ΑΘΗΝΑ
09:12
|
25.04.2024
Ιστορίες Χριστουγέννων στο Κοσμοδρόμιο. Μια χριστουγεννιάτικη πρεζο-ιστορία με γεγονότα μυθοπλασίας και άλλα όμως όχι...
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το να γράψει κάποιος (έστω και κατόπιν παραγγελίας, όπως τώρα) ένα αφήγημα ή έστω ένα ταπεινό κείμενο σαν το παρακάτω το οποίο να συσχετίζει τα Χριστούγεννα με την ηρωίνη αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Όχι μόνο γιατί πρέπει να αναμετρηθεί με το θρυλικό «Junkie’s Christmas» του William Burroughs, αλλά και με μνήμες που προσπαθεί να θάψει ίσως κάτω από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και την αίσθηση μιας «κανονικότερης» ζωής. Ό,τι μου βγήκε είναι το παρακάτω και μου έχει συμβεί . Έχω αλλάξει τα ονόματα των ανθρώπων και του καφενείου όπου διαδραματίστηκε η χριστουγεννιάτικη πρεζο-ιστορία, ενώ κάποια γεγονότα είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Κάποια άλλα όμως όχι…

Στο δωμάτιο δεν υπάρχει χριστουγεννιάτικο δέντρο με λαμπάκια, ούτε γλυκά, φίλοι και συγγενείς. Είναι ένα απόγευμα παραμονής Χριστουγέννων, αλλά πολύ κρύο και υγρό. Στο δωμάτιο υπάρχει μόνο ένα ξύλινο τραπέζι και η τελευταία ψιλή. Τη ρουφάω λαίμαργα και σκέφτομαι τι θα κάνω για να μην αρρωστήσω μέχρι αύριο. Έχω καταφέρει και έχω ξεμείνει από χρήματα. Το πώς πάντα τα καταφέρνω σε εορταστικές περιόδους να μένω από λεφτά και άρα και από σταφ σε κείνη τη φάση το αποδίδω στην κακή μου τύχη. Ίσως και ότι έσκασα τα τελευταία χρήματα σε κόκα που τη σούταρα. Αλλά πιο πολύ στη κακή μου τύχη. Η πικρίλα κατεβαίνει στο στόμα μου και μου ζεσταίνει για λίγο τις σκέψεις μου. Ξαφνικά ξέρω τι θα κάνω. Κοιτάω την ώρα. Το καφενείο πρέπει να είναι ακόμα ανοιχτό. Είμαι στο κέντρο, στο διαμέρισμα που χρησιμοποιώ σαν καβάτζα τα τελευταία χρόνια και πιστεύω πως θα προλάβω. Με μια γνώριμη αποφασιστικότητα που πάντα με διακρίνει όταν πρόκειται να πάω να “γίνω”, ντύνομαι αστραπιαία και παστώνομαι και με αποσμητικό, γιατί ανάμεσα σε άλλα μου είναι απολύτως θολό πότε έκανα μπάνιο για τελευταία φορά. Πρέπει να προλάβω.

Κινούμαι γρήγορα ανάμεσα σε περαστικούς που κρατάνε τα παιδάκια τους από το χέρι και αυτοκίνητα που πάνε η γυρνάνε σε κάποιο φιλικό ή συγγενικό σπίτι για τη ρεβεγιόν. Άξαφνα με κεραυνοβολεί η εικόνα να με κρατά η μάνα μου από το χέρι τέτοιες μέρες στους ίδιους δρόμους. Με θυμάμαι μικρό. Η Αθήνα εκείνη την ώρα μου μοιάζει γοητευτικά στολισμένη μέσα στην ασχήμια της. Μια υποψία θαλπωρής με ξεγελά για λίγο. Σε μια κολώνα στην Πατησίων υπάρχει ένας ολόσωμος καθρέφτης. Με κοιτάω. Είμαι αδύνατος και αξύριστος. Στο παντελόνι μου υπάρχουν λεκέδες από αίμα. Οι κόρες των ματιών μου είναι πολύ μικρές, απόδειξη πως η πρέζα έχει κάνει τη δουλειά της. Πρέπει να παραμείνουν έτσι. Μου επαναλαμβάνω ξανά πως πρέπει να προλάβω το καφενείο ανοιχτό.

Το καφενείο αυτό, όταν είσαι πρεζάκι, είναι το καφενείο. Η κακόγουστη πινακίδα απέξω πληροφορεί τον περαστικό πως το λένε «Η Συμφωνία». αλλά όλα τα πρεζάκια το ξέρουμε σαν “Οι Αράχνες”, από την κατάσταση που βρίσκεται ο χώρος και ειδικά το υπόγειο όπου είναι οι τουαλέτες και λειτουργεί σαν άτυπο drug consumption room. Πλησιάζω και βλέπω τους νταραβεριτζήδες απέξω. Αισθάνομαι μια γαλήνια ανακούφιση. Δεν ησυχάζω όμως μέχρι να δω τον δικό μου, τον Γιώργο τον Βλάχο.

Ο Βλάχος έχει το καλύτερο σταφ και επίσης άλλα δύο σημαντικά αβαντάζ που οι υπόλοιποι ντίλερ στερούνται: Μου δίνει με πίστωση και έχει έτοιμο free base, αυτό που στην Αμερική αποκαλούνε κρακ. Μπαίνω και παραγγέλνω στο κέρβερο-σερβιτόρο μια πορτοκαλάδα. Δεν γίνεται απλά να μπεις, χωρίς να πάρεις και κάτι νόμιμο. Τον σερβιτόρο οι θαμώνες τον φωνάζουμε Θέμη αλλά είναι από την Αλβανία και το πραγματικό του όνομα δεν το ξέρει κανείς. Ο ιδιοκτήτης είναι Έλληνας, μακρυμάλλης: με εντοπίζει και μου φτύνει με την βραχνή φωνή του «Ο Βλάχος είναι κάτω». Είναι ό,τι πια ενθαρρυντικό έχω ακούσει τις τελευταίες ώρες. Κατεβαίνω γρήγορα και ρίχνω μια τελευταία ματιά στη αίθουσα με τους γεροπρεζάκηδες που έχουν ξεμείνει βαρώντας ντάγκλες στα μικροσκοπικά τραπέζια. Μου έρχονται στο μυαλό κάτι τσιτάτα των Καταστασιακών για τις κοινωνίες των αιώνιων διακοπών και χαμογελάω. Κατεβαίνω ένα ένα τα απότομα σκαλιά.

– Που είσαι ρε Μάριες Χρόνια Πολλά παλικάρι μου.

– Ελα ρε Γιώργο, χρόνια πολλά ρε φίλε.

– Πέστο.

– Γιώργο έχω ξεμείνει…

– Ε, και τι μου αγχώνεσαι; Σε έχω αφήσει ποτέ έτσι;

– Ευχαριστώ, ρε φίλε, θα σου φέρω τα φράγκα αύριο απόγευμα το πολύ.

– Ρε μη μου στεναχωριέσαι. Όποτε μπορέσεις. Κάτσε να σου βγάλω και καμιά τσιμπουκιά βραστό.

(Το «βραστό» είναι το free base, αυτό που στην Αμερική το λένε κρακ. Οι «τσιμπουκιές» είναι ρουφηξιές από αυτοσχέδιο crack pipe, που συνήθως είναι ένα μικρό πλαστικό μπουκάλι γεμάτο νερό μέχρι τη μέση, ένα καλαμάκι χωμένο στο σώμα του μπουκαλιού για να ρουφάς και αλουμινόχαρτο τρυπημένο με καρφίτσα στο στόμιο, όπου βάζεις πάνω στάχτη για υπόστρωμα και το βραχάκι).

Επιτέλους η τύχη μού χαμογελάει σήμερα. Χωρίς να χάσω χρόνο ρουφάω την κεραστή τσιμπουκιά. Ο Βλάχος με κερνάει και δεύτερη καπάκι και μου πασάρει και ένα “χαρτί” πρέζα. Αισθάνομαι σχεδόν έτοιμος να ξαναπιστεψω στο πνεύμα των Χριστουγέννων μετά από πάρα πολλά χρόνια. Εκπνέω και ακούω στο κεφάλι μου ένα σφύριγμα. «Μπράβο», σκέφτομαι, «πολύ δυνατή κόκα, σφύριξε η γκλάβα μου». Μισό δευτερόλεπτο μετά, διακρίνω απόκοσμες φιγούρες με κουκούλες να κατεβαίνουν τις σκάλες με ποδοβολητά. «Τι στο διάολο είναι αυτό, παραισθήσεις έχω;». Διακρίνω στο μισοσκόταδο τις μπλε στολές με γράμματα που φωσφορίζουν στο σκοτάδι «ΟΠΚΕ».

Δεν έχω παραισθήσεις. Την πουτσίσαμε

Με ένα ουρλιαχτό που εμπεριείχε όμως δύο διαφορετικές φράσεις σαν «Τι κάνετε εδώ κάτω, ρε παλιόπουστες» και επίσης «Θα σας γαμήσουμε ρε», όχι ακριβώς με αυτή τη σειρά, ο επικεφαλής της εφόδου μου σκάει το πλαστικό μπουκάλι στο κεφάλι. Στάχτες, καλαμάκι, νερό, αλουμινόχαρτο και το βραχάκι free base, αυτό που στην Αμερική το λένε κρακ, με λούζουν μαζί με μία απερίγραπτη απελπισία – γιατί δεν περιγράφεται το ξενέρωμα να έχεις πιει κόκα και να τρώς στα καπάκια πέσιμο από μπάτσους. Ο Βλάχος είναι ήδη κάτω και σφαδάζει από τα κλωτσομπουνίδια. Τον ξέρουν και τους ξέρει. Δεν έχουν έρθει τυχαία. Άλλοι νταραβεριτζήδες. δυσαρεστημένοι που τους παίρνει την πελατεία. είναι πίσω από αυτό το «δόσιμο».

Τολμάω να σηκώσω το κεφάλι μου το οποίο στάζει νερά και τρόμο και κοιτάω κατάματα, εκεί στο μισοσκόταδο, στο υπόγειο του καφενείου που το λένε «Η Συμφωνία», αλλά όλα τα πρεζάκια το λέμε «Οι Αράχνες», τον τύπο που γρυλλίζει απέναντι μου. Σε λίγη ώρα θα είναι Χριστούγεννα. Ακολουθεί παρακάτω διάλογος:

– Δώσε μου ό,τι έχεις πάνω σου από μόνος σου. Αν στο βρω εγώ, θα πας εισαγγελέα. αλλά θα πας γαμημένος. Δώστο μου. Δεν τρέχει τίποτα. Μόνο στο τμήμα θα πάμε για εξακρίβωση.

– ….

– Θα μετρήσω μέχρι το τρία. Μετά θα μετράς τα δόντια σου από κάτω.

Ακριβώς εκείνη την ώρα βλέπω τον Βλάχο που έχει χάσει τις αισθήσεις του να τον παίρνουν σηκωτό για μέσα. Η κατάληξη είναι γνωστή. Απέξω σίγουρα θα περιμένει ένα βανάκι. Εκεί, φορώντας γάντια, πάνοπλοι αστυνομικοί θα τον ψάξουν και θα του βρουν ό,τι του βρουν. Θα συνέλθει σε κάποιο κρατητήριο και όταν θα ξημερώσει επειδή θα είναι Χριστούγεννα δεν θα υπάρχει αυτόφωρο. Θα μείνει εκεί όσο χρειαστεί και θα υποφέρει από τις χαρμάνες. Θα εκλιπαρεί να του δώσουν ένα παυσίπονο, ένα αντιδιαρροϊκό, ένα ποτήρι νερό. Αλλά δεν θα πάρει τίποτα από όλα αυτά. Θα ξερνάει και θα χέζεται πάνω του, την ίδια ώρα που θα παρακαλάει κλαίγοντας να του ανοίξουν να πάει τουαλέτα ή να κάνει ένα τηλέφωνο.

– Τρία.

Οι σκέψεις μου έχουν εκτροχιαστεί. Η ντοπαμίνη μαζί με οτιδήποτε άλλο ρέει στις φλέβες μου με έχουν αποσπάσει από το εδώ και τώρα.

-Τρία.

Ακούστηκε πιο δυνατά, σαν προειδοποιητική ηχώ. Μετά τίποτα.

Απολύτως τίποτα, εκτός από μια απειλητική σιωπή να καταλαμβάνει ολοκληρωτικά εκείνο το άθλιο υπόγειο, εκείνη την άθλια νύχτα και να απειλεί ευθέως την άθλια ψυχή μου. Μια σιωπή υγρή, αντάξια εκείνου του υπογείου να στάζει κακά ξεμπερδέματα και μολυσμένο αίμα.

Δεν είδα το χέρι του μέσα στο σκοτάδι – πρέπει να φορούσε μαύρα γάντια. Το χτύπημα ήταν πολύ δυνατό. Θα μπορούσε να είναι χαστούκι, αλλά έσκασε σε μεγάλο μέρος του προσώπου μου και στο αυτί. Βούιξα ολόκληρος. Μαζί με το βουητό μου και όπως έσκασε το κεφάλι μου πίσω στον τοίχο, έτσι μου ήρθε απότομα μια εικόνα από το Δημοτικό: ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών με έχει σηκώσει μπροστά σε όλη τη τάξη για κάτι που έκανα και αφού μου βγάζει τα γυαλιά μου με χαστουκίζει δυνατά μπροστά σε όλα τα παιδιά. Μετά μου δίνει τα γυαλιά να τα φορέσω και μου λέει να πάω στη θέση μου. Σκέφτομαι πως ευτυχώς απόψε φοράω φακούς, γιατί τα γυαλιά μου θα είχαν σπάσει. Πριν καταρρεύσω από τα επόμενα χτυπήματα έχω ακριβώς το ίδιο συναίσθημα ντροπής που είχα μπροστά στα άλλα παιδιά τότε .

Κάποια απροσδιόριστη ώρα μετά, είμαι στο κρατητήριο του πλησιέστερου Αστυνομικού Τμήματος. Έφτασα εκεί πεζός με χειροπέδες και με συνοδεία αστυνομικών, όπως συνήθως κάνουν όταν πιάσουν κάποιο πρεζάκι στην ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας. Αντικρίζω την αηδία που προκαλώ στους περαστικούς, το βλέπω στα μάτια τους, αλλά αυτό δεν με αγγίζει στο ελάχιστο. Έχω πολύ σοβαρότερα προβλήματα εκείνη την ώρα. Δεν είμαι μόνος μου στο κρατητήριο, αλλά δεν μπορώ να δώσω σημασία στο τι γίνεται γύρω μου. Δεν βλέπω και καλά , είναι θεοσκότεινα. Ξαφνικά ανοίγει το παραθυράκι που έχει η σιδερένια πόρτα. Βλέπω μια γνωστή φάτσα. Είναι ο Σπύρος, ένας μεσήλικας αστυνομικός που έχει πολλά χρόνια στη περιοχή.

-Χρόνια Πολλά Μάριε.

– Επίσης κύριε Σπύρο.

Τους ξέρω και με ξέρουν

– Πάλι εδώ; Δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια; Από φαντάρο σε θυμάμαι να σε μαζεύουμε, ρε συ.

– …

– Τέλος πάντων. Την εξακρίβωση περιμένουμε και θα σε αφήσουμε. Σιγά τώρα μη γράφουμε αναφορές και να σε τραβάμε για ένα χαρτάκι πρέζα.

– Ευχαριστώ, κύριε Σπύρο.

– Τι ευχαριστείς ρε συ. Φρόντισε να μην σε ξαναδώ εδώ. Άντε Χρόνια Πολλά… Και ξέρεις κάτι, ρε Μάριε…’

– Ναι, τί;

– Είσαι χαμένη περίπτωση. Όλα τα πρεζάκια αυτό είστε.

– Το ξέρω.

Σε λίγες ώρες θα είμαι ελεύθερος και θα πάω να κρυφτώ στο διαμέρισμα που χρησιμοποιώ σαν καβάτζα. Μετά θα μαζέψω όλα τα κουράγια που μου έχουν απομείνει και θα τραβηχτώ στο πατρικό μου. Εκεί θα πω στους γονείς μου ψέματα πως με ληστέψανε, δείχνοντας τους το πρόσωπο μου και το σώμα μου και θα τους ζητήσω λεφτά. Μετά, όσο πιο γρήγορα μπορώ θα πάρω ένα ταξί και θα πάω στο κέντρο. Ο Βλάχος θα είναι εκτός κυκλοφορίας, οπότε θα πρέπει να απευθυνθώ σε αυτούς που έχω για εναλλακτικές. Θα καλώ αριθμούς τηλεφώνου τον ένα μετά τον άλλο μέχρι κάποιος να απαντήσει. Κάποια στιγμή κάποιος θα απαντήσει. Θα κλείσουμε ένα βιαστικό ραντεβού. Θα μου πει «Πού χάθηκες εσύ, ρε ψηλέ» και θα του απαντήσω «Ξέρεις πως είναι αυτά, ρε τσάκαλε… Άσε χθες με έδεσαν» και άλλα πολλά ασήμαντα και της στιγμής, θα τελεστεί το τελετουργικό και θα είναι μεσημέρι ή απόγευμα ανήμερα Χριστούγεννα, κάποια χρονιά στις αρχές του 21ου αιώνα.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Καλέσματα από Εργατικό Κέντρο Αθήνας, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ για την απεργία της Πρωτομαγιάς

Δώρο Πάσχα: Πότε καταβάλλεται, ποιες οι προϋποθέσεις

Διώξεις σε 18 «ανθρώπους» του Τραμπ για απόπειρα αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2020

Ημαθία: Ι.Χ. έπεσε σε αρδευτικό κανάλι-Νεκρός ο οδηγός

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα