Τα δυσάρεστα νέα έφτασαν στο Ροβανιέμι την πιο λάθος στιγμή του χρόνου. Έπεσε η «ράδιο αρβύλα»! Ένα από τα τελευταία mancaves οχυρά όπου μπορούσες σε ένα safe space μακριά από την πανδημία της πολιτικής ορθότητας να πεις ένα ανέκδοτο με έναν πούστη και έναν μαύρο ξίνοντας τ’ αρχίδια σου, χωρίς να φοβάσαι ότι θα στα στρίψει επίπονα ο 21ος αιώνας. Kαι τώρα, ακριβώς το μήνα των Χριστουγέννων, μια στραβή, μια καρφωτή, και ο κλοιός άρχισε να στενεύει δυσοίωνα.
Παρά τους μείον 12 βαθμούς, ο Άγιος Βασίλης άρχισε να ιδρώνει. Καθόλου καλή εξέλιξη, καθόλου-καθόλου καλή. Μια δεκαετία μετά την ατιμωτική σύλληψη του Στρος-Καν, και κοντά μια πενταετία μετά την αποκαθήλωση του Γουαϊνστάιν, είχε αρχίσει να πιστεύει ότι τα χειρότερα ήταν πίσω του. Και να που σ’ έναν καθυστερημένο κωλότοπο, που μιλάει μια γλώσσα από την οποία η υφήλιος γνωρίζει μόνο δύο λέξεις, «malakas» και «sovlaki», το ηφαίστειο άρχιζε να ξαναξυπνάει.
Ξαφνικά ήταν και πάλι επικίνδυνο να είσαι άντρας, λευκός, ηλικιωμένος, που καθίζεις ανήλικα κοριτσάκια (και αγοράκια for that matter) στα γόνατά σου και τους χαρίζεις δωράκια αν είναι «καλά παιδιά». Ο Αρχινφλουένσερ που τη στολή του εμπνεύστηκε η Coca Cola, ήξερε πολύ καλά: είχε πρόβλημα Εικόνας.
Κάπου στo εικοστό zoom meeting με την εικοστή ΠηΑραΤζού που του πουλούσε την ίδια ξαναζεσταμένη σούπα «ντάμετζ κοντρόλ» και «ρημπράντιγκ» και «ρεθίνκινγκ aivasilis 2.0», αποφάσισε ότι enough is enough.
Όχι, δεν θα έκανε recast το ρόλο του βάζοντας μια μαύρη λεσβία να οδηγεί το εμβληματικό έλκηθρο. Όχι, δεν θα άλλαζε την ερυθρόλευκη στολή του με καφτάνι στα χρώματα του Pride. Όχι, δεν θα έβαζε μια ειδική εξάτμιση στο έλκηθρο που θα έγραφε «smash the patriarchy» με αστερόσκονη στο νυχτερινό πρωτοχρονιάτικο ουρανό. Όχι, δεν θα άνοιγε tik tok, δεν θα έβαζε δικαιωματικά hashtag, δεν θα ανέβαζε σέλφι με την Tζούντιθ Μπάτλερ. Προτιμούσε το θάνατο από την ατίμωση.
Δεν επιβιώνεις σε αυτή τη δουλειά αν δεν έχεις μάθει και μερικά βρόμικα κόλπα (Ή έτσι του άρεσε να λέει. Η μάλλον πιο βαρετή πραγματικότητα, είναι ότι λόγω εποχικότητας της δουλειάς, έντεκα μήνες το χρόνο ξεσκίζεται στο HBO και το Netflix, ρουφώντας ό,τι real life crime drama περνούσε από το ραντάρ του). Ήξερε τη λύση: για να εξασφαλίσει ασυλία, κάποιον έπρεπε να πετάξει στα σκυλιά. Κάποιον έπρεπε να δώσει.
Προβάρισε μέσα του αρκετές φορές «το τηλεφώνημα», σβήνοντας και ξαναγράφοντας μέχρι να φτάσει σε βερσιόν που θα ήταν αδύνατο για το ρεπόρτερ υπηρεσίας της Espresso να προσπεράσει. «Μάστορα, ενδιαφέρεσαι για ένα αποκλειστικάκι;» θα ήταν η πεσιματική ατάκα. Δεν έχει σημασία αν το τηλέφωνο θα σήκωνε άντρας ή γυναίκα – στο σύμπαν των κιτρινοφυλάδων η γυναικεία υπόσταση παραδίδεται στην είσοδο.
Το υπόλοιπο πακέτο ήταν φιλοτεχνημένο ώστε να έχει την απαραίτητη κλιμάκωση: ο Ρούντολφ, αυτός ο ύπουλος μπάσταρδος. Που αν δεν έσερνε το διάσημο έλκηθρο δεν θα γυρνούσε ταρανδίνα να τον κοιτάξει. Υποσχόμενος μια σίγουρη θέση στη λίστα των «καλών κοριτσιών», εκμεταλλευόταν τη θέση του για να αποσπά φωτογραφίες που πουλούσε για χοντρά λεφτά σε γιαπωνέζικα τσοντοσάϊτ. Στην περίπτωση που δεν αποδεικνυόταν αρκετό, που το ενδιαφέρον ξεθύμαινε, ή, ακόμα χειρότερα, που κάποιος εξυπνίδης θα ξεκινούσε το γαιτανάκι «Ο Χοντρός δεν μπορεί να μην ήξερε», ήταν έτοιμος να το χοντρήνει ανάλογα: «και δεν ήταν μόνο οι φωτογραφίες. Α, δεν ξέρω, εσύ είσαι ο ρεπόρτερ. Απλά αναρωτήσου: Τι συμβολίζουν πραγματικά οι στίχοι με την “κόκκινη μυτούλα” του Ρούντολφ;»
Το παιδικό τραγουδάκι άλλωστε καθιστούσε σαφές ότι όλοι οι υπόλοιποι τάρανδοι τον είχαν ξεπαρεού. «Τώρα ξέρετε γιατί».
Νιώθοντας ικανοποιημένος ότι το ‘χε φτάσει σε ένα καλό επίπεδο, κινήθηκε προς τη μοναδική γωνία του Ιγκλού που έπιανε σήμα. Στη μιάμιση μπάρα αμυδρής σύνδεσης, οι ειδοποιήσεις άρχισαν να σκάνε με ρυθμό πολυβόλου. «Είναι αλήθεια, αφεντικό; -Prancer «. «Δεν πιστεύω αυτά που διαβάζω αφεντικό- Vixen». «Αφεντικό;;;;; – Dasher “Ti ekanes re xontromalaka? – Cupid». O ένας πίσω απ’ τον άλλον, όλοι οι πιστοί του τάρανδοι είχαν φανερά διαγράψει μια τροχιά που ξεκινούσε από την έντρομη δυσπιστία και είχε φτάσει στο πανικόβλητο «ο σώζων εαυτόν».
Όλοι; Όχι ακριβώς. Ένα όνομα έλαμπε δια της απουσίας του, όσο και η περιβόητη «κόκκινη μυτούλα» του. Όταν άρχισαν να σκάνε οι αναπάντητες κλήσεις από τα κανάλια, η πόρτα να κοπανάει και αντιπαθείς αγενείς φάτσες άρχισαν να κολλάνε τις μύτες του στο τζάμι για να δουν αν είναι μέσα, ο Άη Βασίλης ήξερε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί.
Ο Ρούντολφ τον είχε δώσει πρώτος.