Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ, GDP) είναι μια θεμελιώδης έννοια της οικονομικής επιστήμης και της οικονομικής πολιτικής, ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος όρος για να μετρηθεί η «οικονομική υγεία» και «ισχύς» μιας χώρας. Το αν είναι όμως σωστό να τον θεωρούμε ως το κύριο μέτρο και το πώς πρέπει να τον μετράμε έχει γίνει αντικείμενο μεγάλων διαμαχών μεταξύ των οικονομολόγων.
Αν αίφνης μια χώρα γνωρίσει μια μεγάλη οικολογική ή κοινωνική καταστροφή, ενώ αυξάνεται το ΑΕΠ αυτό μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία; Μπορούμε να εξετάζουμε αφηρημένα τη διεύρυνση μιας οικονομίας, ανεξαρτήτως του κόστους; Είναι όλα τα προϊόντα «αγαθά»;
Η μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία που εμφανίσθηκε με τον κορονοϊό, αλλά και οι τεράστιες οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, ενίσχυσαν τη συζήτηση για το ποια ανάπτυξη είναι βιώσιμη και ποια δεν είναι και πως πρέπει να τη μετράμε. Το ίδιο κάνει και η οικολογική κρίση, καθώς κάνει κάθε μέρα και πιο σαφές ότι η έννοια της «ανάπτυξης» και όλες οι υπόλοιπες που μας συνοδεύουν, καθ’ όλη τη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής, αρχίζουν και γίνονται πλέον προβληματικές, διότι τι νόημα έχει να αναπτύσσονται οι εθνικές και η παγκόσμια οικονομία αν είναι να επιταχύνεται η καταστροφή του πλανήτη; Όταν ένα αεροπλάνο σηκώνεται από τη Χιλή για να μεταφέρει κίβι στη Νορβηγία, να ξυπνήσουν τις κουρασμένες αισθήσεις των Σκανδιναβών, καταστρέφει ένα μικρό κομμάτι της στρατόσφαιρας, αλλά κανείς δεν πληρώνει για αυτό, ούτε και το κόστος αυτό ενσωματώνεται στο κόστος και την τιμή του προϊόντος.
Κερδίζει λοιπόν τώρα έδαφος η ιδέα ότι πρέπει να μετράμε, ακόμα και από στενά οικονομολογική άποψη, όχι μόνο την οικονομική, αλλά το σύνολο των παραμέτρων που προσδιορίζουν την «υγεία» των εθνών. Για να κρίνουμε αίφνης το συνολικό οικονομικό κέρδος ή ζημιά από μια επένδυση, οφείλουμε να ξέρουμε και ποια είναι η επίπτωσή της στο «οικολογικό», το «φυσικό» κεφάλαιο που διαθέτει μια χώρα, μια περιφέρεια ή ο πλανήτης (*).
Σε μια μελέτη τους, που δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών, μια σειρά επιστημόνων, στην πλειοψηφία τους Κινέζοι, υποστηρίζουν ότι πρέπει να φύγουμε από τους συμβατικούς οικονομικούς δείκτες όπως το ΑΕΠ και προτείνουν την εισαγωγή της έννοιας του «ακαθάριστου προϊόντος οικοσυστήματος» (gross ecosystem product, GEP), που ήδη εφαρμόζεται πειραματικά σε δύο επαρχίες της Κίνας.
Το προτεινόμενο αυτό GEP συνιστά το μέτρο των συμβολών της φύσης στην οικονομική δραστηριότητα. Οι Κινέζοι επιστήμονες μέτρησαν το GEP στην επαρχία Qinghai της Κίνας και επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το παράδειγμα για να δείξουν ότι η μέθοδός τους είναι χρησιμοποιήσιμη τόσο σε όλη την Κίνα όσο και παγκοσμίως. Η επαρχία Qinghai είναι γνωστή και ως ο «νερόπυργος» της Ασίας, αφού εκεί βρίσκονται οι πηγές των ποταμών Μεκόνγκ, Γιανγκτζέ και Κίτρινου. Περίπου τα δύο τρίτα του παραγόμενου GEP στην επαρχία αυτή προέρχεται από αξίες σχετιζόμενες με το νερό.
Η Κίνα, σημειωτέον, χρησιμοποιεί ήδη το GEP για να καθοδηγήσει τις επενδύσεις της για τη συντήρηση και αποκατάσταση του οικοσυστήματος. Το χρησιμοποιεί ιδίως ως τμήμα του μετασχηματισμού της προς μια «περιεκτική πράσινη ανάπτυξη», που περιλαμβάνει την επένδυση στη συντήρηση του οικοσυστήματος ώστε να διασφαλισθεί η παροχή «υπηρεσιών οικοσυστήματος» μέσω ενός συστήματος πληρωμής αποζημιώσεων από επαρχία σε επαρχία.
Η εισαγωγή του GDP είναι προϊόν της συνειδητοποίησης ότι η αύξηση τόσο του παγκόσμιου, όσο και του κινεζικού ΑΕΠ συνοδεύεται από σημαντική υποβάθμιση του περιβάλλοντος και πίεση τόσο στα αποθέματα «οικολογικού κεφαλαίου» (stocks of ecosystem assets), όπως είναι τα δάση, οι εκτάσεις πρασίνου, οι υδρότοποι, η βιοποικιλότητα, όσο και στις ροές «υπηρεσιών οικοσυστήματος» (flows of ecosystem services). H απώλεια και η υποβάθμιση του οικολογικού κεφαλαίου αύξησε την ανησυχία σχετικά με την αντοχή των οικοσυστημάτων και, κατά συνέπεια, την απειλή στην οικονομική δραστηριότητα και την ανθρώπινη ευημερία.
Η αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι πολύ έντονη στην Κίνα. Στη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών η κινεζική οικονομία δεκαπλασιάστηκε και σήμερα η Κίνα είναι δεύτερη, μετά τις ΗΠΑ, στην παγκόσμια κατάταξη χωρών επί τη βάσει του ΑΕΠ, με περίπου 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όμως η ανάπτυξη αυτή συνοδεύτηκε από υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε πολλές περιοχές.
Mε την εισαγωγή του GEP επιχειρείται η εισαγωγή κατά μετρήσιμο τρόπο των οικολογικών παραγόντων στην αποτίμηση των καθαρά οικονομικών μεγεθών, γεγονός που επιτρέπει την ευκολότερη και ποσοτική εισαγωγή των οικολογικών πληροφοριών στη διαδικασία λήψης οικονομικών αποφάσεων.
(*) Ίσως μάλιστα πρέπει να εντάξουμε και το κατά πόσο είναι ευτυχείς οι κάτοικοι μιας χώρας ή και το πόσο ζουν. Οι Σκανδιναβοί αίφνης είναι πολύ πλουσιότεροι από τους Κουβανούς, αλλά και αυτοκτονούν πολύ συχνότερα. Ενώ οι πολίτες των ΗΠΑ, της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη έχουν μικρότερο προσδόκιμο ζωής από τους πολίτες μιας φτωχής χώρας του Τρίτου Κόσμου, όπως η Κούβα!