ΑΘΗΝΑ
23:40
|
18.04.2024
Διεθνές Συνέδριο για την Επανάσταση του 1821: το ιδεολογικό διακύβευμα και μια πρώτη αποτίμηση στην επέτειο των 200 χρόνων
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η επέτειος των 200 χρόνων από το 1821 επρόκειτο να σηματοδοτήσει, , σύμφωνα με τα πλάνα των αστικών επιτελείων και των thinktanks, την «νέα αυτοπεποίθηση» της εγχώριας αστικής τάξης, μετά από 10+ χρόνια οικονομικής κρίσης και διαρκούς υποβάθμισης της θέσης της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Τα σχέδια όμως δεν λειτούργησαν. Αντίστοιχες αποτυχίες καταγράφηκαν και στις δυο προηγούμενες επετείους. Στα μεν 100 χρόνια, το 1921, στο αποκορύφωμα του αγώνα για την Μεγάλη Ιδέα της Ελλάδας των «Δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», ήταν η ήδη σοβούσα κρίση της Μικρασιατικής εκστρατείας, που γκρέμισε τα αστικά πλάνα. Στην δε επέτειο των 150 χρόνων το 1971, η Χούντα των συνταγματαρχών επεδίωξε να ενσωματώσει τους εορτασμούς στην ιδεολογία του «Ελλάς- Ελλήνων- Χριστιανών», καταφέρνοντας μόνο την αποθέωση του κιτς και την εγκαθίδρυση του 1821 ως ένα αποκρουστικό ορόσημο για τον λαό.

Έτσι και σήμερα, πάλι δεν βγήκαν τα σχέδια επί χάρτου: η επέτειος των 200 χρόνων συνέπεσε με μια ακόμη σφοδρή αποτυχία της ελληνικής αστικής τάξης, ως ηγεμονεύουσα δύναμη του τόπου: την πανδημία και την καταστροφική της διαχείριση με τις εκατόμβες νεκρών.

Σε μεγάλο βαθμό, η συγκυρία της πανδημίας απώθησε την επέτειο σε μια από τις τελευταίες προτεραιότητες των αστικών μηχανισμών: πώς να εμπνεύσει μια «νέα αυτοπεποίθηση», πώς να σηματοδοτήσει ένα «παράθυρο στο μέλλον» με την επιστροφή της «Ισχυρής Ελλάδας» που «200 χρόνια τώρα ξεπερνάει τις δυσκολίες»;

Περιορίστηκε λοιπόν σε events αυτοαναφορικά και δείγματα της εδραίας αντίληψης της αστικής τάξης για τον ρόλο της: από την μια εορτασμός με τους εκπροσώπους των πάλαι ποτέ «Μεγάλων Δυνάμεων»-δείκτης του βαθμού αδυναμίας πίστης στις δικές της δυνάμεις, και από την άλλη, περιθωριακές διαδικτυακές δράσεις που δεν κατάφεραν να εμπνεύσουν ούτε την οργανική της διανόηση, ούτε το πολιτικό προσωπικό της, πόσο μάλλον τον λαό και την νεολαία.

Η σχέση της αριστεράς και του κινήματος με την επέτειο

Όμως, μέσα στην καταστροφικότητά της, η πανδημία «έσωσε» την αριστερά και τον κόσμο που αναφέρεται στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, από την εξαπόλυση μιας γιγάντιου μεγέθους ιδεολογικής αντεπίθεσης των αστικών επιτελείων, στην οποία δεν θα είχαν αντίπαλο. Ήταν εμφανές, ήδη πριν την πανδημία, ότι η επέτειος των 200 χρόνων αντιμετωπιζόταν ως ιδεολογικό διακύβευμα μόνο περιθωριακά από τις δυνάμεις που αναφέρονται στο λαϊκό κίνημα.

Σίγουρα ρόλο σε αυτό, για την αριστερά, έχει παίξει η απώθηση του ’21 μετά την δικτατορία, τόσο ως αντικείμενο μελέτης, όσο και ως ιδεολογικό διακύβευμα. Ταυτισμένη με τον «Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» των Χουνταίων, θεωρήθηκε ως κάτι ξένο προς την ιστορία της λαϊκής ταξικής πάλης, ειδικά μετά την μικρή αναλαμπή παρουσίας, δια του Μακρυγιάννη, στο κοινωνικό συμβόλαιο της «Αλλαγής».

Ταυτόχρονα, μετά την ΕΑΜική εμπειρία και τον αγώνα του ΔΣΕ (το αποκορύφωμα της εγχώριας ταξικής πάλης), είχε πάψει να αποτελεί βασική διαιρετική τομή για την χώρα. Μπορεί το 1924, «Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» του Κορδάτου να αποτέλεσε το εφαλτήριο του κομμουνιστικό κινήματος για την αυτογνωσία του ως τμήμα του κοινωνικού σχηματισμού και για την τοποθέτηση του εντός και επί της ιστορίας της πάλης των τάξεων στον τόπο. Μετά, όμως, την μακρά δεκαετία του ’40, βασικό επίδικο ήταν η πολιτική, ιδεολογική και θεωρητική αντιπαράθεση με το «Κράτος των εθνικοφρόνων» και τις αυτοαναπαραστάσεις του.

Δεν γίνεται όμως να υποτιμούμε τις υποκειμενικές διαστάσεις της εγκατάλειψης του ’21, τόσο ευρύτερα από τις δυνάμεις που αναφέρονται στο λαϊκό κίνημα, όσο και στενότερα από όσους και όσες αναφέρονται στην κομμουνιστική προοπτική.

Στις σημειώσεις του στα Τετράδια της Φυλακής, ο Γκράμσι έγραφε: «Η κριτική επεξεργασία αρχίζει με τη συνείδηση αυτού που πραγματικά είμαστε, δηλαδή ένα ‘γνώθι σαυτόν’, ως προϊόν της μέχρι τώρα ιστορικής εξέλιξης που έχει αφήσει σε εσένα τον ίδιο, άπειρα ίχνη, αποδεκτά χωρίς απογραφή». Απαραίτητο κομμάτι της κριτικής επεξεργασίας για την αριστερά και το κομουνιστικό κίνημα στην χώρα μας, αποτελεί λοιπόν η «εξέταση της μέχρι τώρα ιστορικής εξέλιξης» και τα «άπειρα ίχνη» που έχει αφήσει. Το καθήκον αυτό δεν αποτελεί απλά προϊόν της ανάγκης θεωρητικών αναζητήσεων. Αποτελεί στοιχείο της ιδεολογικής πάλης με την αστική τάξη και την ιδεολογία της.

Με τι κληθήκαμε να αναμετρηθούμε;

Μπορεί σήμερα η «εθνοφυλετική» αντίληψη για το ελληνικό έθνος, να μην αποτελεί κυρίαρχη πλευρά της αστικής ιδεολογίας, όπως όταν έγραφε ο Κορδάτος, και να αποτελεί «κοινό τόπο» στην ιστορική επιστήμη ότι το «έθνος- κράτος» αποτελεί ιστορική κατασκευή και κατηγορία.

Πλέον έχουν γκρεμιστεί τα σινικά τείχη που χώριζαν τον «κοινωνικό» και τον «εθνικό» χαρακτήρα της επανάστασης. Στο νέο «mainstream» συνυπάρχει η αμφισβήτηση των κατεστημένων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας με την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, καθώς γίνεται πλέον αποδεκτό το αυτονόητο: κάθε επανάσταση επαναπροσδιορίζει ραγδαία τις κοινωνικές σχέσεις, αλλιώς δεν θα ήταν επανάσταση.

Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αστική ιδεολογία δεν «μιλάει» σε όλα τα άτομα με τον ίδιο τρόπο. Όσο mainstream και αν είναι ο Βερέμης και το πνεύμα των ντοκιμαντέρ του Σκάι στα μορφωμένα μικροαστικά και τα αστικά στρώματα, τόσο κυρίαρχη εξακολουθεί να είναι σε ευρύτατα λαϊκά στρώματα η ρομαντική/ εθνικιστική αντίληψη του ’21 ως Παλιγγενεσία και αποκατάσταση των δικαίων του «τρισχιλιετούς» έθνους. Μόνο που τώρα, αντί να «μιλάει» σε αυτά τα στρώματα ο Παπαρρηγόπουλος και ο Ζαμπέλιος, μιλάει ο Καργάκος και οι επίγονοί του, επιφυλλιδογράφοι και «συγγραφείς» βιβλίων- προσφορά σε εφημερίδες.

Μπορεί η αντιπαράθεση με την «ανανεωμένη» εθνικιστική ιστοριογραφία να φαίνεται εύκολη υπόθεση, όμως δεν παύει να αποτελεί και αυτή ένα διακύβευμα: δεν αρκεί η απλή προβολή της ιστορικότητας των εθνών-κρατών και των εθνικισμών. Είναι αναγκαία η διερεύνηση των πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών διαδικασιών που σε μια ορισμένη συγκυρία οδηγούν μια γλωσσική/ πολιτισμική «εθνότητα», το Ρουμ Μιλιέτ στην περίπτωση μας, να αυτοπροσδιοριστεί ως έθνος. Παράλληλα είναι αναγκαία η διερεύνηση των διεργασιών πολιτικοποίησης που καταλήγουν συγκροτούν το έθνος ως πολιτική κοινότητα, μέσα από τις συγκρούσεις, στα πλαίσια της, τους αποκλεισμούς από αυτήν και τις διαδικασίες ενσωμάτωσης σε αυτήν.

Ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση όμως είναι η αντιπαράθεση με το νέο mainstream. Εδώ μπορεί αυτά τα ζητήματα να αντιμετωπίζονται συχνά με την χρήση εννοιών, συγγενικών προς την αριστερά και τον μαρξισμό, όμως δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε: η συγγένεια είναι ψευδεπίγραφη και στην πραγματικότητα αποτελούν σύστοιχο του ιδεολογικού προσανατολισμού της αστικής τάξης προς μια φαντασιακή διαρκή «πάλη για τον εκσυγχρονισμό» που, ρητά ή άρρητα, ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό και τον κοσμοπολίτικο προσανατολισμό.

Τα σχήματα αυτά τα είδαμε να μπαίνουν σε λειτουργία σε άλλα πεδία της δημόσιας ιστορίας, που «αναμόχλευαν τα πάθη» : την κατοχή και την Αντίσταση, τον εμφύλιο και, ειδικά μετά την κρίση, την μεταπολίτευση. Η «πολιτισμική/ γλωσσική στροφή» των ‘80s-‘90s δεν άφησε ανεπηρέαστη την ιστοριογραφία και την έφερε σε επαφή με την μεταμοντέρνα συνθήκη. Οι αναθεωρητές ιστορικοί αξιοποίησαν ερμηνευτικά σχήματα που αναζητούν τις αιτίες των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων, μακριά από το πεδίο της αναζήτησης και ανάλυσης των μορφών έκφρασης αντιτιθέμενων και ασυμφιλίωτων ταξικών συμφερόντων. Τα ερμηνευτικά αυτά σχήματα επιστράτευσαν την «πολιτική κουλτούρα», τις «πολιτισμικές εκφράσεις», τους «λόγους», την «μικρο-ιστορία» ώστε να αποδείξουν ότι κάθε τι «νεωτερικό», κάθε τι «προοδευτικό» σε αυτόν τον τόπο, αποτέλεσε προϊόν αγώνα των αστικών κοινωνιών και πολιτικών δυνάμεων, κόντρα στην «κοινωνική συντήρηση» που αντιπροσώπευαν οι διεκδικήσεις των λαϊκών τάξεων. Ακόμα και όταν η μορφή που έπαιρναν αυτές οι λαϊκές διεκδικήσεις δεν αποτελούσαν παρά υποτελή όψη ενός κοινωνικού συμβιβασμού, ενσωματωμένη στον αστικό εκσυγχρονισμό, όπως π.χ. η μεταπολίτευση.

Η επιρροή της εκσυγχρονιστικής ιστοριογραφίας μέσα στις γραμμές

Κι αν για το ’40 και την μετέπειτα ελληνική ιστορία η αντιπαράθεση με τον αναθεωρητισμό στην ιστοριογραφία είναι ένα ενεργό μέτωπο που καταγράφει σημαντικές ιδεολογικές και θεωρητικές νίκες για την προοπτική της ανθρώπινης χειραφέτησης, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για το Εικοσιένα.

Εκεί το νέο mainstream φαίνεται να ορθώνεται χωρίς αντίπαλο: οι κοινωνικές συγκρούσεις εντός της Επανάστασης αναγνωρίζονται ως τέτοιες, αλλά ερμηνεύονται αποκλειστικά υπό το πρίσμα της «αέναης πάλης» ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό- αυτήν την πάλη που είναι «καταδικασμένη» να δίνει η αστική τάξη για να «προχωρήσει ο τόπος». Έχοντας ξεμπερδέψει με τις ευκολίες μιας εκρομαντισμένης μαρξιστικής ανάγνωσης του Εικοσιένα, το σχήμα αυτό καθίσταται κυρίαρχο και αντικαθιστά την πάλη των τάξεων, αποτελώντας το ερμηνευτικό πρίσμα μέσα από το οποίο διαθλούνται όλες οι συγκρούσεις της Επανάστασης. Και το χειρότερο απ’ όλα: τείνει να γίνει κυρίαρχο σχήμα και εντός της αριστεράς στις λιγοστές απόπειρες αναμέτρησης της με το ’21.

Έτσι βλέπουμε εξ αριστερών σχήματα που θεωρούν βασική συνεισφορά τους την ανάδειξη του «αστικού χαρακτήρα της επανάστασης». Μιας αστικής επανάστασης, χωρίς καμιά παρουσία και επενέργεια των υποτελών τάξεων στην επαναστατική διαδικασία. Τόσο καθαρής στην μορφή της, που είναι σαν να βλέπουν στην Επανάσταση του Εικοσιένα το πρότυπο των αστικών επαναστάσεων! Εκεί που ο Αγγλικός Εμφύλιος είχε να ξεμπερδέψει με τους Diggers και του Levelers για να επιβάλλει την νέα αστική εξουσία σε συμμαχία με την αριστοκρατία της γης και εκεί που η Γαλλική αστική τάξη έπρεπε πρώτα να ξεμπερδέψει με την Τρομοκρατία και τους Γιακωβίνους, παραχωρώντας σε αντάλλαγμα το ευρύ καθεστώς μικροϊδιοκτησίας στη γη για να γκρεμίσει το Παλαιό Καθεστώς, η ελληνική αστική τάξη στο Εικοσιένα, δεν είχε παρά να «παραμερίσει» τα υπολείμματα του οθωμανικού συστήματος κυριαρχίας, για να αναδειχθεί «πάνοπλη» σαν την Αθηνά, μέσα από «κεφάλι» των αστικών σχέσεων παραγωγής!

Ελάχιστο βάρος δίνεται στην δράση των λαϊκών μαζών στην Επανάσταση. Κι όμως, μιλάμε για τουλάχιστον οκτώ χρόνια αδιάκοπου λαϊκού πολέμου, με μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της εποχής, η οποία κατέληξε στην ίδρυση ενός κράτους, όπου, ναι μεν η απόλυτη μοναρχία φάνηκε προς στιγμήν να αποτελεί την πολιτική του μορφή, γρήγορα δε παραμερίστηκε, ενώ οι χιλιάδες αγρότες της υπαίθρου βρέθηκαν σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το οθωμανικό σύστημα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, όχι μόνο γιατί ελευθερώθηκαν από τα φορολογικά βάρη του ραγιά, αλλά και γιατί με την διαφύλαξη και την μεταβίβαση της χρήσης των εθνικών γαιών, απέκτησαν γη που μπορούσαν να την καλλιεργούν και να την αξιοποιούν όπως θέλουν (χωρίς προφανώς να ξεχνάμε τις νέες καπιταλιστικές σχέσεις που ενσωμάτωσαν την αγροτική παραγωγή στην αγορά, υπάγοντας την, αρχικά έμμεσα και τελικά άμεσα, στο κεφάλαιο).

Πως όμως κατέστη εφικτή η ίδρυση αυτού του κράτους; Ενός κράτους με διαρκή παρουσία του κυρίαρχου λαού (μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα αποτελεί μια από τις πρώτες χώρες με ευρύτατο δικαίωμα ψήφου, την ώρα που στην “φιλελεύθερη Ευρώπη” η ψήφος ήταν άρρηκτα δεμένη με υπέρογκες περιουσιακές προϋποθέσεις) και με διαφύλαξη στον νέο καπιταλιστικό σύστημα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης μιας από τις βασικές επιδιώξεις αυτού του κυρίαρχου λαού: την γη.

Σε αυτά τα ερωτήματα το νέο mainstream δεν απαντάει. Όταν το επιδιώκει καταλήγει είτε σε κυκλικά σχήματα (ο «πολιτικός εκσυγχρονισμός» πέτυχε γιατί ήταν στόχος κοινωνικών δυνάμεων που επεδίωκαν τον εκσυγχρονισμό), είτε σε πλήρη- σχεδόν διακηρυγμένη και συνειδητή- παραμέληση των ερωτημάτων που σχετίζονται με τις λαϊκές επιδιώξεις και διεκδικήσεις, καθώς και τις μορφές που αυτές που παίρνουν κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Προτιμά να αντιπαρατίθεται με απλουστευτικά σχήματα-κατάλοιπα των «θεωριών της εξάρτησης», για να αναδείξει την ταύτιση του εκσυγχρονιστικού σχεδίου με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, είτε μέσα από την παραχώρηση των δανείων (σαν να ήταν αποκλειστικά μια διπλωματική ενέργεια, χωρίς αποτελέσματα στο εσωτερικό της χώρας), είτε μέσα από τον υπερτονισμό της Ναυμαχίας στο Ναβαρίνο (προβάλλοντας στον παρελθόν τους φόβους που εκφράστηκαν στις συγκεντρώσεις των «Μένουμε Ευρώπη» και υποτιμώντας πλήρως τον ανελέητο κλεφτοπόλεμο ενάντια στον Ιμπραήμ και την καθυπόταξη των συνεργατών/ Νενέκων με το «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» του Κολοκοτρώνη).

Όψεις διαφορετικών απαντήσεων και πλευρές των ιστοριογραφικών προκλήσεων

Προφανώς τα παραπάνω πόρρω απέχουν από απόπειρες απαντήσεων που αναπαράγουν μηχανιστικά σχήματα: δεν αρκεί να αντικαταστήσουμε το δίπολο “εκσυγχρονιστές αστοί- παραδοσιακοί λαϊκοί” με το- δοκιμασμένο και αποτυχημένο- “δημοκρατικοί λαϊκοί- ολιγαρχικοί αστοί”. Η αντικατάσταση του σχήματος “τους” με το δικό “μας” σχήμα, δεν έχει να προσφέρει κάτι. Εξάλλου δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε την ιστορική κατάκτηση της συνάντησης της συνάντησης του μαρξισμού με το εργατικό κίνημα: δυστυχώς για τις υποτελής τάξεις του κόσμου αυτού, η συνάντηση αυτή δεν συμβαίνει παρά στην “Εποχή του Κεφαλαίου” και αποτελεί προϊόν της αιματοβαμμένης διάψευσης αυταπατών. Σημαίνει όμως αυτό ότι η αδυναμία ανάπτυξης αυτοτελούς ταξικής στρατηγικής καθιστά τα λαϊκά στρώματα κομπάρσους της ιστορίας; Αν το υποστηρίζαμε αυτό τότε θα βρισκόμασταν πίσω ακόμα και από τον “Πόλεμο των Χωρικών” του Ενγκελς, θα αρνούμασταν τις κατακτήσεις τις μαρξιστικής ιστοριογραφίας για την Γαλλική Επανάσταση και τον Αγγλικό Εμφύλιο, θα εγκαταλείπαμε την πρωτότυπη ματιά του Λεκατσά και του St. Croix για την δράση των υποτελών στις δουλοκτητικές κοινωνίες, θα αφήναμε τις τομές της “ιστορίας από τα κάτω” να γίνουν έρμαιο τις μεταμοντέρνας συνθήκης.

Αν όμως επιδιώκουμε να χτίσουμε ξανά ένα στιβαρό λαϊκό κίνημα, που δεν θα επαναλάβει τα λάθη του- πρόσφατου και απώτερου- παρελθόντος, τότε, δεν είναι αναγκαίο μόνο το «γνώθι σαυτόν» του Γκράμσι, αλλά και η ανηλεής αντιπαράθεση με τα ιδεολογικά σχήματα ερμηνείας της ιστορίας.
Αντιπαράθεση με ιδεολογικά σχήματα που, σε τελευταία ανάλυση, δικαιολογούν και νομιμοποιούν την αστική εξουσία και τις ιστορικές της μορφές.

Είναι αναγκαίος ο εντοπισμός, η ανάλυση και η αποκατάσταση του ρόλου και των επιδιώξεων των λαϊκών μαζών στην Επανάσταση.

Ταυτόχρονα, πρέπει να μιμηθούμε στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης, την πρακτική που ακολούθησε το κίνημα «BlackLivesMatter» με τα αγάλματα των αποικιοκρατών, των ιδιοκτητών σκλάβων, των εξολοθρευτών των λαών του Παγκόσμιου Νότου: η δράση των αστικών στρωμάτων στο Εικοσιένα για την εγκαθίδρυση της ταξικής τους δικτατορίας να γκρεμιστεί από το βάθρο της κοινωνικής προόδου.

Για να γίνει αυτό δεν αρκεί η ανάδειξη της «φύσης» τους ως «καπιταλιστικά και αστικά στρώματα» και της εξουσίας τους ως ταξικής δικτατορίας. Πρέπει να αναδειχθεί ο χαρακτήρας τους ως βαθιά αντιλαϊκές δυνάμεις που τα συμφέροντα τους, για να διατηρήσουν την εξουσία τους στον τόπο, συμπλέκονται με τις επιδιώξεις των ξένων αστικών τάξεων, ακόμα και αν αυτό απόβαινε σε βάρος τόσο του τόπου, όσο και της πλατιάς μάζας του λαού.

Η συμβολή του Διεθνούς Συνεδρίου για την Επανάσταση του 1821

Όσοι και όσες συμβάλλαμε στην διοργάνωση του Διεθνούς Συνέδριου για την Επανάσταση του ‘21 (9-12/12 Αθήνα), ελπίζουμε ότι αποτελέσει ταυτόχρονα αφορμή και αφετηρία. Αφορμή για να καταπιαστούμε ξανά με την καταστατική πράξη του Ελληνικού κράτους εναντίον του οποίου παλεύουμε και –γιατί όχι- επιδιώκουμε να το καταλάβουμε για να υλοποιηθούν σήμερα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων της. Αφετηρία για να αναμετρηθούμε με αυτά τα ερωτήματα που απωθεί το ιστοριογραφικό mainstream αλλά και την επιρροή του ως σύγχρονη μορφή της αστικής ιδεολογικής αναπαράστασης για την ιστορία.

Η παρουσία πρωτότυπων αρχειακών ερευνών για την δράση και τις επιδιώξεις των «από κάτω», η ανάδειξη της Βαλκανικής διάστασης της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, ο διάλογος με τις οπτικές από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αίγυπτο του Μεχμέτ Αλί, την Ρωσία, αλλά και η απόπειρα πραγμάτευσης των προκλήσεων που θέτει η σύγχρονη αναθεωρητική/ εκσυγχρονιστική ιστοριογραφία μπορούν να αποτελέσουν σημαντική παρακαταθήκη, όχι μόνο για τα θεωρητικά εργαλεία του κινήματος, αλλά και εν γένει για την ιστοριογραφική πραγμάτευση του 1821.

Σε όλη αυτή την προσπάθεια ελπίζουμε ότι καταφέραμε να μην πετάξουμε το μωρό μαζί με τα απόνερα και ότι χτίσαμε πάνω σε υπαρκτές κατακτήσεις της ιστοριογραφίας του Εικοσιένα.

Η έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου ελπίζουμε να μπορέσουν να σταθούν, στο μέτρο που τους αναλογεί, δίπλα στο υλικό από την σύγκρουση Ζεύγου- Κορδάτου, τις μετεμφυλιακές συμβολές μέσα από τις σελίδες της «Επιθεώρησης Τέχνης», τον μεταδικτατορικό διάλογο στις σελίδες του «Μνήμονα» και να συγκεφαλαίωσει την απόπειρα αναμέτρησης με την επέτειο των 200 χρόνων, μακριά και έξω από συνέδρια Τραπεζών, think tanks των αστικών επιτελείων και εκδηλώσεων «πατριδογνωσίας» που έλαβαν χώρα το 2021.

Αν μη τι άλλο, ανεξάρτητα από την επέτειο, το Συνέδριο ανέδειξε και ένα ακόμα ζήτημα που ζητάει απάντηση: την δυνατότητα παρέμβασης στον δημόσιο διάλογο- ακόμα και στην πιο ακαδημαϊκή του διάσταση- μακριά από το ecochamber που χτίζουμε γύρω από τις μικρές μας δυνάμεις. Αναδείχτηκε ότι, τουλάχιστον, στο επίπεδο της θεωρίας, η υπέρβαση του κατακερματισμού και η συγκέντρωση δυνάμεων, έχει μόνο να προσφέρει. Το κατά πόσον το δίδαγμα αυτό θα αξιοποιηθεί συλλογικά και το πως μπορεί να υλοποιηθεί κάτι διαφορετικό από την παρούσα κατάσταση, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ατομικής συμβολής/ αναζήτησης, οφείλει όμως να μας απασχολήσει συλλογικά, όσους και όσες βλέπουμε την θεωρητική αναζήτηση και παραγωγή εκτός των καταναγκασμών/ περιορισμών της ακαδημαϊκότητας και των μερικοτήτων των συλλογικών μας μικρόκοκοσμων.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Το WFP έστειλε στη Γάζα κονσέρβες με…σκουλήκια

Βρέθηκε η 16χρονη Χριστίνα που είχε χαθεί στη Θεσσαλονίκη

Σε λάθος κατεύθυνση η χώρα λέει το 68% των Ελλήνων, αλλά το 32,3% ψηφίζει… ΝΔ

Οι εποχικοί πυροσβέστες εκπέμπουν SOS για τα ενοίκια-φωτιά στα νησιά

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα