«Εάν η Χιλή υπήρξε το λίκνο του νεοφιλελευθερισμού στη Λατινική Αμερική, θα είναι και ο τάφος της», συνηθίζει να τονίζει ο Γκάμπριελ Μπόριτς, ο 35χρονος πρώην ηγέτης του φοιτητικού κινήματος και, μετά τις εκλογές της Κυριακής νέος πρόεδρος της χώρας,, που φιλοδοξεί να βγάλει το λατινοαμερικανικό κράτος από την κοινωνική δίνη που το έχουν βυθίσει δεκαετίες αμείλικτων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά και να δώσει νέα πνοή στο μέτωπο των αριστερών κυβερνήσεων στην ήπειρο.
Ο νεότερος πρόεδρος που καλείται να κυβερνήσει τη χώρα, τρεις δεκαετίες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κατόρθωσε να επιβληθεί του ακροδεξιού Χοσέ Αντόνιο Κατς, πείθοντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας -και ιδίως το κέντρο και την κεντροαριστερά- ότι το κίνημά του Aprueva Dignidad, στο οποίο συμμετέχει και το Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν αποτελεί απειλή για τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης. Απεναντίας, το μήνυμα του Μπόριτς ήταν ξεκάθαρο: Η Χιλή δύναται να ξεπεράσει την οικονομική κρίση και τις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες και να γυρίσει μία νέα σελίδα στην Ιστορία της. Αλλά επίσης και να επουλώσει τις πληγές που άνοιξαν οι κοινωνικές αναταραχές του 2019, εφαρμόζοντας πιστά το νέο, πιο κοινωνικό Σύνταγμα, που θα προκύψει από την τρέχουσα Συντακτική Συνέλευση, επανιδρύοντας ένα αποτελεσματικότερο κρατικό μηχανισμό με καλύτερες βασικές υπηρεσίες.
Ως έντονος επικριτής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που λυμαινόταν τη Χιλή κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1973-1990) και εδραιώθηκε και στη μεταβατική περίοδο -παρά τις κεντροαριστερές προεδρίες του Ρικάρδο Λάγος και της Μισέλ Μπατσελέτ- ο Μπόριτς θέλει να οικοδομήσει ένα κράτος πρόνοιας παρόμοιο με τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, με πρόνοιες με πνεύμα θετικό για το περιβάλλον, τα δικαιώματα των γυναικών και τις ξεχασμένες περιφέρειες της χώρας.
Με κύριο προπύργιό του τις μεγάλες αστικές περιοχές, όπως η πρωτεύουσα και το Μπουένος Άιρες , και το Βαλπαραΐσο, ο Μπόριτς έπεισε τη δεινοπαθούσα αστική τάξη και τα φτωχά προάστια, τις γυναίκες και τους νέους, ενώ ο ακροδεξιός Καστ κέρδισε, λόγω της παράνομης μετανάστευσης και της «εγκληματικότητας» και τον σκληρό του λόγο για νόμο και τάξη, τις παραμεθόριες περιοχές του Βορρά και τον νότιο ενώ τα αδύνατα σημεία του είναι οι βόρειες και νότιες περιοχές.
Αμέσως μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών της 21ης Νοεμβρίου, όπου κατετάγη δεύτερος με το 25,8% των ψήφων, μόλις δύο μονάδες πίσω από τον ακροδεξιό Χοσέ Αντόνιο Καστ, όπου διαφάνηκε η διάθεση αλλαγής στην κοινωνία (έστω και πολοτικά) ο Μπόριτς μεθόδευσε την προεκλογική του εκστρατεία έτσι ώστε να καθησυχάσει τα κεντρώα στρώματα του εκλογικού σώματος, αλλά και να πείσει και τους επιχειρηματικούς κύκλους ότι η σύμπραξη με τους κομμουνιστές δεν θα απειλήσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ούτε σημαίνει κατ’ ανάγκην «επιθετικές» κρατικοποιήσεις. Όπως εκείνες που επί προεδρίας του Σαλβαδόρ Αλιέντε είχαν οδηγήσει τους ξένους και ντόπιους οικονομικούς κύκλους να στραγγαλίσουν οικονομικά το σοσιαλιστικό κράτος και οδήγησαν εν τέλει στην ανατροπή της κυβέρνησης από τον Αουγκούστο Πινοτσέτ.
Για αυτόν τον λόγο, αλλά και για να αντικρούσει το δόγμα «Νόμος και Τάξη» του Καστ, ο Μπόριτς φρόντισε στον δεύτερο γύρο της προεκλογικής του εκστρατείας να υπογραμμίζει τη δική του ατζέντα της για τη δημόσια ασφάλεια. Υποσχέθηκε πως θα αυξήσει την αστυνομική δύναμη στις πιο επικίνδυνες γειτονιές και ότι η εκλογή του θα βοηθήσει ώστε να πρυτανεύσει κάποια ηρεμία στο, ονομαζόμενο «σημείο μηδέν» του κοινωνικού αναβρασμού, την Πλατεία Ιταλίας, όπου διάφορες ομάδες συνεχίζουν κάθε τέλος της εβδομάδας να προκαλούν ταραχές. «Ο νόμος πρέπει να τηρείται προς πάσα κατεύθυνση και δεν μπορεί κάθε Παρασκευή να έχουμε ταραχές», τόνισε ο νέος πρόεδρος προεκλογικά.
Ο Μπόριτς επιδίωξε με συντονισμένο και επίμονο τρόπο να αποσείσει από πάνω του και τον χαρακτηρισμό του «ακροαριστερού» με τον οποίον αναφέρονταν στο πρόσωπό του οι αντίπαλοί του. Μεγάλη δημοσιότητα δόθηκε στην μάχη με κτυπήματα κάτω από το τραπέζι στη συνάντηση που είχε το 2018 με τον Ρικάρδο Πάλμα Σαλαμάνκα, ο οποίος έχει καταδικασθεί για την εκτέλεση του συντηρητικού γερουσιαστή, Χάιμε Γκουσμάν, κύριο αρχιτέκτονα του υπό κατάργηση σημερινού, αναχρονιστικού, Συντάγματος. Ο Μπόριτς ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του αυτή, αναγνωρίζοντας το σφάλμα του.
Μία άλλη συγγνώμη του αφορούσε την κατηγορία από μία γυναίκα για φαλλοκρατική συμπεριφορά του πριν από χρόνια -ένα επεισόδιο που «ξέθαψαν» οι επιτελείς του Καστ, προσπαθώντας να βλάψουν την δημόσια εικόνα του, σε αντίθεση με τον «καλό οικογενειάρχη» και πατέρα εννέα παιδιών Καστ. Ο Μπόριτς κατήγγειλε την «εργαλειοποίηση της προσωπικής του ζωής» από τη δεξιά παράταξη και όπως κρίνεται εκ του αποτελέσματος, το επεισόδιο αυτό δεν βάρυνε ιδιαίτερα στην επιλογή του εκλογικού σώματος.
Μολονότι ο Μπόριτς, όλα τα χρόνια της πολιτικής του δραστηριότητας ονείδιζε -ιδιαίτερα όταν ήταν επικεφαλής της ισχυρής Ομοσπονδίας Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Χιλής ( FECH) και τα πρώτα του χρόνια ως βουλευτής στη Βουλή- το πολιτεύεσθαι και την κληρονομιά της Concertación (του συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών που κυβέρνησε τη Χιλή για τρεις δεκαετίες μετά το τέλος της δικτατορίας), μετά τον πρώτο γύρο, μετέβαλε ριζικά τη ρητορεία του. «Δεν έχω δηλώσει ποτέ ότι αυτά τα 30 χρόνια χάθηκαν. Πιστεύω ότι κάθε γενιά έχει το δικαίωμα και το καθήκον να αναλύει κριτικά τι έκαναν οι προκάτοχοί μας, έτσι ώστε να διδαχθούν ακριβώς από αυτό», υπογράμμισε στην τελευταία τηλεμαχία στις 13 του μηνός. «Οι διαιρέσεις δεν επιτρέπουν την πρόοδο στην κοινωνική δικαιοσύνη», πρόσθεσε στην ίδια ευκαιρία, μία δήλωση που μάλλον είχε επιτυχία, καθώς οι Λάγος και Μπατσελέτ εξέφρασαν την αμέριστη υποστήριξή τους στην υποψηφιότητά του.
Πλέον ο Μπόριτς ατενίζει τις προοπτικές που έχει για να υλοποιήσει τις εκλογικές του προτεραιότητες, ιδίως σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής κληρονομιάς. Αιχμή του δόρατος της πολιτικής του η θέσπιση ενός νέου συνταξιοδοτικού συστήματος που θα αντικαταστήσει το σημερινό, των προγραμμάτων ατομικής χρηματοδότησης, που είναι κομμένο και ραμμένο για τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες και τα funds. Για τη χρηματοδότηση του νέου αυτού προγράμματος, όπως και για τις άλλες κρατικές κοινωνικές δαπάνες που οραματίζεται, ο Μπόριτς σχεδιάζει να εφαρμόσει μια φιλόδοξη φορολογική μεταρρύθμιση, που θα περιλαμβάνει μεγαλύτερες επιβαρύνσεις στα μεγάλα εισοδήματα και φορολογία στις μεταλλευτικές εταιρείες, που για πολλές δεκαετίες απομυζούν τον ορυκτό πλούτο της χώρας, με ελάχιστη απόδοση στα κρατικά έξοδα.
Η προσπάθεια του Μπόριτς ενέχει μεγάλους κινδύνους και για αυτό μία από τις πρώτες προκλήσεις για τον εκλεγμένο πρόεδρο της Χιλής θα είναι να προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει την οικονομική αβεβαιότητα και να ηρεμήσει τις αγορές. Ο διορισμός του υπουργού Οικονομικών, υπό το άγρυπνο βλέμμα των αγορών, που είναι πολύ «ευαίσθητες» στα πολιτικά σκαμπανεβάσματα της χώρας, θα δώσει εν πολλοίς και το στίγμα της νέας κυβέρνησης κι ιδίως για το πώς προτίθεται να διοικήσει τα κρατικά ταμεία.
Αρχικός στόχος του Μπόριτς ήταν να αυξήσει το 8% του ΑΕΠ. Πλέον όμως, με βάση την πορεία της πανδημίας και τις οικονομικές δυσκολίες, η φιλοδοξία του έχει μετριασθεί σε έναν στόχο για αύξηση 5% σε τέσσερα χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, που προβλέπεται στο πρόγραμμά του. Όπως δήλωσε στην ενώπιος ενωπίω τηλεαντιπαράθεσή του με τον Καστ, «προτείνουμε να προχωρήσουμε με μεγάλη υπευθυνότητα, γιατί όλες οι μόνιμες δαπάνες πρέπει να χρηματοδοτούνται από μόνιμο εισόδημα, επομένως μια από τις δεσμεύσεις μας είναι ότι θα προχωρήσουμε βήμα-βήμα».
Ένας άλλος από τους στόχους του Μπόριτς είναι να δημιουργήσει Εθνική Τράπεζα Ανάπτυξης, να καταργήσει τα επαχθή δάνεια για τα πανεπιστημιακά δίδακτρα (η κάθετη αύξηση των οποίων είχε προκαλέσει τη μεγάλη κοινωνική έκρηξη το 2019), να μειώσει 40 ώρες την εργάσιμη εβδομάδα και να δημιουργήσει ένα ενιαίο ταμείο υγείας. Ο Μπόριτς δημιούργησε υψηλές προσδοκίες στους πολίτες και θα πρέπει να σταθεί στο ύψος τους, ιδίως στα ιδιαίτερα ευαίσθητα θέματα κι ιδιαίτερα στα δύο βασικά σημεία όπου βάσισε την τακτική της νίκης του: τα φοιτητικά δάνεια και τις συντάξεις.
Ο γεννημένος στη νότια Πούντα Αρένας το 1986, Μπόριτς άντεξε στην απροκάλυπτη επίθεση που δέχθηκε για το νεαρό της ηλικίας του και την προϋποτιθέμενη απειρία του στην πολιτική και «το κυβερνάν». Ο στενός κύκλος των συνεργατών του προέρχεται από τους συνοδοιπόρους του στο φοιτητικό κίνημα -όπως ο, αντιπρόεδρός του πλέον, Τζόρτζιο Τζάκσον, με τον οποίο πρωτοεκλέχθηκαν στο Κοινοβούλιο το 2014 και μαζί ίδρυσαν το Frente Amplio (Ευρύ Μέτωπο) τρία χρόνια αργότερα. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η σύμπλευσή του στην τελική ευθεία της εκστρατείας του Aprueba Dignidad με την Δρ Ίσκια Ίτσες, πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου, που αναδείχθηκε ως σημαντικός παράγων στη διάρκεια της πανδημίας, μία συνεργασία στην οποία πολλοί αποδίδουν την επιτυχία του Μπόριτς να διευρύνει το «Κέρας» των ψηφοφόρων του.
Ένα άλλο ευοίωνο κι ευτυχές γεγονός που σημάδεψε το τέλος της προεκλογικής εκστρατείας και έγειρε σε σημαντικό βαθμό την πλάστιγγα υπέρ του Μπόριτς, στάθηκε και ο θάνατος της χήρας του Πινοτσέτ Λουσία Ίριαρτ, σε ηλικία 99 ετών. Μία φιγούρα από το παρελθόν που θύμιζε πάντα τα «οικεία κακά» σε μία κοινωνία που ακόμη αναζητεί χιλιάδες νεκρούς και εξαφανισμένους από την εποχή της κακουργίας του συζύγου της. Δύο συγκεντρώσεις με χιλιάδες υποστηρικτές, συνέρρευσαν στους δρόμους, ιδιαίτερα στην Πλατεία Μπακεδάνο, επίκεντρο της ων πρόσφατων κοινωνικών διαμαρτυριών, για να γιορτάσουν αυτό που για πολλούς αντιπροσωπεύει ένα ακόμη βήμα προς το οριστικό τέλος της εποχής και της κληρονομιάς του Πινοτσέτ. Η στάση των δύο μονομάχων πάνω σε αυτό το γεγονός βάρυνε πολύ στην απόφαση των ψηφοφόρων: «Η Ιριάρτ πέθανε ατιμώρητη παρά τον βαθύ πόνο και τον διχασμό που προκάλεσε στη χώρα μας. Τα σέβη μου στα θύματα της δικτατορίας, μέρος της οποίας ήταν η αποθανούσα. Όμως δεν γιορτάζω την ατιμωρησία ή τον θάνατο», έγραψε ο Μπόριτς στο Twitter. Ενώ ο Καστ περιορίσθηκε να πει πως δεν θέλει «να πολιτικοποιήσει το γεγονός αυτό. […] Βλέπω ότι υπάρχουν άνθρωποι που γιορτάζουν. Δεν είναι αυτό που θα περίμενε κανείς, ο θάνατος κάποιου είναι πάντα οδυνηρός». Εν τούτοις, όσο κι εάν δεν το ήθελε ο Καστ, ο,τιδήποτε αφορά τον Πινοτσέτ είναι από μόνο του πολιτικό ζήτημα και μία ιστορική ανάμνηση που συνεχίζει να κηλιδώνει την μνήμη των συγγενών των θυμάτων, αλλά και ολάκερης της κοινωνίας στη Χιλή.
Μία άλλη απόφαση που πολλοί αναμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον από τον Μπόριτς είναι για το ποιόν θα επιλέξει για τα υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών. Το πρώτο λόγω του ρόλου του στη δημόσια τάξη και καθώς το Ευρύ Μέτωπο και το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχουν καταδικάσει ακόμη ανοικτά τα βίαια επεισόδια κατά τις κοινωνικές αναταραχές του 2019, η απόφαση και η γραμμή που–όπως υποσχέθηκε ότι θα ακολουθήσει–θα έχει μεγάλη βαρύτητα. Το δε υπουργείο Εξωτερικών και με γνώμονα τη συνεργασία με το ΚΚ και τους δεσμούς του με καθεστώτα, όπως η Νικαράγουα, περιπλέκει σημαντικά τη θέση και τις αποφάσεις που θα κληθεί να πάρει η κυβέρνηση. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο γενικός γραμματέας του ΚΚ Γκιγιέρμο Τεϊγιέρ διαβεβαίωσε ότι το κόμμα του θα τηρήσει τις αποφάσεις που θα πάρει η κυβέρνηση Μπόριτς σε αυτόν τον τομέα. Εν γένει για πολλούς στη Χιλή έχει γεννηθεί η προσδοκία πως η χώρα, μαζί με τις άλλες προοδευτικές κυβερνήσεις στην αμερικανική ήπειρο -από το Μεξικό, τη Βολιβία, την Αργεντινή, το Περού και μπορεί και του χρόνου τη Βραζιλία- θα αποτελέσει άλλον έναν πόλο για την αναγέννηση του νέου αριστερού κινήματος στη Λατινική Αμερική .
Ένα άλλο από τα θέματα που θα πρέπει να αναπτύξει το πολιτικό του ταλέντο ο Μπόριτς είναι η τύχη της Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία μέχρι τον Ιούλιο για θα επεξεργάζεται το νέο κείμενο του Συντάγματος, που πρέπει να εγκριθεί σε δημοψήφισμα. Η νίκη του στις κάλπες αυτή την Κυριακή ενδεχομένως θα αποτελούσε ακόμη ένα κίνητρο στη Συνέλευση να αποτολμήσει βαθύτερες αλλαγές, δεδομένης της συντριπτικής πλειοψηφίας της αριστεράς αντιπροσώπευσης στο 155μελές σώμα. Όμως η νίκη για τον προεδρικό θώκο μετριάσθηκε από την ισοδυναμία με τη δεξιά στις έδρες της Γερουσίας από τον περασμένο Μάρτιο, που θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας, αλλά και από τη σύνθεση των παρατάξεων στη Βουλή, η οποία καθιστά δυσχερές το έργο να οικοδομηθούν αναγκαίες πλειοψηφίες. Ιδιαίτερα θα βαρύνει ο κερματισμός της κεντροαριστερίζουσας συνεργασίας, με την οριστική ρήξη της συμμαχίας μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Χριστιανοδημοκρατών, το οποίο ανακοίνωσε ότι θα είναι στην αντιπολίτευση.
Όμως η μεγαλύτερη πρόκληση ίσως για τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο θα είναι η αποκατάσταση της ηρεμίας στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα στην ίδια τη Χιλή. Ένα κλίμα που πολώθηκε ιδιαίτερα έντονα μετά την προεκλογική εκστρατεία με τη διαφορά του 55 % να κρίνεται οριακή για την πολιτική πραγματικότητα της χώρας και παρόλο που «η ελπίδα νίκησε τον φόβο» σε πολλούς η νέα αυτή ένταση θύμισε την εποχή του ΄’70, όταν τελικά η ελπίδα του Αλιέντε σκορπίσθηκε από τα άρματα μάχης του Πινοτσέτ.