Δώδεκα Οκτωβρίου 1936. Οι εθνικιστικές φάλαγγες του Φράνκο μάχονται εναντίον των αντιφασιστικών δυνάμεων των Διεθνών Ταξιαρχιών. Ο Ισπανικός Εμφύλιος έχει πατήσει τον συναγερμό του φασιστικού κινδύνου στη γηραιά ήπειρο. Στο βήμα των ομιλητών βρίσκεται ο (δεν τον έλεγες και αριστερό) διανοητής, βουλευτής και πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Στο ακροατήριο, εκτός των άλλων, δίνει το «παρών» ο φασίστας Ισπανός στρατηγός Χοσέ Μιγιάν Αστράι. Είναι εκείνη η στιγμή ακριβώς που η κτηνώδης… ιδεολογία του φασισμού φωταγώγησε για πρώτη φορά τη μαρκίζα κάτω από την οποία στοίβαξε τα εκατομμύρια των νεκρών της. «Ζήτω ο θάνατος» (Viva la muerte), κραύγαζε στην αίθουσα ο Αστράι. «Ζήτω ο θάνατος», (ζητω)κραύγαζε την επόμενη σε ανταπόκρισή του στην «Καθημερινή», ο φιλοφρανκικός Νίκος Καζαντζάκης. Το ίδιο νεκρόφιλο σύνθημα ουρλιάζουν σήμερα οι πολιτικοί απόγονοι, άμεσοι και έμμεσοι, των απανταχού ακροδεξιών φιδοφωλιών.
Μαδρίτη- Αθήνα, σημειώσατε… Χ
Όχι, δεν πρόκειται για ένα ιστορικό σημείωμα. Όχι, τουλάχιστον σε βαθμό πέραν της ανάδειξης του προφανούς. Ότι η πανδημία ή καλύτερα η διαχείρισή της σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας μας εξοικείωσε με την ιδέα του θανάτου. Με τις πολιτικές προσόψεις των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου να κόβουν και να ράβουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα στα μέτρα των εταιρικών ομίλων, αφήνοντας ταυτόχρονα χώρο σε κάθε λογής αντικοινωνικό στοιχείο να πολιτεύεται κεκαλυμμένα, ανεμίζοντας τις σημαίες της θανατοπολιτικής. Έξυπνο, αν μη τι άλλο. Όμως, εμείς πού ακριβώς είμαστε σε όλο αυτό; Πώς δεχτήκαμε να χάνονται κάθε μέρα εκατό και βάλε άνθρωποι, χωρίς να κουνιέται φύλλο; Πώς δεχτήκαμε η κανονικότητα της χριστουγεννιάτικης αγοράς να απαιτεί την παντελή απουσία μέτρων συλλογικής διασφάλισης της υγειονομικής μας προστασίας, για να θυμηθούμε άλλο ένα μαργαριτάρι του Έλληνα πρωθυπουργού; Πώς δεχτήκαμε από τα πλέον επίσημα (ιατρικά) χείλη της χώρας -για τον κ. Τσιόδρα ο λόγος- να θίγονται άμεσα οι (πρωθ)υπουργικές επιλογές για τον στρατηγικό σχεδιασμό (! ) της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας και το μόνο αποτέλεσμα της δημοσιοποίησής της σχετικής μελέτης να είναι η κομματική διαγραφή βουλευτή της… αντιπολίτευσης;
Ο θάνατος σου, η ζωή μου
Κι όμως, τα δεχτήκαμε. Όλα, σχεδόν αδιαμαρτύρητα.
Μήνες τώρα, από τούτη εδώ τη στήλη προσπαθήσαμε να αναδείξουμε ότι όλο αυτό το καθημερινό πανηγύρι του θανάτου, δεν μας αξίζει. Δεν το λέω για να κομπάσω. Το λέω, θέλοντας να θυμίσω στον εαυτό μου τον βασικό λόγο που θέτω την πένα μου στην κρίση σας: Γιατί πιστεύω πως αξίζει. Η ζωή μας αξίζει. Όμως, πώς να πείσεις κάποιον να διεκδικήσει ένα καλύτερο αύριο, όταν στα μάτια του τόσο η δική του, όσο και οι ζωές των άλλων είναι απαξιωμένες;
Κι εδώ, ανοίγει διάπλατα η πόρτα για τις πιο ακραίες, τις πιο ωμές μορφές βία. Δεν φοβόμαστε πλέον τον θάνατο. Όχι, γιατί αγγίξαμε το ιερό δισκοπότηρο της αθανασίας, μα γιατί διαμορφώσαμε αξίες και καταβολές βουτηγμένες στον ζοφερό εθισμό του θανάτου.
Viva la muerte
Πενήντα μέτρα βρίσκονταν το κέντρο Υγείας Κερατσινίου από την πόρτα του εργοστασίου που σύνθλιψε το σώμα της οκτάχρονης Όλγας. Πενήντα μέτρα! Δίπλα ακριβώς, μεσοτοιχία, υπάρχει πυροσβεστικός σταθμός. Και το ερώτημα που γεννάται εδώ είναι: Ένας απ’ αυτούς τους πέντε ανθρώπους που βρέθηκαν δίπλα στο παιδί δεν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια; Γιατί δεν κάλεσαν έστω την πυροσβεστική να τ’ απεγκλωβίσει; Γιατί κάποιος από την εταιρεία δεν αφιέρωσε τον χρόνο που δαπανήθηκε στα… αναγκαία τηλέφωνα για τη διαχείριση της «στραβής» στη διάσωση του κοριτσιού; Κυνική αδιαφορία ή κάτι άλλο, πιο βαρύ, ρωτώ τη μεταδιδακτορική ερευνήτρια και συγγραφέα Δήμητρα Τζανάκη. Για τη συνομιλήτριά μου βρισκόμαστε σε ένα στάδιο που γινόμαστε μάρτυρες της επανακωδικοποίησης μιας σύγχρονης ηθικολογικής ευγονικής μεταστοιχειώνει τον θάνατο αυτού που πεινά, αυτού που αναζητεί παρηγοριά, αυτού που απελπίζεται. Όμως, η Όλγα δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση, αντιτείνω. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο στην περίπτωση του Ζακ, που του έλιωσαν το κεφάλι σε δημόσια θέα. Στην περίπτωση του Σαμπάνη, που τον γάζωσαν για ένα κλεμμένο αμάξι. Όμως, όχι στην περίπτωση της Όλγας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις υποκειμενικότητες που χάνονται ως θηλυκότητες, με διορθώνει η κυρία Τζανάκη. Μάλιστα χάνονται ως θηλυκότητες ενός γενετικού συνδυασμού που είναι υποτίθεται παθογενείς εξ’ ορισμού και ο βασανισμός τους τίθεται σε δημόσια θέα.
Τι ρωτώ τι εννοεί, προδίδοντας κάπως την άγνοιά μου. Η κυρία Τζανάκη με παραπέμπει στον Τόμας Μάλθους, σύμφωνα με τον οποίο η αναπαραγωγή των φτωχών είναι η εστία της καταστροφής. Πιο συγκεκριμένα η ηθική παράνοια μετατράπηκε σε ψυχικό νόσημα, ενώ ο βίος των πρωτόγονων, των άγριων παιδιών και των ιερόδουλων ταυτίστηκε με τον υποτιθέμενο ανήθικο, λιβιδινικό βίο των λαϊκών στρωμάτων και τον βίαιο, εκθηλυμένο θάνατό τους, στους δρόμους. Είναι ένας θάνατος που συμβαίνει σε δημόσια, εξηγεί στο Κοσμοδρόμιο η ερευνήτρια. Ένας θάνατος που συμβαίνει μέσα από τα Νεκροτομεία, τις ιατροδικαστικές εκθέσεις και τα Μουσεία νοσημάτων και εγκληματολογίας και θα μετατραπεί σε κυρίαρχο αφήγημα στον δημόσιο λόγο. Η ευγονική θα ζητήσει τον περιορισμό της αναπαραγωγής αυτών των εκφυλισμένων ατόμων, ομάδων, πληθυσμών, φυλών, που δήθεν στερούνται ευφυΐα, ηθική και βούληση, ενώ το ναζιστικό καθεστώς θα φτάσει μέχρι την τελειωτική λύση.
Επομένως, επανερχόμαστε στο σημείο μηδέν; Δεν ξέρω. Ωστόσο, εκείνο που γνωρίζω είναι ότι συνηθίσαμε τον θάνατο. Ποιον θάνατο όμως; Αναμφίβολα εκείνων που δεν χώρεσαν στα καλούπια της «κανονικότητας» των δελτίων των οκτώ. Κι αυτή η… κανονικότητα ζέχνει φασισμό.
*Να σημειώσουμε ότι ο ιστότοπος dikastiko.gr έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το πόρισμα της ιατροδικαστικής έκθεσης για τον θάνατο της 8χρονης Όλγας. Σύμφωνα με το πόρισμα «ο θάνατος επήλθε ως συνεπεία συμφόρησης πνευμόνων και πνευμονικού οιδήματος, εντός 5 λεπτών. Επίσης δεν βρέθηκαν συντριπτικά κατάγματα» στο σώμα του παιδιού. Ωστόσο, η οικογένεια καταγγέλλει ότι η 8χρονη ενδεχομένως να ζούσε εάν υπάλληλοι και υπεύθυνοι του εργοστασίου είχαν κινηθεί άμεσα όταν διαπίστωσαν ότι το ανήλικο κορίτσι εγκλωβίστηκε μεταξύ της μεταλλικής συρόμενης πόρτας.