητής μουσικών οργάνων. Με αποτέλεσμα οι φοιτητές της Αθήνας να χάνουν θέσεις από μουσικά σχολεία, όπου θα μπορούσαν να γίνουν καθηγητές βιολιού, για παράδειγμα.
Οι φοιτητές του Τμήματος παίζουν μουσικά όργανα, αλλά τα έχουν διδαχθεί εκτός, για παράδειγμα σε ωδεία. «Στα ωδεία μαθαίνεις όργανα, όμως δεν παίρνεις διαβαθμισμένους τίτλους σπουδών. Μπορεί να παίζει κανείς εξαιρετικά ένα όργανο, αλλά δεν αποκτά κανένα τίτλο που θα μπορέσει να το χρησιμοποιήσει, για παράδειγμα, στο εξωτερικό. Αποτελεί τεράστιο πρόβλημα της μουσικής παιδείας στην Ελλάδα», επισημαίνει η κ. Γεωργάκη.
«Είναι απαράδεκτο να μην υπάρχει στην Αθήνα η καλλιτεχνική κατεύθυνση της εκτέλεσης των μουσικών οργάνων σε ένα τμήμα που έχει φτάσει τόσο ψηλά στην επιστημονική του διδασκαλία», υποστηρίζει η κ. Γεωργάκη.
Οι περισσότεροι καθηγητές μουσικής ζούνε στην Αθήνα και πηγαινοέρχονται στις άλλες πόλεις να διδάξουν. Θα ήταν εύκολο να παραδίδουν μαθήματα και στο Τμήμα Μουσικών Σποδών της Αθήνας, προσθέτει η κ. Γεωργάκη. Χρειάζονται όμως και όργανα, ανθρώπινο δυναμικό και χώροι.
«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πανεπιστημιακό τμήμα Χορού»
Οι απόφοιτοι, ως επί το πλείστον, γίνονται καθηγητές Μουσικής στην Α’ βάθμια και Β’ βαθμια εκπαίδευση, προσλαμβάνονται σε πολιτιστικούς οργανισμούς, σε μουσικούς ή εκδοτικούς-μουσικούς οίκους ή σε εταιρείες διοργάνωσης συναυλιών. Εκφράζει την αισιοδοξία της ότι στο μέλλον οι απόφοιτοι θα μπορούν να πλαισιώνουν τις Δημοτικές Επιχειρήσεις Πολιτισμού (ΔΕΠΑΚ) για τη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων και θέσεις στα δημοτικά ωδεία, εξέλιξη που χρειάζεται τις αντίστοιχες ρυθμίσεις. Γιατί, όπως περιγράφει η κ. Γεωργάκη, «δεν υπάρχει σήμερα κανένα κριτήριο πρόσληψης για καμία θέση. Με το που εκλέγεται κάποιος δήμαρχος, τοποθετείται αντιδήμαρχος Πολιτισμού ο οποιοσδήποτε, χωρίς να έχει σχέση με τον πολιτισμό».
Αντίστοιχα ζητήματα, επισημαίνει, αντιμετωπίζουν τα παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν Θέατρο ή Χορό στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να φεύγουν για το εξωτερικό, κυρίως Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Βερολίνο και συμπληρώνει: Τα περισσότερα θεατρικά τμήματα είναι θεωρητικά, παρά υβριδικά (θεατρολογία και θεατρική πράξη), ενώ πουθενά στην Ελλάδα δεν υπάρχει πανεπιστημιακό τμήμα Χορού.
Όταν πάλι επιστρέφουν τα παιδιά με ντοκτορά στην Ελλάδα και δε βρίσκουν δουλειά, ξαναφεύγουν, σημειώνει η κ. Γεωργάκη.
Ανάπτυξη του πολιτισμού στην επαρχία
Η κ. Γεωργάκη τονίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν θέσεις και να αναπτυχθεί ο πολιτισμός στην επαρχία για τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, αλλά και την επιμόρφωση του ευρύτερου κοινού σε θέματα μουσικής καλλιέργειας και ακρόασης.
Σύμφωνα με έρευνα της Παντείου, την επικαλείται, μόνο το 10% των Ελλήνων είναι μουσικά καλλιεργημένο, δηλαδή ακούει διαφορετικά είδη μουσικής, όχι μόνο τα δημοφιλή σε εθνικό επίπεδο. Χαρακτηριστικό είναι πως το 70% δηλώνει πως ακούει «σκυλάδικα». Η κλασσική μουσική είναι εν πολλοίς άγνωστη για το ευρύ κοινό και θα έπρεπε να αναπτυχθεί περισσότερο, προτάσσει η κ. Γεωργάκη.
Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο παίζουν τα ίδια και τα ίδια, καμιά εξέλιξη, επικρατεί στασιμότητα, προσθέτει. «Γι’ αυτό ζητούμε επιμόρφωση και διερεύνηση των μουσικών παραγωγών σε διαφορετικά είδη μουσικής και αισθητικής. Ο Μάνος Χατζιδάκις το είχε πραγματοποιήσει αυτό για λίγο καιρό στο Γ’ Πρόγραμμα».
Τα περισσότερα φεστιβάλ που γίνονται στην επαρχία δεν έχουν πρωτοτυπία στο πρόγραμμα όσον αφορά τα είδη και τις μορφές της μουσικής που παίζονται στις συναυλίες. Αναδεικνύονται αυτοί που είναι ήδη γνωστοί και παίζουν παντού οι ίδιοι, εξηγεί η κ. Γεωργάκη. «Δεν δίνεται η ευκαιρία στους νέους δημιουργούς για να παρουσιάσουν το έργο τους στην Ελλάδα». Κάποια εξαιρετικά φεστιβάλ, που ξεφεύγουν από τον παραπάνω κανόνα, είναι στην Πάτμο (βυζαντινής μουσικής) και στη Ρόδο (Τζαζ), αναφέρει.
Μια παράμετρος που η Πολιτεία πρέπει να δει είναι η «νέκρωση της επαρχίας το χειμώνα», όταν δε γίνονται ούτε συναυλίες ούτε μουσικά δρώμενα. «Αν αναπτυχθεί σωστά η μουσική, για όλες τις ηλικίες, για παράδειγμα στην τρίτη ηλικία το χορωδιακό τραγούδι, θα δώσει την ευκαιρία στην ανάπτυξη και ωρίμανση της κοινωνίας», υπογραμμίζει η κ. Γεωργάκη.
«Η Πολιτεία θα έπρεπε να αναπτύξει τη διασύνδεση των τεχνών με την πολιτιστική κληρονομιά»
Η Ελλάδα βρίσκεται σε σταυροδρόμι πολιτισμών, Δύσης-Ανατολής, Βορρά-Νότου, Ευρώπης-Ασίας, Ευρώπης-Αφρικής. «Θα μπορούσε να παίζει καθοριστικό ρόλο στην πολιτιστική διάδραση των παραστατικών τεχνών, πατώντας και στο πλούσιο παρελθόν της», αναφέρει η κ. Γεωργάκη.
Υπάρχουν τόσα αρχαία θέατρα που είναι εγκαταλελειμμένα. Θα μπορούσαν να αναδειχθούν και να χρησιμοποιούνται από νέους καλλιτέχνες. Επίσης, ο ντόπιος πληθυσμός δεν γνωρίζει, για παράδειγμα, τη λυρική ποίηση. «Η διασύνδεση των τεχνών με την πολιτιστική κληρονομιά είναι κάτι που θα έπρεπε η Πολιτεία να το αναπτύξει», λέει η κ. Γεωργάκη και συμπληρώνει: Στην Ελλάδα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο τόπος και το κλίμα, παράμετροι που δεν υπάρχουν στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ