Η επιλογή του κεντρικού τραπεζίτη της Γερμανίας είναι μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις και είναι ίσως και άκρως ενδεικτική για την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει ιδίως στην επικράτεια της ΕΕ ένας καγκελάριος. Ιδίως όταν εκείνος, όπως ο νεόφυτος στην καγκελαρία, Όλαφ Σολτς, δεν θεωρείται μία προσωπικότητα δυναμική, όπως υπήρξαν η προκάτοχός του Άνγκελα Μέρκελ ή ο Χέλμουτ Κολ -πολιτικές μορφές που ανέδειξαν τη Γερμανία στην πρώτη δύναμη της Ευρώπης.
Πλέον ο Σολτς, τόσο στις συναντήσεις του με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, όσο και με τον νέο «αστέρα» της ευρωπαϊκής πολιτικής, δοτό, πρωθυπουργό της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, επιδιώκει να αποδείξει πως μέριμνά του είναι να ακολουθήσει μία στιβαρή πολιτική στα χνάρια της Μέρκελ, με στόχο «μία δυνατή Ευρώπη». Και κυρίως επιδίωξε να διαβεβαιώσει τους συνομιλητές του ότι είναι διατεθειμένος να συνεχίσει την ίδια οικονομική πολιτική για την συγκράτηση του πληθωρισμού, που έχει αρχίσει να καλπάζει στην ήπειρο (+4,9%).
Βέβαια, στις συναντήσεις του αυτές ο Σολτς βρέθηκε αντιμέτωπος με το νέο αίτημα για την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, του περιώνυμου 3%, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γερμανικής οικονομικής πολιτικής. Για αυτό και η επιλογή του Γιόαχιμ Νάγκελ στη θέση του πρώτου τραπεζίτη της Γερμανίας συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής που μέλλει να ακολουθήσει ο Σολτς στη διάρκεια της καγκελαρίας του. Μία πολιτική που λόγω της σύνθεσης της κυβέρνησης, που πασχίζει να συναιρέσει την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική τάση με τις σκληρές δημοσιονομικές απόψεις των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (FDP) και τις οικολογικές φιλοδοξίες των Πρασίνων.
Κυρίως ο διορισμός του 55χρονου Νάγκελ ( οποίος είναι και μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Σολτς) συμπίπτει με μία κρίσιμη περίοδο για την ίδια τη Bundesbank, καθώς ο πληθωρισμός δεν έχει αφήσει αλώβητη τη Γερμανία. Απεναντίας, εκεί έχει αυξηθεί πάνω από το 5%, πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και πολύ πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ. Και να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για τη Γερμανία, μια χώρα εμμονική όσον αφορά την σταθερότητα στις τιμές και με τη Bundesbank να έχει αναδειχθεί μέσα στην Ευρωζώνη ως ο απόλυτος τιμητής στην ανελέητη καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Με γνώμονα αυτές τις συνθήκες, ο διάδοχος του «γέρακα» Γιενς Βάιντμαν έπρεπε να διαπνέεται από τις ίδιες πεποιθήσεις και να συνεχίσει την ίδια πολιτική -κατά της αγοράς κρατικών ομολόγων κι αρνητικών επιτοκίων. Ο ίδιος ο Βάιντμαν έπλεξε το εγκώμιο του διαδόχου του και τον χαρακτήρισε μία «καλή επιλογή». Μία προοπτική που θα ηχούσε «δυσοίωνα» για τη διοικητή της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, μιας και ο προκάτοχος του Νάγκελ ήταν ένας από τους πιο σκληρούς αντιπάλους της στο συμβούλιο κι ευθείς αμφισβητίες της πολιτικής της για τα επιτόκια.
Η επιλογή του Νάγκελ, ενός ανθρώπου που καίτοι γνωστούς στους τραπεζικούς κύκλους δεν έχει λάμψει στη δημοσιότητα με τις δικές του απόψεις, απαντά σε μία διττή ανάγκη του νέου Καγκελαρίου να δείξει πως έχει το δικό του στίγμα σε ό,τι αφορά την οικονομική προοπτική της Ευρώπης. Αφενός να τονίσει τη συνέχεια της πολιτικής της Bundesbank, αφετέρου να εγκαινιάσει μία πιο «ήπια» πολιτική επικοινωνίας με την ΕΚΤ, ενόψει των κοινών προκλήσεων. Μία λιγότερο επιθετική πολιτική δηλαδή, χωρίς όμως να απεμπολεί τους ακρογωνιαίους της στόχους ενάντια στον πληθωρισμό.
Ο πιο «νηφάλιος» Νάγκελ είναι προορισμένος να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, δείχνοντας ένα πιο ελαστικό προφίλ και συνάμα αποτελώντας τον θεματοφύλακα της πολιτικής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Άλλωστε αποτελεί «σαρξ εκ της σαρκός» της, αφού την υπηρέτησε τη Deutsche Bundesbank για 17 χρόνια, ως υπεύθυνος για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Το 2017 πήγε στην κρατική αναπτυξιακή τράπεζα Kreditanstalt für Wiederaufbau (KfW), όπου ήταν υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας με άλλες χώρες. Πιο πρόσφατα, ο Νάγκελ ήταν στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), μια παγκόσμια ένωση κεντρικών τραπεζών και θεωρείται ότι διατηρεί πολλές και καλές διασυνδέσεις με τους τομείς αυτούς.
Κατά την εποχή που ηγείτο της KfW ο Νάγκελ, ως επικεφαλής υπεύθυνος της θυγατρικής της KfW Ipex Bank, ενεπλάκη στο σκάνδαλο Wirecard, που αφορούσε τη χορήγηση το 2018 ενός δανείου 100 εκατ. ευρώ στη Wirecard χωρίς εγγυήσεις και την ανανέωσή του το 2019. Τον περσινό Σεπτέμβριο οι γερμανικές αρχές «κατέλαβαν» τα γραφεία της Ipex και ξεκίνησαν έρευνες για εγκληματική ενέργεια κατά των υπαλλήλων που ενέκριναν το δάνειο. Βέβαια, οι έρευνες κατέληξαν ότι το ΔΣ της Αναπτυξιακής Τράπεζας είχε ενημερωθεί για το ύποπτο δάνειο μόλις λίγες ημέρες πριν την χρεωκοπία της εταιρείας κι έτσι δεν έχει μείνει κάποια κηλίδα στην προϊστορία του τέως διοικητή της.
Οι απόψεις του Νάγκελ για τη γενικότερη νομισματική πολιτική παραμένουν ακόμη άγνωστες, καθώς δεν βρέθηκε ποτέ σε μία θέση που καθόριζε αποφάσεις τέτοιου τύπου, όμως η θητεία του στην KfW του θεωρείται πως του έχει προσπορίσει την αναγκαία εμπειρία και γνώση για τη λειτουργία των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών αγορών. Μία αγορά που διδάσκει την ευελιξία και την αλλαγή των απόψεων ανάλογα με τις περιστάσεις. Πάντως, όπως κι ο προκάτοχός του, ο Νάγκελ θεωρείται πεπεισμένος οπαδός του Ορντο-φιλελευθερισμού -εξ ου κι η αποδοχή του λόγω των «ορθόδοξων» νομισματικών πεποιθήσεών του κι εκ μέρους του υπουργού Οικονομικών (FDP) Λίντνερ. Παλαιοτέρα δε, ως απεσταλμένος του Βάιντμαν, είχε αντιταχθεί στην πρόθεση του Μάριο Ντράγκι για την αγορά κρατικών ομολόγων και το 2015 είχε δηλώσει πως υπάρχει «μεγάλος κίνδυνος» να «αναμειγνύονται η νομισματική με τη δημοσιονομική πολιτική».
Όμως σε τούτην την περίοδο, όπου ο πληθωρισμός έχει πλέον αλώσει τα τείχη της ΕΕ, οι ισορροπίες που θα πρέπει να τηρεί η Bundesbank απέναντι στην ΕΚΤ θα πρέπει να μεταβληθούν, προκειμένου να αλλάξει και η εικόνα ότι οι Γερμανοί αντιστρατεύονται τακτικά την υπόλοιπη Ευρώπη. Η ΕΚΤ βασίζει την πολιτική της στο φθηνό χρήμα, προκειμένου να στηρίξει μία σειρά από αδύναμες κι υπερχρεωμένες χώρες -όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία. Για τον λόγο αυτό, η άνοδος του πληθωρισμού δεν αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα για την ΕΚΤ, με τα μέλη του συμβουλίου της να επιθυμούν να βοηθήσουν τους υπουργούς Οικονομικών τους και υποστηρίζουν την χαλαρή νομισματική πολιτική.
Μία πολιτική που όμως είναι αντικρουόμενη με τη βαθιά φιλοσοφία, το μάντρα, της γερμανικής οικονομικής πεποίθησης για τη σταθερότητα των τιμών. Κάτι, που ιδιαίτερα στην Ιταλία, το ένοιωσαν μετά τις πρώτες συναντήσεις του Σολτς. Και σε μία τέτοια περίοδο αυτό είναι πιο σημαντικό από ποτέ. Ο Νάγκελ ως ορντο-φιλελεύθερος υποστηρίζει ένα σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο που ορίζει το κράτος για την οικονομία, όμως -όπως τονίζουν παλαιότεροι συνεργάτες του- είναι πιο διαλλακτικός και πραγματιστής από τον «αμετακίνητο» Βάιντμαν σε αποφάσεις που απαιτούν ευελιξία.
Και ο σημερινός πληθωρισμός, που συντηρείται από την αλματώδη αύξηση στις τιμές των καυσίμων, αναμένεται να αποτελέσει τη Λυδία Λίθο για την πολιτική της ΕΚΤ. Η μεγάλη αυτή αύξηση των τιμών ήταν σαφώς πάνω από αυτό που είχε θέσει ως στόχο η ΕΚΤ και λογικό είναι να δημιουργούνται αμείλικτα ερωτήματα. Όλα τούτα είναι μόνο προσωρινοί αντίκτυποι μίας παροδικής κατάστασης, πχ λόγω της συμφόρησης στις μεταφορές που προκάλεσε ο κορονοϊός, όπως διατείνεται η ΕΚΤ; Ή μήπως οφείλονται σε πιο διαρθρωτικούς λόγους, που μέλλουν να διαρκέσουν περισσότερο, όπως πιστεύουν πολλοί ειδικοί, προβλέποντας ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους;