Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έκλεισε, χθες, την έρευνα για τη δολοφονία του 14χρονου Έμετ Τιλ το 1955, αφού δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό ενός συγγραφέα ότι η βασική μάρτυρας τής υπόθεσης είχε ψέματα.
Ο 14χρονος Έμετ Τιλ από το Σικάγο απήχθη, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε, το 1955 στο Μισισιπή, αφού μια λευκή γυναίκα είπε ότι την είχε παρενοχλήσει σε ένα κατάστημα. Η μητέρα του Έμετ επέμενε να είναι ανοιχτό το φέρετρο στην κηδεία και οι φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν με τα κακοποιημένα λείψανα του αγοριού συγκλόνισαν το έθνος και ενεργοποίησαν το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων της Αμερικής εκείνη την εποχή.
Η Κάρολιν Μπράιαντ Ντόναμ δήλωσε, τότε, ότι ο Έμετ την είχε αρπάξει από τη μέση, της είπε μια βρισιά και της ζήτησε ραντεβού, ενώ βρίσκονταν μόνη της στο οικογενειακό παντοπωλείο το βράδυ της 24ης Αυγούστου 1955 στο Μάνι του Μισισιπή.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης άνοιξε ξανά την υπόθεση το 2018, καθώς ένα νέο βιβλίο έθεσε υπό αμφισβήτηση τη μαρτυρία της. Πρόκειται για το βιβλίο «The Blood of Emmett Till» του καθηγητή ιστορικού Τίμοθι Τάισον, στο οποίο υποστηρίζεται ότι η ίδια η Ντόναμ μιλώντας μαζί του αναίρεσε την ιστορία που είχε τότε υποστηρίξει και παραδέχτηκε ότι η κατάθεσή της στο δικαστήριο έξι δεκαετίες νωρίτερα σχετικά με την υποτιθέμενη σεξουαλική προσέγγιση από τον Έμετ ήταν αβάσιμη.
Ωστόσο, το υπουργείο Δικαιοσύνης ανέφερε σε ανακοίνωσή του τη Δευτέρα ότι το FBI είχε πάρει συνέντευξη από την κ. Ντόναμ και εκείνη αρνήθηκε να αποκηρύξει τη μαρτυρία της, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Έτσι οι αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να αποδειχθεί ότι είπε ποτέ στον καθηγητή Τάισον ότι οποιοδήποτε μέρος της κατάθεσής της ήταν αναληθές».
«Αν και ο καθηγητής υποστήριξε ότι είχε καταγράψει δύο συνεντεύξεις μαζί της, παρέδωσε στο FBI μόνο μία ηχογράφηση, η οποία δεν περιείχε καμία ανάκληση και έδωσε ανεπαρκείς εξηγήσεις σχετικά με το αν η ηχογράφηση που έλειπε περιείχε την υποτιθέμενη ανάκληση ή αν, αντίθετα, η γυναίκα έκανε τη βασική παραδοχή πριν αρχίσει να καταγράφει τη συνέντευξη» αναφέρεται στην ανακοίνωση του υπουργείου.
Ο συγγραφέας αναφέρει στο βιβλίο ότι η Ντόνχαμ του είπε: «Αυτό το κομμάτι δεν είναι αλήθεια. Τίποτα από όσα έκανε αυτό το αγόρι δεν θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογήσει αυτό που του συνέβη». Αλλά το Υπουργείο Δικαιοσύνης δήλωσε ότι ακόμη και στην αφήγηση του συγγραφέα δεν ήταν σαφές σε τι αναφερόταν η Ντόνχαμ όταν φερόταν να λέει «αυτό το μέρος δεν είναι αλήθεια».
Η νύφη της Ντόνχαμ, Μάρσα Χόλεϊ Μπράιαντ, ήταν παρούσα στις δύο μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις με τον Τάισον και δήλωσε, το 2018, ότι η πεθερά της δεν ανακάλεσε ποτέ.
Ο Τάισον, ερευνητής και ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ στη Βόρεια Καρολίνα, επέμεινε στην εκδοχή του σε δηλώσεις του σε αμερικανικά μέσα ενημέρωσης τη Δευτέρα. Όπως ανέφερε σε email προς τους New York Times «Η Κάρολιν άρχισε να μιλάει πριν βάλω μπρος το μαγνητόφωνο. Σημείωσα όμως προσεκτικά τα λόγια της». «Η αναφορά μου είναι ακλόνητη» πρόσθεσε.
Ο ξάδελφος του Έμετ, Συμεών Ράιτ, ήταν μεταξύ των αυτοπτών μαρτύρων που είπαν ότι ο Έμετ είχε απλά σφυρίξει στην Ντόναμ έξω από το κατάστημα για να γελάσει, αλλά αρνήθηκε ότι ο Έμετ της είχε μιλήσει ποτέ χωρίς λόγο.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, ο Έμετ σύρθηκε από το κρεβάτι του στο σπίτι του θείου του, ξυλοκοπήθηκε και πυροβολήθηκε στο κεφάλι. Το πτώμα του ανασύρθηκε από ένα τοπικό ποτάμι.
Ο πρώην σύζυγος της Ντόνχαμ και ο κουνιάδος της, που πλέον έχουν πεθάνει, διώχθηκαν ποινικά για το θάνατο του, αθωώθηκαν όμως από ένα αμιγώς λευκό σώμα ενόρκων μετά από μόλις μία ώρα συνεδρίασης.
Μήνες αργότερα, ομολόγησαν τη δολοφονία σε συνέντευξη που έδωσαν σε περιοδικό, αλλά υποστήριξαν ότι δεν είχαν κάνει τίποτα κακό, αλλά δεν οδηγήθηκαν ξανά σε δίκη.
Πηγή: BBC